Το βαμβάκι αποτελεί στην Ελλάδα μία απο τις σημαντικότερες, από οικονομική αξία, καλλιέργειες, καθώς η ελληνική παραγωγή φυτικών ινών βάμβακος υψηλής ποιότητας είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης (305.000 τόνοι για το έτος 2022). Ωστόσο, οι τελικές αποδόσεις βάμβακος απειλούνται συνήθως από το πράσινο σκουλήκι (Helicoverpa armigera) το οποίο, σύμφωνα με το ΥπΑΑΤ αποτελεί τον σημαντικότερο εχθρό του.
Ο βιολογικός κύκλος του πράσινου σκουληκιού
Στην Ελλάδα το πράσινο σκουλήκι έχει συνήθως 3 με 4 γενιές και η δεύτερη με την τρίτη γενιά παρουσιάζουν έντονη αλληλοεπικάλυψη μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει πως μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα στον αγρό έντομα που βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης του βιολογικού τους κύκλου. Το έντομο διαχειμάζει στο στάδιο της νύμφης μέσα στο έδαφος σε κελί. Εξέρχεται και δραστηριοποιείται όταν η μέση θερμοκρασία εδάφους ξεπεράσει τους 18°C. Τα θηλυκά άτομα του εντόμου εμφανίζονται μία μέρα πριν από τα αρσενικά. Το πράσινο σκουλήκι ανήκει στην τάξη των λεπιδόπτερων, είναι πολυφάγο και είναι ολομετάβολο έντομο, δηλαδή έχει 4 διακριτά στάδια στον κύκλο ζωής τους, το αυγό, την προνύμφη, τη νύμφη και το ενήλικο στάδιο.
1. Στάδιο του αυγού
Στο πρώτο στάδιο του βιολογικού του κύκλου τα θηλυκά ενήλικα άτομα, οι νυχτοπεταλούδες, γεννούν τα αυγά τους στα φυτά βαμβακιού ή σε άλλα φυτά ξενιστές. Ένα από τα χαρακτηριστικά του πράσινου σκουληκιού είναι πως οι νυχτοπεταλούδες πολύ σπάνια θα γεννήσουν τα αυγά τους σε φυτά βαμβακιού τα οποία δεν έχουν ακόμα σχηματίσει καρποφόρα όργανα. Επίσης προτιμούν για την εναπόθεση των αυγών τους ανεπτυγμένα φυτά με μεγαλύτερο αριθμό καρυδιών. Τα αυγά του πράσινου σκουληκιού είναι μικρού μεγέθους, σφαιρικά, λευκού χρώματος στην αρχή, τα οποία σταδιακά γίνονται καφέ, και φέρουν ραβδώσεις.
Τα περισσότερα από τα αυγά δεν θα καταφέρουν να εκκολαφθούν επιτυχώς για λόγους που σχετίζονται κυρίως με:
- Τις επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ενδεικτικά, υψηλές θερμοκρασίες, άνω των 40°C, σε συνδυασμό με υψηλής έντασης ανέμους έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της πιθανότητας επιβίωσης των αυγών.
- Τον παρασιτισμό τους και την κατανάλωση τους ως τροφή από αρπακτικά είδη εντόμων.
2. Στάδιο της προνύμφης
Αφού εκκολαφθούν επιτυχώς τα αυγά, ακολουθεί το στάδιο της προνύμφης. Το προνυμφικό στάδιο είναι αυτό που προκαλεί τις ζημιές στο φυτό - ξενιστή. Οι νεοεκκολαφθείσες προνύμφες του πράσινου σκουληκιού έχουν λευκό χρώμα και μαύρη κεφαλική κάψα και έπειτα, προς το 3ο με 5ο προνυμφικό στάδιο, ανάλογα με την πηγή της τροφής που επιλέγει παίρνει και το αντίστοιχο χρώμα. Συνήθως εξελίσσεται σε ανοιχτό πράσινο χρώμα το οποίο συνήθως σκουραίνει καθώς αναπτύσσεται. Το χαρακτηριστικό σημείο που έχουν οι προνύμφες του πράσινου σκουληκιού είναι μια λευκή ή υπόλευκη γραμμή και μια σκούρου χρώματος αμφίπλευρα. Το στάδιο της προνύμφης έχει διάρκεια 2 - 3 εβδομάδες κατά το οποίο οι κάμπιες περνούν από 5 - 6 εκδύσεις.
3. Στάδιο της νύμφης
Έπειτα, ακολουθεί το στάδιο της νύμφωσης, κατά το οποίο έχει πράσινο χρωματισμό. Λίγο πριν το στάδιο της νύμφης τα άτομα του πράσινου σκουληκιού συνήθως κατεβαίνουν από το φυτό προς το έδαφος, όπου είναι προστατευμένα από αυτό και τα φυτικά υπολείμματα και πραγματοποιούν τη νύμφωση. Η διαδικασία πραγματοποιείται σε βάθος 5 έως 10 εκατοστών από την επιφάνεια του εδάφους, στα ειδικά κελιά που διαμορφώνουν για να διαχειμάσουν. Σε αυτό το στάδιο το πράσινο σκουλήκι προετοιμάζεται για την τελική μεταμόρφωσή του σε ενήλικο άτομο.
4. Στάδιο της ενηλικίωσης (ακμαία άτομα)
Στο στάδιο της ενηλικίωσης οι πεταλούδες του πράσινου σκουληκιού είναι νυχτόβιες, γι’ αυτό αποκαλούνται και νυχτοπεταλούδες, και μπορούν να διανύσουν πολύ μεγάλες αποστάσεις πετώντας, ειδικά όταν ευνοούνται από τον άνεμο. Σε αυτό το στάδιο οι πεταλούδες του πράσινου σκουληκιού μπορούν να ζήσουν για 3 εβδομάδες κατά μέσο όρο και τρέφονται με νέκταρ και φυτικούς χυμούς. Είναι νυχτόβιες, μπορούν όμως να εμφανίζονται και λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Η περίοδος εναπόθεσης των αυγών τους διαρκεί από 5 μέχρι 24 ημέρες.
Ξενιστές του πράσινου σκουληκιού
Το πράσινο σκουλήκι είναι πολυφάγο έντομο και εκτός από το βαμβάκι, μπορεί να προσβάλλει και πολλές άλλες καλλιέργειες όπως είναι ο καπνός, η ντομάτα, η μελιτζάνα, η πατάτα, η πιπεριά, το καλαμπόκι, η αγκινάρα, το σιτάρι, το κριθάρι, το σουσάμι, το σόργο, ο ηλίανθος, το αγγούρι, το πεπόνι, το κουνουπίδι, η μπάμια, η σόγια, το μαρούλι, το λινάρι, το λούπινο, η ρίγανη, διάφορα ανθοκομικά φυτά (κυρίως γαριφαλιά, χρυσάνθεμο και ζέρμπερα), ψυχανθή όπως είναι το φασόλι, η μηδική, η φάβα, τα κουκιά, ο αρακάς και άρκετά αυτοφυή είδη. Σε σπάνιες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να προσβάλλει και καρποφόρα δένδρα.
Ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης
Το πράσινο σκουλήκι ευνοείται σημαντικά όταν:
- Επικρατούν θερμοκρασίες 25 - 30°C και άνω, καθώς έχει καταγωγή από τροπικά μέρη και προτιμά τις υψηλές θερμοκρασίες. Σε αυτές τις θερμοκρασίες, επίσης, οι φυσικοί του εχθροί δεν μπορούν να αναπτυχθούν.
- Η χρονιά έχει λίγες βροχοπτώσεις και ήπιο χειμώνα.
- Επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες και ζέστη κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
- Το καλοκαίρι επικρατεί δροσερός καιρός.
Ζημιές στις βαμβακοκαλλιέργειες από το πράσινο σκουλήκι
Το πράσινο σκουλήκι αποτελεί σημαντικό εχθρό σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας καθώς είναι πολυφάγο και τρέφεται με πολυάριθμες καλλιέργειες. Η ζημιά στις καλλιέργειες προκαλείται από τις προνύμφες του εντόμου οι οποίες κατατρώγουν όλα τα πράσινα μέρη των φυτών που προσβάλλουν καταστρέφοντάς τα. Οι ζημιές που προκαλούν συνήθως είναι τοπικές και περιορισμένης έκτασης. Ωστόσο, αυτό σχετίζεται με τη χρονιά, καθώς όταν επικρατούν ιδανικές συνθήκες μπορεί να εμφανίζουν πιο εκτεταμένες ζημιές.
Στο βαμβάκι οι κάμπιες του πράσινου σκουληκιού τρέφονται με τα φύλλα, τα χτένια, τα άνθη και τα καρύδια των φυτών. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις οι κάμπιες του εντόμου μπορεί να εισέλθουν στο εσωτερικό του καρυδιού προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ζημιά. Οι ζημιές στο βαμβάκι είναι σημαντικότερες όταν γίνουν σε πρώιμο στάδιο και το φυτό δεν έχει το χρόνο να αναπληρώσει τα προσβεβλημένα καρύδια. Επιπλέον, οι προνύμφες του πράσινου σκουληκιού χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλή ικανότητα ανάπτυξης ανθεκτικότητας στις δραστικές ουσίες των εντομοκτόνων σκευασμάτων με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο η διαχείριση και η αντιμετώπισή τους.