Το ζωικό κεφάλαιο και οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις της Ελλάδας συνεχώς μειώνονται γεγονός που προκαλεί ανησυχία στις αρμόδιες αρχές. Έτσι λοιπόν κρίνεται άμεσα η ανάγκη , να παρθούν μέτρα στήριξης για την αποφυγή ραγδαίας μείωσης της ζωικής παραγωγής στη χώρα μας, καθώς υπολογίζεται ότι κάθε μήνα περίπου 550 εκμεταλλεύσεις χάνονται. Η μείωση της παραγωγής κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών και λοιπών προϊόντων ζωικής προέλευσης θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων με επακόλουθη αύξηση κόστους των ζωικών προϊόντων και κατώτερη ποιότητα.
Τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την εξέλιξη της ζωικής παραγωγής
Βάσει των τελευταίων δεδομένων που παρέχει η ΕΛΣΤΑΤ, τα τελευταία τρία έτη (2020 έως 2022) ο αριθμός των καταγεγραμμένων κτηνοτροφικών ζώων και των εκμεταλλεύσεων είναι σημαντικά μειωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ενώ το 2021 ο ρυθμός μείωσης ήταν 0,3%, το 2021 εκτοξεύθηκε στο ποσοστό των 4,3%. Ωστόσο, η μείωση εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς οι δηλώσεις του ΟΣΔΕ δίνουν μια πολύ διαφορετική εικόνα σε σχέση με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και του Eurostat. Ταυτόχρονα οι κτηνοτρόφοι αναφέρουν ότι είναι πολλοί περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι εγκαταλείπουν τις περιοχές τους σε σχέση με τα στοιχεία που αναρτήθηκαν.
Η μεγαλύτερη πρόκληση των κτηνοτρόφων έγκειται στο υψηλό κόστος παραγωγής, κυρίως λόγο αύξησης της τιμής των ζωοτροφών, η οποία επιτρέπει στην επίτευξη της βιωσιμότητας μόνο των εκμεταλλεύσεων μεγάλου μεγέθους και των εκτροφών υψηλής παραγωγικότητας Επίσης, τα βοοειδή κρεοπαραγωγής αναμένεται να μειωθούν ακόμα περισσότερων έως το 2030 καθώς, λόγω της νέας ΚΑΠ και των ενισχύσεων δεν θα είναι κερδοφόρο για τους κτηνοτρόφους να διατηρούν και να αυξάνουν τα κοπάδια τους.
Πώς σχετίζεται η νέα ΚΑΠ με τη μείωση των εκτροφών βοοειδών;
Στην Ελλάδα ήδη το 85% του κόκκινου κρέατος είναι εισαγωγής γεγονός απολύτως αναμενόμενο καθώς οι επιδοτήσεις από τη νέα ΚΑΠ για τα βοοειδή ελευθέρας βοσκής είναι πολύ χαμηλές, ενώ ενισχύονται οι επιδοτήσεις εισαγωγής μοσχαριών τα οποία θα αναπτυχθούν για 5 μήνες, εντός της χώρας, και μετά θα καταναλωθούν. Ωστόσο, ένα άλλο μεγαλύτερο πρόβλημα γεννάται από αυτήν την πρωτοβουλία, καθώς μέχρι το 2030 η εκτροφές βοοειδών στην Ιρλανδία, τη Γαλλία και την Ολλανδία αναμένεται να μειωθούν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε να γίνεται εισαγωγή μοσχαριών από αυτές τις χώρες.
Είδη κατηγορίας και υφιστάμενη κατάσταση
1. Χοιροτροφία
Μείωση εμφανίστηκε στη χοιροτροφία των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της τάξεως των 7% το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών των ζωοτροφών, οι οποίες αφορούν το 70% του κόστους της εκτροφής, όπως επίσης και των επιπτώσεων της πανδημίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες είχε ως αποτέλεσμα πολλές χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις να αναγκαστούν να κλείσουν, παρόλο που εμφάνιζαν σταθερότητα την τελευταία δεκαετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 ο αριθμός των ζώων είχε αύξηση κατά 2,2% σε σχέση με το 2020.
Ωστόσο, ένας μεγάλος κίνδυνος της χοιροτροφίας που ανησυχεί τους παραγωγούς είναι η αφρικανική πανώλη των χοίρων. Μία ασθένεια η οποία σε περίπτωση προσβολής θα σημάνει το τέλος των εκτροφών.
2. Αγελαδοτροφία
Η αγελαδοτροφία εκτός από την πρόκληση που αντιμετωπίζει με τις μικρές ενισχύσεις και την έλλειψη του εργατικού δυναμικού, ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπη και με το αυξημένο κόστος παραγωγής. Έτσι λοιπόν δημιουργείται η ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας του κτηνοτροφικού κεφαλαίου ώστε να μπορέσει τελικά να εξασφαλιστεί και η βιωσιμότητά της.
Ενδεικτικά, βάσει των στοιχείων που έχει δώσει ο ΕΛΣΤΑΤ, η μείωση του αριθμού των αγελάδων το 2022 ήταν 5,3% και 2,8% το 2021. Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων βοοειδών μειώθηκε κατά 6,4% το 2022 και 6,3% το 2020.
3. Αιγοπροβατοτροφία
Βάσει των δεδομένων που παρέχει η ΕΛΣΤΑΤ, η μείωση του πλήθους των αιγοπροβάτων το 2022 ανήλθε στο 4,1% και το 2021 στο 0,4%. Ταυτόχρονα, μείωση παρουσίασε και ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα, η οποία ανήλθε σε 2,6% το 2022 και 7,8% το 2021. Επιπλέον, ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 5,6% το 2022 και κατά 0,4% το 2021. Τέλος, μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες κατά 3,9% το 2022 και κατά 9,8% το 2021.