Τα βοοειδή αποτελούν φυλές οι οποίες είναι διαδεδομένες στην κτηνοτροφική παραγωγή της Ελλάδας για αρκετούς λόγους. Οι βασικότεροι λόγοι είναι οι εξής:
Ο ελληνικός βούβαλος (Bubalus bubalis) αποτελεί υπό εξαφάνιση φυλή, με εκτιμώμενο πληθυσμό γύρω στα 4870 άτομα. Είναι άριστα εγκλιματισμένο στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αποτελεί αποτέλεσμα φυσικής γενετικής επιλογής και παράγει προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας.
Από το 2004 ιδρύθηκε ο “Συνεταιρισμός Βουβαλοτρόφων Ελλάδος” (Κ.Σ.Β.Ε.) που έχει ως στόχο τη διάδοση, προστασία και βελτίωση του ελληνικού βούβαλου. Η σημαντικότερη απειλή για την φυλή είναι η εισαγωγή άλλων φυλών από Ρουμανία και Βουλγαρία και η διασταύρωσή τους με αυτή. Όταν γίνεται παρατεταμένα τέτοιες διασταυρώσεις αρχίζει να μειώνεται η παραγωγικότητά τους και υπάρχει δυσκολία στην προσαρμογή τους στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Εκτρέφεται και για την άριστη ποιότητα κρέατος (χαμηλά ποσοστά λιπαρών και υψηλά επίπεδα σιδήρου) και για το γάλα του το οποίο είναι πλούσιο σε ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, φωσφόρο και άλλα μέταλλα και βιταμίνες.
Στην Ελλάδα εκτρέφεται κυρίως σε ελώδεις περιοχές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης.
Η φυλή Τζέρσεϋ έχει τόπο καταγωγής την Βρετανία (νησί Jersey) και επιλέγεται για το πλούσιο σε λίπος γάλα της (5,5 %). Είναι μικρόσωμη φυλή και προέρχεται από βοοειδή της Νορβηγίας και της Βρετανίας. Οι αγελάδες μπορεί να εμφανιστούν σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ και κάποιες φορές μπορεί στα άκρα τους να φέρουν λευκές κηλίδες. Οι ταύροι διαφοροποιούνται από τις σκοτεινές αποχρώσεις στον λαιμό, στα άκρα και στο κεφάλι.
|
||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Η γενετήσια ωριμότητα της φυλής είναι πρώιμη, η ενήβωση των ταυριδίων είναι 10 με 12 μήνες και η αναπαραγωγή των αγελάδων ξεκινάει περίπου μετά από 2 χρόνια. Τα νεογέννητα μοσχάρια είναι περίπου 25 με 30 κιλά.
Η φυλή Guernsey έχει καταγωγή από τη Γαλλία (νησί Guernsey) και είναι κατά βάση αγελάδα γαλακτοπαραγωγής. Είναι μικρόσωμη έως μέτριου μεγέθους φυλή, με μικρό κεφάλι και ο μαστός, στη φυλή αυτή, είναι καλά ανεπτυγμένος.
Καταναλώνει περίπου 30% λιγότερη ζωοτροφή ανά κιλό γάλακτος από τις περισσότερες γαλακτοπαραγωγικές φυλές καθώς εκμεταλλεύεται εξαιρετικά τη βόσκηση, ενώ παράγει γάλα με υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης και βήτα καροτίνης.
Η Guernsey είναι φυλή πρωιμότερη και με μικρότερη ξηρά περίοδο σε σχέση με τις μεγαλόσωμες φυλές.
Η φυλή Χολστάιν είναι αγαπητή φυλή λόγω της υψηλής της γαλακτοπεριεκτικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες φυλές που εκτρέφονται στην Ελλάδα και παγκοσμίως, και έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος. Επίσης, δίνει καλές αποδόσεις κρέατος, κατατάσσοντάς την σε φυλή συνδυασμένων αποδόσεων. Σύμφωνα με την Ένωση Φυλής Χολστάιν Ελλάδας τα χαρακτηριστικά της φυλής αυτής στις συνθήκες ανάπτυξης της Ελλάδας είναι:
|
||
|
|
|
|
||
|
||
|
|
Η περιεκτικότητα σε λίπος, πρωτεΐνη και λακτόζη στο γάλα που παράγει η φυλή Χολστάιν στις ελληνικές περιβαλλοντικές συνθήκες είναι η εξής:
|
||
|
|
|
|
|
|
|
|
Η ηλικία του πρώτου τοκετού είναι περίπου τα 2,3 έτη, ο αριθμός των γαλακτικών περιόδων είναι τα 2,9 έτη και η ηλικία απομάκρυνσης είναι τα 4,6 έτη. Η διάρκεια της παραγωγικής τους ζωής είναι περίπου οι 27 μήνες και το μεσοδιάστημα των τοκετών είναι οι 451 ημέρες.
Στην Ελλάδα η φυλή Χολστάιν έχει πληθυσμό περίπου γύρω στα 203.000 άτομα με τα 150.000 να είναι αρμεγόμενα και τα υπόλοιπα είναι ζώα αντικατάστασης.
Τα βοοειδή προσβάλλονται από πολλές ασθένειες οι οποίες είναι ως επί το πλείστον σοβαρές. Οι σημαντικότερες είναι οι εξής:
Η φυματίωση αποτελεί χρόνια λοιμώδη νόσο η οποία προκύπτει από το σχηματισμό φυματίων στα όργανα του σώματος. Προκαλείται από τον βάκιλο Mycobacterium tuberculosis ο οποίος έχει τρεις τύπους. Τα συμπτώματα της νόσου στα βοοειδή είναι παρόμοια με εκείνα του ανθρώπου. Η νόσος στα βοοειδή συνήθως εμφανίζεται όταν τα ζώα εκτρέφονται σε μεγάλους πληθυσμούς κάτω από δυσμενείς συνθήκες σταβλισμού και διατροφής.
Εμφανίζεται και σε βελτιωμένες φυλές και η είσοδός του στον οργανισμό γίνεται από κυρίως μέσω του νερού, της τροφής αλλά και τον αέρα. Η νόσος στα βοοειδή ξεκινάει κυρίως από τους πνεύμονες. Ο βάκιλος αναπτύσσεται σε αλλοιώσεις που δημιουργούνται στις εστίες της λοίμωξης και στους λεμφαδένες απ’ όπου αρχίζει να δημιουργεί μικρά ογκίδια ή οζίδια από τη συνεχή του ανάπτυξη, τα οποία δημιουργούν στη συνέχεια τα φυμάτια. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα φυμάτια ενώνονται και δημιουργούν τα κοκκιώματα τα οποία μπορεί μέχρι και να καταστρέψουν ολόκληρα όργανα.
Η διάγνωση της ασθένειας γίνεται όταν η προβολή είναι εκτεταμένη καθώς έχει αργή ανάπτυξη και εξάπλωση στον οργανισμό. Όταν η προσβολή γίνεται σε όργανα όπως το ήπαρ και οι πνεύμονες παρατηρείται στα ζώα αδυνάτισμα, ανορεξία και πυρετός με βήχα. Επίσης οι λεμφαδένες με μια απλή ψηλάφηση φαίνεται ότι είναι διογκωμένοι, το οποίο αποτελεί τυπικό σύμπτωμα της νόσου.
Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης της νόσου στα βοοειδή είναι πολύ επικίνδυνη η διάδοσή της στα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής, όπως επίσης αποτελούν κίνδυνο και για τους ανθρώπους οι οποίοι έρχονται σε επαφή μαζί τους. Η διάγνωση της ασθένειας γίνεται συνήθως μέσω της μεθόδου του φυματισμού που στηρίζεται στην αλλεργική αντίδραση του ζώου στη φυματίνη η οποία εκδηλώνεται με πυρετό, εξοίδηση (η αύξηση του όγκου κάποιου τμήματος του σώματος που οφείλεται κυρίως σε παθολογικές αιτίες) πάνω από 3 χιλιοστά και άλγος. Όταν ο φυματισμός είναι θετικός τότε τα ζώα αυτά στέλνονται στο σφαγείο και γίνεται απολύμανση του στάβλου.
Ο πυρετός Q οφείλεται στο βακτήριο Coxiella burnetii και εμφανίζεται κυρίως στα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα. Είναι ανθεκτικό βακτήριο ως προς την επιβίωσή του στο εξωτερικό περιβάλλον και μπορεί να είναι έως και χρόνια ενεργό σε επιφάνειες. Το βακτήριο μπορεί να εντοπιστεί και στο γάλα το οποίο καταστρέφεται σε θερμοκρασίες άνω των 73oC για πάνω από 15 δευτερόλεπτα. Η νόσος μεταδίδεται σε δύο κύκλους:
Η αποβολή του βακτηρίου Coxiella burnetii από τον οργανισμό γίνεται μέσω των κοπράνων, των ούρων, το αίμα, τον πλακούντα και των κολπικών εκκρίσεων. Η νόσος μεταδίδεται και στον άνθρωπο καθ’ όλα τα στάδια μέχρι το σφαγείο.
Στα βοοειδή συνήθως η νόσος προκαλεί μειωμένη ικανότητα γονιμοποίησης, αποβολές ή γέννηση ελλιποβαρών μόσχων. Εντοπίζεται στους μαστούς, στον πλακούντα, τη μήτρα και τους μαστικούς λεμφαδένες. Μπορεί να γίνει αιματολογική εξέταση για τον εντοπισμό της ασθένειας και με PCR.
Αν διαπιστωθεί η ύπαρξη της ασθένειας τότε οι εκτροφές θα πρέπει να παραμείνουν μακριά από κατοικημένες περιοχές μέχρι να γίνει έλεγχος των ζώων και τα νοσούντα ζώα να παραμένουν σε καραντίνα. Όσα ζώα είναι έτοιμα να γεννήσουν θα πρέπει να γίνεται σε κλειστό χώρο με κατάλληλη διαχείριση των εμβρυϊκών υμένων και της στρωμνής και έπειτα πρέπει να γίνεται απολύμανση του χώρου. Τα νεογέννητα μαζί με τις μητέρες τους χρειάζεται να παραμένουν σε απομόνωση για 14 ημέρες. Γενικότερα, θα πρέπει να γίνει απολύμανση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται και να τηρούνται αυστηρά όλα τα μέτρα υγιεινής (κυρίως απολύμανση των χεριών, αποφυγή καπνίσματος, κατανάλωσης φαγητού και νερού) μετά από οποιοδήποτε χειρισμό με τα ζώα. Τέλος, το γάλα αυστηρά θα πρέπει να παστεριώνεται.
Η βεσνοϊτίωση ή ελεφαντίαση αποτελεί διαδεδομένη ασθένεια των βοοειδών κυρίως στην Ευρώπη. Προκαλείται κυρίως από το πρωτόζωο Besnoitia besnoiti το οποίο έχει ενδιάμεσους ξενιστές εκτός από τα βοοειδή και κάποια άγρια θηλαστικά. Συνήθως, η μετάδοση της ασθένειας είναι εντονότερη κατά τους μήνες που έχουν υψηλότερες θερμοκρασίες.
Η νόσος έχει κατά βάση δύο μορφές,
Στη περίπτωση σοβαρών προσβολών τα συμπτώματα μπορεί να ξεκινούν με απλό πυρετό, αδιαθεσία και οιδήματα και μπορεί να συνεχίσουν σε εμφανείς κύστες στο δέρμα, τους βλεννογόνους και στους οφθαλμούς. Η διάγνωση της ασθένειας μπορεί να γίνει με ορολογικές δοκιμές (για παράδειγμα η ELISA), με PCR ή κυτταρολογικές εξετάσεις.
Η ασθένεια δεν θεραπεύεται με φάρμακα ή εμβόλια και δεν φαίνεται να προσβάλει τον άνθρωπο.
Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια είναι νευρολογική ασθένεια των βοοειδών η οποία βαθμιαία κλιμακώνεται (μπορεί να εμφανιστούν και μετά από 6 χρόνια από τη μέρα της προσβολής). Η επικρατέστερη άποψη για τα αίτια της ασθένειας είναι οι πρωτεΐνες πράιον (prion). Το βασικότερο σύμπτωμα που παρατηρείται είναι η αδυναμία συντονισμού κινήσεων, η νευρικότητα και η επιθετικότητα.
Στο μεσοδιάστημα από την προσβολή έως την εμφάνιση της ασθένειας δεν μπορεί να γίνει διάγνωση και όταν γίνει δεν υπάρχει μέθοδος θεραπείας της ασθένειας με εμβόλιο ή φάρμακο. Ο θάνατος της αγελάδας μπορεί να γίνει εντός 2 εβδομάδων έως μισό χρόνο. Η πιστοποίηση της ύπαρξης γίνεται κατά κύριο λόγο μετά το θάνατο του ζώου, με τον εγκέφαλο να έχει σπογγώδη μορφή.
Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται από μια άρρωστη αγελάδα σε άλλη μέσω των ζωοτροφών. Ο άνθρωπος δεν νοσεί από την ασθένεια ακόμα και αν καταναλώσει γάλα από νοσούσα αγελάδα.
Μαστίτιδα καλείται η ασθένεια των αγελάδων που προκαλείται από την μόλυνση του μαστού από παθογόνους μικροοργανισμούς. Η μαστίτιδα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής γάλακτος, την αλλοίωση της σύστασής του και την μόλυνση του με μικροοργανισμούς. Είναι ασθένεια με σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή του ζώου καθώς μπορεί να επιφέρει μόνιμη ή παροδική μόλυνση του μαστού, έως και θάνατο. Περίπου το 40 με 60% των αγελάδων υψηλής γαλακτοπαραγωγής προσβάλλονται από μαστίτιδα.
Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις μαστίτιδας αναλόγως με τις επιπτώσεις της μόλυνσης:
Τα αίτια της μαστίτιδας συνήθως οφείλονται σε πολλούς παράγοντες με κυριότερους τους παρακάτω:
Αποτελεί ίσως την πιο σοβαρή ασθένεια των αγελάδων σε σχέση με τις οικονομικές απώλειες που υπολογίζεται ότι επιφέρουν. Επίσης οι μικροοργανισμοί που προκαλούν τη νόσο προσβάλλουν και τον άνθρωπο, συνεπώς είναι απαραίτητο να γίνεται παστερίωση πριν την κατανάλωση του γάλακτος. Ωστόσο πολλές τοξίνες των μικροοργανισμών αυτών είναι θερμοανθεκτικές με αποτέλεσμα μετά την παστερίωση να επιβιώνουν και να υποβαθμίζουν τη θρεπτική αξία του γάλακτος.
Η βρουκέλλωση είναι νόσος του γεννητικού συστήματος που οφείλεται στο βακτήριο Brucella abortus. Το βακτήριο μπορεί να προσβάλει και άλλα όργανα όπως οι μαστοί και οι αρθρώσεις και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποβολών και τη στειρότητα.
Το παθογόνο εισέρχεται κυρίως από τέσσερις εισόδους:
Και οι μόσχοι μπορεί να μολυνθούν από το βακτήριο ήδη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και από μολυσμένο πρωτόγαλα κατά τον θηλασμό. Τυπικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η αποβολή μόνο κατά τον πρώτο τοκετό. Παρ’ ότι στους επόμενους τοκετούς δεν πραγματοποιείται αποβολή, κατά βάση τα νεογνά είναι ήδη μολυσμένα και γεννιούνται πρόωρα. Άλλα συμπτώματα της ασθένειας είναι η στειρότητα, η ενδομητρίωση, η ορχίτιδα και η αρθρίτιδα. Η βρουκέλλωση των βοοειδών μεταδίδεται και στον άνθρωπο μέσω της τροφής (γάλα και κρέας μολυσμένων ζώων).
Τα μέτρα προστασίας κατά της βρουκέλλωσης είναι:
Κύρια συμπτώματα της νόσου είναι ο υψηλός πυρετός (έως 42oC), η ανορεξία, δυσκολία στην αναπνοή, έντονη δακρύρροια και μείωση ροής του σάλιου. Τα συμπτώματα της πανώλης στα βοοειδή διαρκούν περίπου 2 με 3 ημέρες. Μετά το πέρας των 3 ημερών ξεκινούν τα γαστρεντερικά συμπτώματα με αιμορραγική διάρροια, με αποτέλεσμα την αφυδάτωση του ζώου. Ο θάνατος του ζώου είναι αναπόφευκτος και επέρχεται έπειτα από 8 με 12 ημέρες.
Προκαλείται από μια ιογενή ασθένεια της οικογένειας Picornaviridae και είναι ικανή να προσβάλει χοίρους, αιγοπρόβατα και βοοειδή. Η ασθένεια του αφθώδη πυρετού είναι άκρως μεταδοτική και άκρως μολυσματική (αρκεί ένα σωματίδιο για να υπάρξει μόλυνση). Ο κτηνοτρόφος οφείλει να ενημερώσει τις τοπικές αρχές με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων (Νόμος 4235/2014 ΦΕΚ Α32, ΒΔ 26/3/1936 ΦΕΚ Α174, ΠΔ133/1992 ΦΕΚ Α66). Ο γρήγορος εντοπισμός της ασθένειας θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έγκαιρη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της.
Στα βοοειδή τα συμπτώματα που παρατηρούνται είναι: κατάπτωση, μειωμένη όρεξη, πυρετός και μείωση της παραγωγής γάλακτος. Επίσης παρατηρούνται συμπτώματα στοματίτιδας με έκκριση σάλιου και έντονο τρίξιμο των δοντιών λόγω του πόνου που νιώθει το ζώο από τα έλκη στη στοματική κοιλότητα, τα άκρα του και στις θηλές των μαστών. Τέλος μπορεί να επέλθει θάνατος από μυοκαρδίτιδα, ενώ οι έγκυες αγελάδες που έχουν προσβληθεί από τον ιο μπορεί να αποβάλουν.
Ο ιός μπορεί να εισέλθει στον οργανισμό:
Η μετάδοση του ιού στα ζώα προκαλείται:
Ο ιός, από τη στιγμή που θα μολύνει το ζώο χρειάζεται από 2 - 14 ημέρες χρονικό διάστημα για την επώασή του, συνήθως όμως χρειάζεται 6 ημέρες. Τα συμπτώματα του αφθώδη πυρετού είναι ο υψηλός πυρετός και η εμφάνιση φυσαλίδων στο ρύγχος και τα άκρα του ζώου. Η πιθανότητα μετάδοσης του ιού ανέρχεται στο 100% ενώ όσον αφορά τα ποσοστά θνησιμότητας, τα νεαρά ζώα έχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας (20% πιθανότητα θανάτου) σε σχέση με τα ενήλικα ζώα τα οποία συνήθως επιβιώνουν (1-5% πιθανότητα θανάτου). Ο αφθώδης πυρετός είναι μια πολύ επώδυνη κατάσταση για τα ζώα και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ακινητοποίηση του ζώου πριν την εξέταση.
Σε περίπτωση υποψίας ή και επιβεβαίωσης της εμφάνισης της ασθένειας οι κτηνίατροι των τοπικών κτηνιατρικών αρχών πριν την μετάβασή τους στην εκμετάλλευση θα πρέπει να επικοινωνούν µε το Τμήμα Λοιμωδών και Παρασιτικών Νοσημάτων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων και τη Διεύθυνση Κτηνιατρικού Κέντρου Αθηνών, Τµήµα Μοριακής Διαγνωστικής, Αφθώδη Πυρετού, Ιολογικών, Ρικετσιακών και Εξωτικών Νοσηµάτων, Εργαστήριο Αφθώδη, ώστε να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για τη διαδικασία της δειγματοληψίας και της αποστολής των δειγμάτων.
Κάποια από τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν είναι:
Η ασθένεια του αφθώδη πυρετού προκαλεί έμμεση ζημία στον κτηνοτρόφο μέσω της μείωσης της παραγωγής, της αύξησης των ποσοστών θνησιμότητας, και μέσω της αύξησης του κόστους λόγω του υψηλού κόστους εφαρμογής μεθόδων αντιμετώπισης της ασθένειας.