Για τη σπορά του κολοκυθιού, υπάρχουν διαφορές ανάλογα με το σύστημα καλλιέργειας που έχει επιλεχθεί, καθώς και ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές. Οι σπόροι του κολοκυθιού είναι δυνατόν να σπαρθούν απευθείας στο έδαφος εφόσον θα έχουν επέλθει οι παγετοί. Ειδάλλως, γίνεται να σπαρθούν σε σπορεία μέχρι τη μεταφύτευσή τους στη τελική τους θέση στον αγρό. Η διαδικασία φύτευσης των σπόρων στις υπαίθριες καλλιέργειες ξεκινάει κατά την περίοδο προς τα τέλη του χειμώνα και συνεχίζεται μέχρι τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Για την καλλιέργεια θερμοκηπιακού κολοκυθιού η διαδικασία της σποράς ξεκινά από την περίοδο του Οκτωβρίου και συνεχίζεται μέχρι και το τέλος του Νοέμβρη στις πρώιμες σπορές. Στις όψιμες σπορές, η σπορά ξεκινά από τον Ιανουάριο και συνεχίζεται έως και τέλος Φεβρουαρίου.
Αυτή η πρακτική είναι ευρέως διαδεδομένη και προτιμάται να αξιοποιείται για την επίτευξη πρωίμισης της παραγωγής, οικονομίας σε σπόρο καθώς επίσης και για άλλους λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, οι σπόροι του κολοκυθιού σπέρνονται στο φυτώριο σε ατομικά γλαστράκια, δίσκους σποράς, κύβους εδάφους ή σακουλάκια σποράς. Με την ιδανική θερμοκρασία για την βλάστηση των σπόρων να κυμαίνεται στους 30-35°C και την ελάχιστη προαπαιτούμενη θερμοκρασία για τη βλάστηση τους να κυμαίνεται μεταξύ 13-14°C, ο χρόνος που απαιτείται για την προετοιμασία των σποροφύτων κολοκυθιάς στο σπορείο υπολογίζεται πως παίρνει περίπου 4-5 εβδομάδες, ανάλογα με την εποχή του έτους και τις συνθήκες που επικρατούν στο φυτώριο. Απαιτούνται κατά μέσο όρο 375-500 γραμμάρια σπόρου για τη φύτευση ενός στρέμματος, ανάλογα με την ποικιλία και τις αποστάσεις φύτευσης.
Τα σπορόφυτα είναι έτοιμα για να μεταφυτευτούν στην τελική τους θέση στο χωράφι όταν θα έχουν αποκτήσει αποκτήσει 3-5 πραγματικά φύλλα. Πριν τη μεταφύτευσή τους στην τελική τους θέση προηγείται μειώνεται η υγρασία και η θερμοκρασία στο περιβάλλον σταδιακά, μια πρακτική που αξιοποιείται με σκοπό τη σκληραγώγηση των φυτών. Το κολοκύθι είναι ευαίσθητο στο στρες που προκαλείται από τη μεταφύτευση και για αυτό το λόγο συστήνεται με τη μεταφύτευση της καλλιέργειας να γίνεται εφαρμογή θρεπτικού διαλύματος με βιοδιεγέρτη που προάγει τη ριζοβολία για τη μείωση των αρνητικών αυτών επιπτώσεων στα φυτά.
Τα φυτά της κολοκυθιάς φυτεύονται σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, οι οποίες είναι μεταξύ 1-1,2 μέτρα απόσταση μεταξύ των γραμμών και 50-80 εκατοστά μεταξύ των φυτών. Ο μέσος αριθμός φυτών ανά στρέμμα κυμαίνεται μεταξύ 1100 και 1400 φυτών.
Αποστάσεις φύτευσης κολοκυθιού
Αν οι σπόροι του κολοκυθιού σπαρθούν απευθείας στην τελική τους θέση στο χωράφι, τότε αυτοί θα πρέπει να σπέρνονται στα βαριά εδάφη σε βάθος περίπου ίσο με 2,5 εκατοστά, ενώ στα ελαφρώς σύστασης εδάφη το βάθος σποράς μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 5 εκατοστά. Η εν λόγω διαδικασία είναι δυνατόν να γίνει και με το χέρι, πρακτική η οποία προτιμάται κυρίως στην περίπτωση των μικρών σε έκταση αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Όμως γίνεται να ολοκληρωθεί και με τη χρήση ειδικών σπαρτικών μηχανών οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη ακρίβεια την οποία προσφέρουν, μειώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την ανάγκη εφαρμογής αραιώματος των φυτών και συνεπώς μειώνοντας το τελικό κόστος της καλλιέργειας.
Το κολοκύθι είναι μια καλλιέργεια η οποία χαρακτηρίζεται από σχετικά αυξημένες ανάγκες σε νερό άρδευσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορεί να ανεχτεί υπερβολικά ποσοστά υγρασίας στο έδαφος. Η συχνότητα των αρδεύσεων κυμαίνεται ανάλογα με το μέγεθος και το στάδιο της καλλιέργειας καθώς και με βάση τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν. Για παράδειγμα, όταν η καλλιέργεια είναι ακόμα μικρή σε μέγεθος και επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες, συστήνεται η καλλιέργεια να αρδεύεται κάθε 3-4 ημέρες κατά μέσο όρο. Στην περίπτωση που η καλλιέργεια είναι ήδη αρκετά ανεπτυγμένη και επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, τότε κατά μέσο όρο απαιτείται άρδευση κάθε 1-2 ημέρες.
Όταν τα φυτά βρίσκονται ακόμα στο σπορείο, τότε προτείνεται να επαναλαμβάνεται το πότισμά τους κάθε 1-2 ημέρες, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον, ενώ μετά τη μεταφύτευσή τους στην τελική τους θέση συστήνεται να ποτίζονται κάθε 2-3 ημέρες με μικρό όγκο νερού. Η συχνότητα αυτή αυξάνεται φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να γίνεται καθημερινή άρδευση της καλλιέργειας κατά τους θερμότερους μήνες του έτους, ανάλογα πάντα με το στάδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας, με πιο απαιτητική περίοδο σε νερό άρδευσης να είναι κατά το στάδιο της άνθισης.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται καθώς παρόλο που το κολοκύθι είναι φυτό επιπολαιόριζο και απαιτεί την ύπαρξη υγρασίας στα επιφανειακά στρώματα εδάφους (30-35 εκατοστά), η ύπαρξη πολύ υψηλών ποσοστών υγρασίας στο έδαφος προωθούν την προσβολή της καλλιέργειας από μυκητολογικές ασθένειες. Επίσης θα πρέπει να δίνεται προσοχή ώστε κατά την άρδευση να μην βρέχεται το φύλλωμα των κολοκυθιών, καθώς και αυτό μπορεί να συμβάλει στην εμφάνιση προσβολών από μυκητολογικές και βακτηριολογικές ασθένειες.
Το κολοκύθι δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό όσον αφορά τη θρέψη του και τις απαιτήσεις του σε θρεπτικά στοιχεία. Ωστόσο αποτελεί σημαντική πρακτική και απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη υψηλής παραγωγής.
Η καλλιέργεια του κολοκυθιού αντιδρά θετικά στη χορήγηση λιπάσματος που είναι πλούσιο σε οργανική ουσία (κυρίως χωνεμένη κοπριά) και χημικά λιπάσματα. Για τη σύνθεση ορθού προγράμματος θρέψης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση να έχει προηγηθεί χημική ανάλυση του εδάφους η οποία θα βοηθήσει στη σωστή επιλογή ποσότητας των λιπασμάτων. Η βασική λίπανση αξιοποιείται κυρίως με σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες της καλλιέργειας σε φωσφόρο και σε ένα ποσοστό σε κάλιο (συνήθως το μισό της συνολικής ποσότητας που απαιτείται από την καλλιέργεια). Επίσης γίνεται και προσθήκη ενός ποσοστού αζώτου (συνήθως το μισό ή το ένα τρίτο της συνολικής ποσότητας) με τη βασική λίπανση.
Η επιφανειακή λίπανση αποτελεί εξίσου απαραίτητη πρακτική η οποία εξασφαλίζει την παροχή της υπολειπόμενης ποσότητας λιπασμάτων που απαιτείται στην καλλιέργεια. Γίνεται με την προσθήκη αζώτου και καλίου σε αναλογία 1:1. Στην επιφανειακή λίπανση χορηγείται συνήθως η υπολειπόμενη ποσότητα αζώτου και καλίου που δεν προστέθηκε στη βασική λίπανση. Επίσης μια άλλη πρόταση λίπανσης είναι μέσω του συστήματος άρδευσης (υδρολίπανση) κατά την οποία χορηγούνται στην καλλιέργεια λιπάσματα γρήγορου ρυθμού αποδέσμευσης με σκοπό τη γρήγορη αφομοίωση των θρεπτικών στοιχείων από την καλλιέργεια.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Κατά την καλλιέργεια της κολοκυθιάς θα πρέπει να δίνεται προσοχή ώστε να μην γίνεται χορήγηση αζώτου σε μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες ποσότητες καθώς αποτελεί σημαντική αιτία ανάπτυξης ασθενειών.
Η συγκομιδή του καρπού του κολοκυθιού γίνεται όταν είναι ακόμη ανώριμοι και έχουν αποκτήσει το εμπορεύσιμο τους μέγεθος, με συνηθέστερο μέγεθος να είναι 8-15 εκατοστά. Η συγκομιδή αρχίζει 30-60 ημέρες μετά τη σπορά και εξαρτάται από την ποικιλία και τις επικρατούσες θερμοκρασίες. Η συχνότητα της συγκομιδής καθορίζεται από την εποχή και γίνεται ανά 2 ή 4 ημέρες. Η διαδικασία της συγκομιδής αρχίζει από τον Μάιο και διαρκεί μέχρι τον Νοέμβριο, λόγω της σταδιακής φύτευσης. Η διάρκεια που παραμένει η καλλιέργεια στο έδαφος είναι 4-5 μήνες.
Ο καρπός κόβεται στον ποδίσκο, ώστε να μειωθεί η απώλεια υγρασίας, κι έτσι διατηρείται νωπός και δροσερός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μετά τη συγκομιδή. Ο βέλτιστος τρόπος συγκομιδής είναι είτε με μαχαίρι είτε με κλαδευτήρι, ώστε να μειωθούν οι τραυματισμοί που θα έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του προϊόντος.
Οι καρποί δεν θα πρέπει να παραμένουν πάνω στο φυτό μετά την εμπορική τους ωριμότητα καθώς υποβαθμίζονται ποιοτικά και μειώνεται η εμφάνιση νέων ανθέων. Τέλος, η συγκομιδή θα πρέπει να γίνεται πρωινές ώρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Οι αποδόσεις κυμαίνονται από 2,3 - 3,5 τόνοι/στρέμμα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Μετά τη συγκομιδή, οι καρποί του καλοκαιρινού κολοκυθιού πρέπει να φτάσουν γρήγορα στον καταναλωτή, γιατί δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπάρχει ανάγκη διατήρησης για περισσότερο καιρό τότε οι πιο κατάλληλες συνθήκες διατήρησης είναι: θερμοκρασία 5-10 οC και σχετική υγρασία 93-96%. Ο χρόνος διατήρησης κυμαίνεται από 5 έως 14 ημέρες.