Η καλλιέργεια της δαμασκηνιάς γίνεται σε όλο τον κόσμο. Ανήκει στην οικογένεια Rosaceae, συγκεκριμένα στο γένος Prunus, που περιλαμβάνει είδη από Ασία, Ευρώπη και Αμερική. Καλλιεργείται για τα καρπούς της, οι οποίοι τρώγονται ξεροί ή και αποξηραμένοι.
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια της δαμασκηνιάς γίνεται κυρίως στη Φθιώτιδα, Εύβοια, Μαγνησία, Κοζάνη, Φλώρινα, Χαλκιδική και Λέσβο. Τα κυριότερα κέντρα της είναι οι νομοί Φθιώτιδας, Μαγνησίας , Κοζάνης και Λέσβου.
Είναι φυλλοβόλο δέντρο με απλά φύλλα, ο καρπός δρύπη και τα άνθη λευκά. Το χρώμα του φλοιού διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία αλλά συνήθως είναι κίτρινο προς μελανό.
Η διάκριση των οφθαλμών της γίνεται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους, έχουν σχήμα κωνικό οξύ και δεν διακρίνονται μεταξύ τους μακροσκοπικά. Τα άνθη είναι λευκά και η παραγωγή τους γίνεται πριν από την έκπτυξη των φύλλων από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Ο κορμός τους σκεπάζεται μ' ένα μαύρο φλοιό, που παρουσιάζει ρωγμές. Ο καρπός είναι δρύπη διαφορών σχημάτων (σφαιρικό, ωοειδές, ελλειψοειδές, καρδιόσχημο και κωνικό) και πάντα εκπύρηνος ή συμπύρηνος, σε μερικές ποικιλίες με αιχμηρή κορυφή και μέτρια ελκυστικός.
Το χρώμα του φλοιού ποικίλει από κίτρινο έως μελανό ανάλογα με την ποικιλία. Η σάρκα είναι συνήθως συνεκτική κίτρινη χρυσοκίτρινη, πρασινοκίτρινη ή κόκκινη ή κίτρινη-ροζέ ή πράσινη ή κεχριμπαρί χυμώδης γλυκιά όξινη ή υπόξινη και αρωματική. Το προσδόκιμο ζωής των συγκεκριμένων δέντρων είναι περίπου 30 χρόνια.
Οι ποικιλίες της δαμασκηνιάς διακρίνονται στις Ευρωπαϊκές και τις Ιαπωνικές:
Ευρωπαϊκές δαμασκηνιές:
Προύνος ο κερασιόκαρπος (Prunus cerasifera)
Γνωστό και σαν μυροβάλανος, έχει ύψος περίπου 10μ. και παράγει μικρά δαμάσκηνα κόκκινου ή κίτρινου χρώματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σαν υποκείμενο.
Προύνος ο ήμερος (Prunus domestica)
Έχει όρθια κλαδιά, άσπρα λουλούδια και ωοειδή δερματώδη φύλλα, με χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Η σάρκα των καρπών αποσπάται εύκολα από τον πυρήνα (κουκούτσι). Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ευρώπη προέρχονται από αυτό είδος. Πολλές από αυτές παράγουν φρούτα τα οποία είτε τρώγονται νωπά είτε αποξηραίνονται για την παρασκευή μαρμελάδων και ζελέ.\
Από τις ποικιλίες της ήμερης δαμασκηνιάς (Prunus domestica) αναφέρουμε τις εξής:
Πραγματικές δαμασκηνιές:
«Δαμάσκηνα Σκοπέλου», «Δαμάσκηνα d' Agen», «γερμανική δαμασκηνιά», «Stanley», «President», «Bluefre», όλα τα τυπικά δαμάσκηνα με ωοειδές σχήμα, μοβ-κόκκινη φλούδα και κίτρινη ή κιτρινοπράσινη σάρκα, η οποία αποσπάται εύκολα από τον πυρήνα. Τα δαμάσκηνα αυτά τρώγονται νωπά και επίσης είναι κατάλληλα για αποξήρανση και μαρμελάδες.
Μιραμπέλες:
Μικρά στρογγυλά δαμάσκηνα, κίτρινου χρώματος, με μαλακή σάρκα, που τρώγονται νωπά αλλά χρησιμοποιούνται επίσης για κομπόστες και μαρμελάδες.
Ρεγκλότες (ReinesClaudes)
Από τις πιο γνωστές ρεγκλότες είναι αυτές που έχουν σφαιρικό σχήμα και πράσινο χρώμα, αλλά υπάρχουν και ποικιλίες με σκούρο μπλε χρώμα. Έχουν σκληρή σάρκα και τρώγονται νωπά αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κομπόστες και μαρμελάδες.
Προύνος ο εμβόλιμος (Prunus insititia)
Γνωστό και σαν κορομηλιά ή τζανεριά, το είδος αυτό είναι ένα μικρό δέντρο ύψους 2μ. περίπου, με κλαδιά που φέρουν χνούδι και μεγάλα μοβ ή κίτρινα φρούτα. Χρησιμοποιείται και σαν υποκείμενο.
Ιαπωνικές δαμασκηνιές:
Προύνος ο ιτεόμορφος (Prunus salicina)
Έχει κλαδιά που κρέμονται, λεπτά, λογχοειδή φύλλα και άσπρα λουλούδια. Η σάρκα των φρούτων είναι σκληρή και προσκολλημένη στον πυρήνα. Τα δαμάσκηνα αυτά τρώγονται μόνο νωπά. Οι ιαπωνικές δαμασκηνιές είναι περισσότερο παραγωγικές από τις ευρωπαϊκές.
«Burbank» με μεγάλα, κόκκινα φρούτα και σκληρή σάρκα (αυτόστειρη)
«Florentia», «Shiro» με σφαιροειδή φρούτα, σάρκα και φλούδα κίτρινες (αυτόσειρες)
«SantaRosa» με μεγάλα, στρογγυλά, κόκκινα φρούτα.
Πολλές ιαπωνικές δαμασκηνιές είναι αυτόστειρες: Για να καταφέρουν να γονιμοποιηθούν και να καρποφορήσουν, θα πρέπει να φυτευθεί δίπλα στην αυτόστειρη ποικιλία μια δαμασκηνιά άλλης ποικιλίας που να μπορεί να την γονιμοποιήσει. Το φαινόμενο αυτό είναι λιγότερο συχνό στις ευρωπαϊκές ποικιλίες.
Η σπορά γίνεται αποκλειστικά για την παραγωγή υποκειμένων. Οι ποικιλίες παρουσιάζονται με εμβολιασμό με «κοιμώμενο οφθαλμό» τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Το υποκείμενο που χρησιμοποιείται συχνότερα για τη δαμασκηνιά είναι ο Προύνος ο κερασιοφόρος (Prunus cerasifera), κοινώς μυροβάλανος, παρά την παραλλακτικότητα που παρουσιάζει κατά την ανάπτυξη του (κοινό χαρακτηριστικό όλων των σπορόφυτων). Παρουσιάζει αντοχή στα συνεκτικά εδάφη, είναι ανθεκτικό στη φυτόφθορα, ευαίσθητο στο νηματώδη M. incognita και ο πολλαπλασιασμός του γίνεται με σπόρο.
Η ανάπτυξη της δαμασκηνιάς που εμβολιάζεται πάνω σε μυροβάλανο γίνεται πολύ καλά και το δέντρο προσαρμόζεται ακόμα και σε υγρά και βαριά εδάφη. Άλλα υποκείμενα είναι η ροδακινιά, η αμυγδαλιά και τα σπορόφυτα, από ποικιλίες ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς. Υπάρχουν επίσης άριστα υποκείμενα με τα αρχικά ΕΜ ή GF, τα οποία έχουν δημιουργηθεί σε πειραματικούς δεντροκομικούς σταθμούς.
Η δαμασκηνιά καρποφορεί σε μεικτούς βλαστούς και λεπτοκλάδια του προηγούμενου έτους καθώς και σε ροζέτες οι οποίες ζούνε έως 3 χρόνια. Το πότε θα μπει το δένδρο στην καρποφορία εξαρτάται από το υποκείμενο και την ποικιλία. Γενικά, ζωηρά υποκείμενα οδηγούν σε μακροχρόνια νεανική περίοδο (περίοδος ακαρπίας), ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τα νάνα υποκείμενα. Η δαμασκηνιά καρποφορεί κάθε χρόνο, υπάρχουν όμως και ποικιλίες, όπως η Sugar, που παρενιαυτοφορούν.
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες της Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς ανάλογα με τις ανάγκες επικονίασής τους, διακρίνονται σε αυτογόνιμες, μερικώς αυτογόνιμες (δίνουν ικανοποιητικές σοδειές, αν εξασφαλιστεί σταυρεπικονίαση) και αυτόστειρες (παράγουν καρπούς μόνον αν τους εξασφαλιστεί σταυρεπικονίαση) και θεωρούνται αλληλοσυμβιβαστές (αλληλογόνιμες), ενώ της Ιαπωνικής δαμασκηνιάς οι πιο πολλές είναι αυτόστειρες και ελάχιστες μερικώς αυτογόνιμες, όμως αλληλοσυμβιβαστές.
Οι ποικιλίες της Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς είναι ακατάλληλες ως επικονιάστριες των ποικιλιών της Ιαπωνικής και το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Τα αμερικάνικα είδη θεωρούνται κατάλληλα ως επικονιαστές κυρίως για τις ποικιλίες της Ιαπωνικής δαμασκηνιάς.
Το άνθος της δαμασκηνιάς παραμένει ανοικτό 5 μέρες και το στίγμα είναι δεκτικό περίπου 2 μέρες πριν το άνοιγμα των ανθήρων, αλλά η διάρκεια της δεκτικότητας του δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Τα άνθη της δαμασκηνιάς πέφτουν μέσα σε 3-4 μέρες αν δεν επικονιαστούν. Η γύρη της συλλέγεται σχετικά εύκολα από άνθη που είναι έτοιμα να ανοίξουν (λίγο πριν από το διαχωρισμό των πετάλων).
Με τρίψιμο των ανθέων σε ειδικό κόσκινο γίνεται η αποκοπή. Οι ανθήρες ξηραίνονται για 12 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου ή με ελαφρώς μεγαλύτερη θερμοκρασία. Η γύρη αποβάλλεται με εύκολο τρόπο από τους αποξηραμένους ανθήρες με τη βοήθεια ενός μικρού πινέλου. Έπειτα συλλέγεται και τοποθετείται σε γυάλινο βάζο που πρέπει να είναι ερμητικά κλειστό και στη συνέχεια σε ψυγείο.
Για να εξασφαλιστεί η ικανοποιητική σταυρεπικονίαση σ' ένα δαμασκηνεώνα συνιστάται δυο σειρές της κύριας ποικιλίας να εναλλάσσονται με δυο σειρές της επικονιάστριας ή τρεις σειρές της κύριας ποικιλίας να εναλλάσσονται με μια σειρά της επικονιάστριας. Αν ο αριθμός της επικονιάστριας πρέπει να διατηρηθεί στο ελάχιστο, τότε συνιστάται να φυτεύεται σε κάθε τρίτο δένδρο κάθε τρίτης σειράς, αρχίζοντας από το δεύτερο δένδρο της δεύτερης σειράς.
Η μεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως με τις μέλισσες, γι’ αυτό θα πρέπει κατά την περίοδο της ανθοφορίας στο δαμασκηνεώνα να εξασφαλιστεί ο παράγοντας τους. Συνήθως μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα θεωρείται ένας ικανοποιητικός αριθμός. Αν και ο αριθμός των ανθέων ενός δένδρου ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο, η παραγωγή θεωρείται ικανοποιητική όταν καρποδέσει το 15-20% των ανθέων. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο όταν εξασφαλιστούν οι κατάλληλοι επικονιαστές και η μέλισσα. Για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής σε έναν δαμασκηνεώνα συνιστάται ο συνδυασμός των ποικιλιών.
Στη δαμασκηνιά συχνά παρατηρείται ανθόπτωση κατά την περίοδο της πλήρους ανθοφορίας της και τα άνθη πέφτουν μαζί με το μίσχο τους. Τα αγονιμοποίητα άνθη ή εκείνα που οι σπερματικές βλάστες τους είναι ελαττωματικές ή έχουν εκφυλιστεί είναι αυτα που συνήθως πέφτουν, μπορεί όμως η ανθόπτωση να οφείλεται και σε ανεπαρκή ή μη αποτελεσματική επικονίαση.
Ανάπτυξη καρπού: Η κατά μήκος αύξηση του περικάρπιου του δαμασκηνού γίνεται σε τρεις ευκρινείς περιόδους (δυο φάσεις ταχείας αύξησης διαχωρίζονται από μια βραδείας αύξησης).
Στη δαμασκηνιά πολύ συχνά παρατηρείται καρπόπτωση, που συνήθως παρατηρείται κατά τη δεύτερη (μερικώς) και τρίτη φάση αύξησης του καρπού. Η περίοδος αυτή ονομάζεται καρπόπτωση Ιουνίου και χαρακτηρίζεται ως λειτουργία φυσικού αραιώματος. Η καρπόπτωση αυτή, οφείλεται σε ορμονοθρεπτικό ανταγωνισμό των καρπών ή έλλειψη νερού, αλλά μερικές φορές και σε αμπσισικό οξύ, που παράγεται κάτω από συνθήκες στρες του δέντρου (έλλειψη νερού, καταστροφή φυλλώματος). Με άλλα λόγια το δέντρο για να επιβιώσει, μειώνει τις ανάγκες του με την αποβολή καρπών και στη συνέχεια αν χρειαστεί με την αποβολή φύλλων του, ώστε να θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό επιβίωσης που λέγεται λήθαργος.
Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός δαμασκεώνα πρέπει να οργωθεί πριν από την φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων.
Πριν από το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις, όπου ανάλογα με τα αποτελέσματα καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόνων ανά στρέμμα για να βελτιωθεί η γονιμότητα του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δέντρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.
Πριν από τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δέντρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος που ήταν στο φυτώριο και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων.
Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να γίνει ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα και μετά τη φύτευση τους ακολουθεί το πότισμα και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω τους, η οποία αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της.
Η καλλιέργεια του εδάφους του δαμασκεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε δαμασκεώνες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων).
Η φύτευση της δαμασκηνιάς γίνεται κατά τετράγωνα, κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, γιατί τα άλλα δημιουργούν δυσκολίες κατά την εκτέλεση των διάφορων καλλιεργητικών φροντίδων. Η απόσταση φύτευσης εξαρτάται από τη ζωηρότητα της ποικιλίας και του υποκειμένου και τη γονιμότητα του εδάφους.
Συνήθως κυμαίνονται περίπου 6-7m για τα ελεύθερα σχήματα διαμόρφωσης και 3-4m για τα γραμμοειδή σχήματα διαμόρφωσης. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από τον Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, έως τις αρχές της άνοιξης, προτού εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Η κόμη της δαμασκηνιάς διαμορφώνεται συνήθως σε σχήμα κυπέλλου ή σε σχήμα παλμέττας. Όσο για το κλάδεμα παραγωγής, οι ιαπωνικές ποικιλίες χρειάζονται διαφορετικό από τις ευρωπαϊκές.
Οι ιαπωνικές δαμασκηνιές παράγουν φρούτα πάνω σε μεικτούς βλαστούς του προηγούμενου χρόνου και σε ανθοφόρα κεντριά (που σχηματίζονται πάνω σε κλαδιά δύο ή περισσότερων χρόνων). Το κλάδεμα, που πρέπει να είναι «αυστηρό», συνίσταται στο αραίωμα των μεικτών βλαστών του προηγούμενου χρόνου και στην επιβράχυνση των κλαδιών που έχουν ηλικία δύο χρόνων. Αρκετές ιαπωνικές ποικιλίες έχουν επίσης την τάση να φορτώνονται με πάρα πολλά φρούτα, γι' αυτό θα πρέπει να γίνεται αραίωση για την εξασφάλιση καλής ποιότητας δαμάσκηνων. Οι ευρωπαϊκές δαμασκηνιές χρειάζονται λιγότερο αυστηρό κλάδεμα, που συνίσταται στο αραίωμα των μικρών ετήσιων βλαστών.
Αραίωμα καρπών:
Οι πιο πολλές ποικιλίες δαμασκηνιάς δε χρειάζονται αραίωμα, αλλά πολλές χρονιές μερικές από αυτές που υπερκαρποφορούν, όπως οι πιο πολλές ποικιλίες της Ιαπωνικής δαμασκηνιάς, χρειάζονται αραίωμα για την παραγωγή καρπών ικανοποιητικού μεγέθους. Συνήθως αφήνεται ένας καρπός κάθε 10-15cm.
Παλιότερα το αραίωμα γίνονταν με το χέρι, με ειδικά όργανα τύπου τσουγκράνας, με χημικά μέσα και με καλοκαιρινά κλαδέματα. Συνηθίζεται να διενεργούνται καλοκαιρινά κλαδέματα, όπως αφαίρεση βλαστών με πολλούς καρπούς, προς αποφυγή σπασιμάτων κλάδων ή βραχιόνων, αλλά η επέμβαση αυτή δε βελτιώνει το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών.
Τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιούνται δονητές για το αραίωμα των δαμασκηνών και μάλιστα εκείνων που προορίζονται για αποξήρανση, γιατί προσφέρονται σ' αυτό καλύτερα απ' οποιοδήποτε άλλο είδος οπωροφόρου δένδρου. Το αραίωμα των δαμασκηνών με το χέρι θα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου. Το χημικό αραίωμα, αν και δε συνιστάται, πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί μπορεί να έχει ανεπιθύμητα; αποτελέσματα (υπερβολικό αραίωμα, κλπ.).
Η δαμασκηνιά προσαρμόζεται εύκολα και ευδοκιμεί ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία κλιματικών και εδαφικών συνθηκών. Η δαμασκηνιά η Ιαπωνική, ως πρωϊμανθής, (ανθίζει μετά την αμυγδαλιά) προσαρμόζεται καλύτερα σε περιοχές με ήπιους χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια, ενώ η Ευρωπαϊκή, ως οψιμανθής (ανθίζει μετά τη βερικοκκιά και μερικές ποικιλίες της, ως η Reine claude, ακόμα οψιμότερα, συγχρόνως ή οψιμότερα της κερασιάς, αχλαδιάς και μηλιάς) είναι περισσότερο παραγωγική σε περιοχές με ψυχρότερους χειμώνες και μέτριες καλοκαιρινές θερμοκρασίες.
Η Ευρωπαϊκή δαμασκηνιά είναι περισσότερο ανθεκτική στο ψύχος από τη ροδακινιά και αντέχει έως τους -20oC, ενώ η ανθεκτικότητα της Ιαπωνικής ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία. Οι ανάγκες των οφθαλμών της Ευρωπαϊκής σε ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου τους είναι ανάλογα με την ποικιλία μεγαλύτερες (περίπου 700-1700 ώρες κάτω από 7oC) από της δαμασκηνιάς της Ιαπωνικής (περίπου 600-1500 ώρες κάτω από 7oC).
Οι ποικιλίες της Ιαπωνικής ως πρωϊμανθείς υπόκεινται συχνότερα σε ζημιές από ανοιξιάτικους παγετούς. Η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία και οι πολλές βροχοπτώσεις κατά την περίοδο της ανθοφορίας της δαμασκηνιάς την άνοιξη, αποτελούν δυσμενείς παράγοντες για την καλλιέργεια της, γιατί ευνοούν την ανάπτυξη της μονίλιας. Συνεπώς, περιοχές με υγρή άνοιξη θεωρούνται ακατάλληλες για την καλλιέργεια της και θα πρέπει να αποφεύγονται.
Η δαμασκηνιά μπορεί να ευδοκιμήσει σε διάφορα εδάφη, αλλά αποδίδει καλύτερα σε βαθιά, ελαφρά ασβεστώδη και μέσης σύστασης που αποστραγγίζονται καλά. Ανέχεται βαρύτερα εδάφη από τα πιο πολλά πυρηνόκαρπα, εκτός αν έχει ως υποκείμενο τη ροδακινιά. Θεωρείται ευαίσθητη στους ισχυρούς ανέμους και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται οι περιοχές εκείνες που είναι εκτεθειμένες σε διαρκείς και σφοδρούς ανέμους. Άριστη τιμή pH = 6-7,5.
Η δαμασκηνιά έχει παρόμοιες απαιτήσεις σε νερό με τη ροδακινιά (200-300μ3/στέμμα/έτος). Η δαμασκηνιά χρειάζεται συνέχεια υγρασία στο έδαφος σε όλη τη βλαστική περίοδο της από βροχή ή πότισμα. Ιδιαίτερα απαιτητική είναι κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο.
Οι δαμασκηνεώνες, οι οποίοι δεν ποτίζονται επαρκώς ή καθόλου, παράγουν καρπούς μικρούς, στυφούς και υπόξινους και παρενιαυτοφορούν. Όσον αφορά τη συχνότητα των ποτισμάτων, θα πρέπει να γίνεται το πότισμα όταν το 50 έως 70% της ολικής διαθέσιμης υγρασίας έχει απορροφηθεί ή εξατμιστεί από τη ριζόσφαιρα των δένδρων. Η λειψυδρία συνήθως κατά τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου προκαλεί έντονη καρπόπτωση, που διορθώνεται με την παροχή νερού. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πότισμα συνδέεται και με το σχίσιμο των καρπών, γι' αυτό παρατηρούνται σχισίματα πλευρικά και επάκρια στους καρπούς.
Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι περίπου 10-12 μονάδες για το άζωτο, 5-6 μονάδες για το φώσφορο 12-14 μονάδες για το κάλι και ανά δυο χρόνια για το φώσφορο και το κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνίσταται να γίνεται χρονικά.
Οι ποικιλίες που είναι κατάλληλες για αποξήρανση είναι περισσότερο απαιτητικές σε κάλιο. Συνήθεις είναι οι τροφοπενιές Βορίου και Ψευδαργύρου και διορθώνονται συνήθως με διαφυλλικούς ψεκασμούς. Τα συμπτώματα έλλειψης Βορίου είναι καφέ κηλίδες στο φλοιό και περιοχές σάρκας με σκληρό ιστό, πρόωρη ωρίμανση και καρπόπτωση, κομμίωση στη σάρκα των καρπών.
Η συγκομιδή των καρπών που προορίζονται για νωπή κατανάλωση γίνεται με το χέρι, ενώ όταν πρόκειται για αποξήρανση με δονητές. Συνήθως η συλλογή γίνεται σε 2 έως 4 χέρια, κατά προτίμηση τις πρωινές ώρες και με μεγάλη προσοχή, ώστε να διατηρηθεί ο ποδίσκος του καρπού και το λεπτό χνούδι που τον καλύπτει.
Τα νωπά δαμάσκηνα μπορούν να συντηρηθούν σε ψυγεία από 1 έως 8 εβδομάδες σε θερμοκρασία 0οC και σχετική υγρασία 90-95%, ανάλογα με την ποικιλία. Θα πρέπει στους καρπούς να εφαρμόζεται πρόψυξη (αερόψυξη) (Forced air cooling) αμέσως μετά τη συγκομιδή για 6-9 ώρες και κατόπιν να μεταφέρονται στη συντήρηση.
Από τη συντήρηση των δαμάσκηνων μπορεί να προκύψουν ορισμένες φυσιολογικές ασθένειες (Chilling Injury). Συγκεκριμένα, παρατηρείται εσωτερική κατάρρευση εξαιτίας χαμηλών θερμοκρασιών και μακροχρόνιας συντήρησης. Χαρακτηρίζεται από διαφανή σάρκα, καφέτιασμα σάρκας, μάλλινη υφή, εκροή χυμού, αδυναμία ωρίμανσης και απώλεια αρώματος. Καρποί που συντηρούνται σε θερμοκρασία 2-8οC είναι περισσότερο ευαίσθητοι στην ασθένεια.
Η δαμασκηνιά προσβάλλεται συνήθως από τα έντομα και τις ασθένειες που προσβάλλουν όλα τα πυρηνόκαρπα και κυρίως τη ροδακινιά. Η αλευρώδης αφίδα της ροδακινιάς και της δαμασκηνιάς (Hyalopterus pruni) σχηματίζει κηρώδεις αποικίες στα σημεία που έχουν προσβληθεί, τα φύλλα ξεραίνονται και πέφτουν και οι καρποί αναπτύσσονται ελάχιστα με αποτέλεσμα να πέφτουν πριν ωριμάσουν.
Η πράσινη αφίδα της ροδακινιάς (Myzus persicae) προσβάλλει και τη δαμασκηνιά: τρυπάει και δημιουργεί φλύκταινες στα φύλλα, που ξεραίνονται και πέφτουν. Η καταπολέμηση συνίσταται σε ψεκασμούς με ωοκτόνο χειμερινό πολτό πριν το άνοιγμα των μπουμπουκιών και σ' ένα δεύτερο ψεκασμό με θειική νικοτίνη ή άλλο εντομοκτόνο, όταν σχηματιστούν οι καρποί.
Το κοκκοειδές (ψώρα) του Σαν Ζοζέ (Quadraspidiotusperniciosus) προσβάλλει τον κορμό και τα κλαδιά, όπου σχηματίζει κρούστες αποτελούμενες από τα ασπίδια, τα οποία προστατεύουν αυτά τα μικροσκοπικά έντομα. Μερικές φορές προσβάλλονται ακόμα και τα φύλλα. Πάνω στους καρπούς των άρρωστων δέντρων υπάρχουν κόκκινες κηλίδες (αν η φλούδα έχει σκούρο χρώμα). Η καταπολέμηση συνίσταται με χρήση πολυθειούχου βαρίου ή ασβεστίου ή κίτρινου χειμερινού πολτού στη διάρκεια της βλαστητικής ανάπαυσης. Αντίθετα, με το άνοιγμα των μπουμπουκιών, χρησιμοποιείται θερινός πολτός.
Μυκητολογικές ασθένειες:
Η μουμιοποίηση των καρπών προκαλείται από δύο μύκητες: Monilia laxa και Monilia fructigena, fructicola. Τα λουλούδια, τα μπουμπούκια, οι βλαστοί και τα φύλλα που προσβάλλονται από αυτούς πιάνουν μούχλα, ενώ οι καρποί μουμιοποιούνται και παραμένουν προσκολλημένοι πάνω στο δέντρο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να κοπούν τα προσβλημένα μέρη και οι μουμιοποιημένοι καρποί και να ψεκαστούν τα δέντρα με μυκητοκτόνα φάρμακα.
Ο εξώασκος είναι ένας μύκητας (Taphrinadeformans) που προσβάλλει την δαμασκηνιά. Προκαλεί φλύκταινες πάνω στα φύλλα, τα οποία παίρνουν ένα κοκκινωπό χρώμα και σιγά-σιγά ξεραίνονται και πέφτουν. Τα άρρωστα δέντρα παράγουν ελάχιστους καρπούς. Η καταπολέμηση του γίνεται με μυκητοκτόνα που έχουν σαν βάση το Ζιράμ ή το TMTD.
Η μολύβδωση προκαλείται από ένα μύκητα (Stereumpurpureum) που προσβάλλει τα φύλλα, τα οποία αποκτούν ένα μεταλλικό – ασημί χρώμα, ενώ ταυτόχρονα παραμορφώνονται και γίνονται εύθραυστα και σαρκώδη. Επίσης ο κορμός και τα κλαδιά παρουσιάζουν μεγάλες εσωτερικές νεκρώσεις και καλύπτονται από γκριζωπά ημικυκλικά καρποφόρα σώματα, με ανάγλυφες ή κυματοειδείς παρυφές. Η μόλυνση μεταδίδεται από τα μη επουλωμένα τραύματα που μένουν ακάλυπτα. Η καταπολέμηση συνίσταται, επομένως, στην προστασία των κομμένων επιφανειών με τις κατάλληλες μαστίχες.
Ιολογική ασθένεια:
Η δαμασκηνιά προσβάλλεται επίσης από ιώσεις, όπως η σάρκα, η μωσαϊκή των φύλλων, η ίωση που προκαλεί νανισμό, καθώς και από το φυτόπλασμα ESFY (European Stone Fruit Yellows) που προκαλεί την ασθένεια «Κιτρίνισμα ή Ίκτερο των πυρηνόκαρπων». Το φυτόπλασμα αποδιοργανώνει το ορμονικό σύστημα του δέντρου και εκδηλώνεται με χειμωνιάτικη έκπτυξη των βλαστοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών, με νέκρωση του ηθμού του φλοιού και χλωρωτικό καρούλιασμα των φύλλων. Μεταδίδεται με μυζητικά έντομα (κοκοψύλλες, κ.ά.) και εμβολιασμό. Η ποικιλία Angeleno είναι πολύ ευαίσθητη.
Τέλος, η εκβολή γόμας από κάποιο σημείο του δέντρου μπορεί να οφείλεται ή σε πληγές που έχουν προκληθεί από μηχανικούς παράγοντες ή από προσβολές παρασίτων. Στην περίπτωση αυτή χρειάζονται ψεκασμοί με βάση το χαλκό, κυρίως το βορδιγάλειο πολτό ή με μη χαλκούχα φυτοφάρμακα.
Τα δέντρα είναι προστατευμένα εναντίον των εχθρών και ασθενειών εάν εφαρμοσθεί ένα συστηματικό πρόγραμμα ψεκασμών, όμως δεν ισχύει το ίδιο για τις ιώσεις. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν πολλαπλασιάζουμε υποκείμενα αγενώς καθώς και όταν παίρνουμε εμβόλια. Θα πρέπει να παίρνουμε πάντοτε υγιές υλικό από πιστοποιημένες μητρικές φυτείες, διότι διαφορετικά, μεταφέρονται ιώσεις με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Για την καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών της δαμασκηνιάς πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικό πρόγραμμα ψεκασμών όπως αυτό δίνεται παρακάτω :
Εποχή Επέμβασης – Στάδιο Ανάπτυξης | Εχθροί – Ασθένειες |
| Εξώασκος |
| Διαχειμάζουσες μορφές εντόμων (κοκκοειδή, κ.ά.) – Εξώασκος |
| Φαιά σήψη |
| Φαιά σήψη |
| Οπλοκάμπη, κ.ά. |
| Οπλοκάμπη, κ.ά. |
| Καπόκαψα |
Βιβλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.