Η καρυδιά ανήκει στην οικογένεια Juglanddaceae και στο γένος Juglans. Η παγκόσμια παραγωγή καρυδιών ανέρχεται στους 2700000 τόνους. Στην ΕΕ τη μεγαλύτερη παραγωγή έχουν η Γαλλία και η Ρουμανία.
Καλλιεργείται για τους ξηρούς καρπούς της, τα καρύδια που τρώγονται νωπά και ξηρά. Η ξηρή ψίχα χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και για τη παραγωγή καρυδέλαιου. Η ψίχα θεωρείται καλής ποιότητας, όταν αποτελείται από ομοιόμορφα ήμισυ του σπέρματος και έχει λευκή απόχρωση. Επίσης η καρυδιά είναι αντικείμενο δασικής εκμετάλλευσης για το πολύτιμο ξύλο της.
Παρά τις επιδοτήσεις επί πολλά έτη για εντατικές φυτεύσεις καρυδιάς, στην Ελλάδα, οι καρυδιές παραμένουν σε στάσιμο αριθμό και η παραγωγή δεν αυξάνεται. Τα κυριότερα κέντρα καλλιέργειας στην Ελλάδα είναι οι νομοί Ευρυτανίας, Φθιώτιδας, Φωκίδας, Αρκαδίας, Αχαΐας, Κορινθίας, Λακωνίας, Άρτης, Ιωαννίνων, Καρδίτσης, Λαρίσης, Τρικάλων και Κοζάνης. Εισαγωγές καρυδιών κυρίως γίνονται από τις Η.Π.Α..
Η καρυδιά είναι δέντρο που με καλές συνθήκες παίρνει μεγάλη ανάπτυξη και μέχρι 25 μέτρα ύψος και ζει πολλά χρόνια. Έχει ρίζα πασσαλώδη, πολύ χοντρή. Η ανάπτυξη του καρπού του δέντρου γίνεται πολύ γρήγορα και χοντραίνει ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και κυρίως από ηλικία τεσσάρων χρόνων από τότε που έχει σπαρθεί. Σε μικρή ηλικία ο φλοιός του δέντρου είναι λείος με χρώμα πρασινωπό και στη συνέχεια λευκαίνει με απόχρωση αργυρόλευκη. Σε πολύ μεγάλη ηλικία του δέντρου ο φλοιός γίνεται πολύ χοντρός, σκάζει βαθιά και συχνά εκεί αναπτύσσονται βρύα και λειχήνες.
Τα βασικά μπράτσα του δέντρου είναι πολύ γερά, χοντρά και διακλαδίζονται ανοιχτά, ώστε το σχήμα του δέντρου να κλίνει προς το στρογγυλό ανοιχτό. Αντίθετα τα μικρά κλαδιά σπάζουν εύκολα. Τα φύλλα της καρυδιάς είναι σύνθετα ωοειδή και αρκετά μεγάλα. Οι οφθαλμοί του δέντρου αυτού παρουσιάζονται στις μασχάλες των φύλλων, τρία μαζί σε σχήμα στρογγυλό και χρώμα σκούρο. Ο μεσαίος οφθαλμός είναι μεγαλύτερο. Αυτός θα δώσει κλαδί, τα άλλα δύο είναι πολύ πιο μικρά «βοηθητικά». Τα άνθη της καρυδιάς δεν έχουν πέταλα.
Τα αρσενικά βρίσκονται χωριστά από τα θηλυκά πάνω στο ίδιο δέντρο (μόνοικο) και σε κλαδιά που δεν έχουν την ίδια ηλικία. Τα αρσενικά άνθη πιο συχνά ανοίγουν πριν να βγουν τα φύλλα πάνω σε τσαμπιά (ίουλοι). Η καρυδιά ανθίζει κατά Μάρτιο-Απρίλιο αλλά ανάλογα με το τοπικό κλίμα και την ποικιλία, ανθίζει και αργότερα. Ο καρπός είναι δρύπη με σχήμα λίγο ή πολύ στρογγυλό. Ο εξωτερικός φλοιός του καρυδιού αρχικά είναι πράσινος αργότερα μαυρίζει, ζαρώνει και σκάζει, όταν ο καρπός ωριμάσει. Έτσι ελευθερώνεται το καρύδι με το σκληρό του περίβλημα.
Καρύα η πικρή (Carya amara)
Ένα από τα πιο διαδομένα είδη, γνωστό στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν «Πικρή ασπροκαρυδιά» ("Bitternut Hickory"). Αναπτύσσεται καλά σε οποιοδήποτε έδαφος, ακόμα και σε υγρές τοποθεσίες. Έχει ύψος 30 περίπου μέτρα, φολιδωτή φλούδα και φύλλα αποτελούμενα από 5-9 ωοειδή ή λογχοειδή, πριονωτά μαλλάρια, τα οποία είναι χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια. Παράγει υποσφαιρικά, κάπως πεπλατυσμένα και σχεδόν λεία καρύδια, με λεπτό κέλυφος, ο σπόρος που περικλείουν έχει πικρή γεύση.
Καρύα του Ιλλινόις (Carya Illinoensis)
Το είδος αυτό είναι γνωστό και σαν «Πεκάν». Φτάνει σε ύψος 40-50 μ. Παρουσιάζει φλούδα με λεπτές ρωγμές, ωοειδή – λογχοειδή φυλλάρια και ωοειδή – μακρουλά εδώδιμα καρύδια, με λείο κέλυφος.
Καρύα η ωοειδής (Carya ovata)
Το είδος αυτό αναγνωρίζεται εύκολα από τη γκρίζα φλούδα του, που αποσπάται σε μακριές κατά μήκος λωρίδες, οι οποίες κάμπτονται προς τα έξω, παραμένοντας προσκολλημένες στην επάνω άκρη. Έχει παχιά φύλλα, που αποτελούνται από πέντε ωοειδή, αιχμηρά φυλλάρια. Πρόκειται για δέντρο αρκετά σκιόφιλο, με αργή ανάπτυξη, μάλλον μακρόβιο (ως 300 χρόνια). Μπορεί να φτάσει σε ύψος 30 μ.
Καρύα η χνουδωτή (Carya tomentosa)
Χαρακτηρίζεται από λιγότερο ή περισσότερο χνουδωτά κλαδιά. Έχει φύλλα όμοια με του φράξου, αλλά γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια, φλούδα φολιδωτή και καρύδια με γλυκιά ψίχα.
Για την επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας, κύριο κριτήριο είναι το υψόμετρο της κάθε περιοχής.
Ποικιλία Chandler:
Κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές (τελευταίος παγετός 12 Απριλίου).
Ποικιλία Franquette:
Κατάλληλη και για ορεινές περιοχές (με υψόμετρο ακόμη και μεγαλύτερο των 800 μέτρων).
Ποικιλία Hartley:
Κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές (τελευταίος παγετός 10 Απριλίου).
Ποικιλία Gustine:
Κατάλληλη για πεδινές και ημιορεινές περιοχές (τελευταίος παγετός 27 Μαρτίου).
Ποικιλία Ηλιάνα:
Κατάλληλη για πεδινές και ημιορεινές περιοχές (τελευταίος παγετός τέλη Μαρτίου).
Ποικιλία Vina:
Κατάλληλη για ημιορεινές περιοχές (τελευταίος παγετός 5 Απριλίου)
Ποικιλία Lara:
Κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές
Ποικιλία Ronde De Montignac:
Κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές
Ποικιλία Ιόλη:
Κατάλληλη για πεδινές και ημιορεινές περιοχές (όπου ο τελευταίος παγετός πέφτει αρχές Απριλίου).
Η πιο απλή μέθοδος πολλαπλασιασμού είναι η σπορά: δυστυχώς, όμως δεν αντέχουν στη μεταφύτευση, γι' αυτό και θα πρέπει να σπέρνονται στην οριστική τους θέση. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, θα πρέπει να φυτευτεί ένα καρύδι σ' ένα δοχείο γεμάτο με καλό κηπόχωμα και, στη συνέχεια, να μεταφυτευτεί το νεαρό φυτό μ' όλο του το χώμα και με προσοχή, για να μην καταστραφούν οι ρίζες. Οι φροντίδες μετά το φύτεμα περιορίζονται σε ποτίσματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξή τους.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, γίνεται εμβολιασμός πλακίτης το Μάϊο σε σπορόφυτο ηλικίας ενός έτους με εμβολιοφόρους που παρέμειναν στο ψυγείο από το Μάρτιο. Σε εντατικούς καρυδεώνες για παραγωγή υψηλής ποιότητας καρπού χρησιμοποιούνται πλαγιοκαρπούσες ποικιλίες, φύτευση 8 x 8m, διαμόρφωση σε τροποποιημένο κεντρικό άξονα, άρδευση με ατομικά μπεκ ή υπόγεια άρδευση, μηχανικό κλάδεμα, επίπεδο έδαφος και μηχανική συγκομιδή. Ως υποκείμενα, χρησιμοποιούνται σπορόφυτα (Juglan hindsii, Juglan californica, κ.λπ.) και υβρίδια (Paradox).
Αν και όλες οι ποικιλίες της καρυδιάς είναι αυτογόνιμες και σταυρογόνιμες, μερικές παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αυτοστειρότητας, λόγω του φαινομένου της διχογαμίας. Δηλαδή τα αρσενικά με τα θηλυκά άνθη δεν ωριμάζουν συγχρόνως και η γύρη διασκορπίζεται είτε πριν τα θηλυκά άνθη είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης είτε μετά το τέλος της επιδεκτικότητας τους. Ο καλύτερος τρόπος, για να εξασφαλιστεί επαρκής επικονίαση, με σκοπό την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής παραγωγής, είτε να εξασφαλιστεί σταυρογονιμοποίηση, με τη φύτευση δύο ή περισσότερων ποικιλίων.
Στους νεαρούς καρυδεώνες έχει παρατηρηθεί ότι η επικονίαση είναι αποτελεσματική, από έναν καλό γυρεοδότη, μέχρι απόστασης 165-200m, ενώ στους παραγωγικούς καρυδεώνες η γύρη δεν μεταφέρεται τόσο ελεύθερα μέσα στον καρυδεώνα και η απόσταση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 65-100m. Οι περισσότεροι παραγωγοί προτιμούν να φυτεύουν μια πλήρη σειρά επικονιαστή σε κάθε 10η σειρά, κάθετα προς την κατεύθυνση που φυσάει ο αέρας, αρχίζοντας από την πρώτη σειρά του καρυδεώνα. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τον αέρα.
Η συλλογή της γύρης γίνεται με τη συλλογή ίουλων. Επειδή όμως οι ίουλοι αναπτύσσονται πολύ λίγο μετά τη συλλογή τους από το δέντρο , πρέπει να είναι έτοιμοι να αποβάλλουν γύρη, όταν συλλεγούν. Πιθανόν ο πιο κατάλληλος ίουλος. για να αποβάλλει γύρη, είναι εκείνος που έχει ήδη μερικούς ανθήρες ανοιχτούς. Οι πιο πολλοί ανθήρες ανοίγουν περίπου σε 24 ώρες, αν οι ίουλοι απλωθούν σε μορφή λεπτού στρώματος πάνω σε χαρτί σε θερμοκρασία δωματίου. Η γύρη δε διαχωρίζεται από τους ίουλους με κοσκίνισμα σε τουλουπάνι ή ψιλό κόσκινο.
Η τεχνητή επικονίαση γίνεται, όταν τα άνθη είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης, με γυρεοδιασκορπιστήρες σε περισσότερες από μία εφαρμογές, γιατί τα θηλυκά άνθη ενός δέντρου σταδιακά είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης.
Η καρυδιά καρποφορεί επάκρια σε βλαστό τρέχουσας εποχής από μικτούς οφθαλμούς. Συνήθως τα θηλυκά άνθη φέρονται σε βλαστούς τρέχουσας εποχής μήκους 10-20cm και σπανιότερα σε βλαστούς μήκους 50-60cm. Τα άνθη των μακρών αυτών βλαστών εκπύσσονται όψιμα και οι καρποί συνήθως μένουν μικροί.
Η διαφοροποίηση των ιουλοφόρων οφθαλμών γίνεται νωρίς κατά τη βλαστική περίοδο, με την έναρξη του πρώτου κύματος βλάστησης. Την επόμενη άνοιξη οι ίουλοι εκπτύσσονται πλήρως και δίνουν άφθονη γύρη. Ενδείξεις διαφοροποίησης θηλυκών ανθικών μερών σε επάκριους ή πλάγιους οφθαλμούς διαπιστώνονται μικροσκοπικά 3-5 εβδομάδες πριν την έκπτυξή τους την άνοιξη.
Η ανάπτυξη του καρπού της καρυδιάς είναι σιγμοειδές. Αν κατά την ανάπτυξη του καρπού επικρατήσουν μη ευνοϊκές συνθήκες, όπως έλλειψη νερού και θρεπτικών στοιχείων, επηρεαζούν το μέγεθος του καρπού και μειώνουν την παραγωγή των δένδρων. Επίσης οι ψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 38oC) ή η έλλειψη νερού κατά την ανάπτυξη του ενδοσπερμίου (ψίχας) προκαλούν συρρίκνωση, μερικές δε φορές και μαύρισμα, με αποτέλεσμα να υποβαθμιζεται η ποιότητά τους.
Το έδαφος που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός καρυδεώνα, οργώνεται πριν από τη φύτευση σε βάθος 30-40m. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δέντρων.
Πριν από το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποσότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των καρυδόδεντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόνων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δέντρων το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.
Πριν από τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων (διαστάσεων 45 x 45) και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τοποθετούνται και οι πάσσαλοι στήριξης, τα δε δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πλήρωσης των λάκκων. Ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο.
Η καλλιέργεια του εδάφους του καρυδεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητάς του σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδιση της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά μέσα και με χημικά μέσα, αλλά η μηχανική καλλιέργεια δε συνηθίζεται πια και έχει αντικατασταθεί από την χρήση ζιζανιοκτόνων. Για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται να επιλέγεται το κατάλληλο πάντοτε ζιζανιοκτόνο, να παρέχεται στη συνιστώμενη δόση και στον κατάλληλο χρόνο και με το πιο κατάλληλο μέσο.
Η διασπορά των ζιζανιοκτόνων πρέπει να είναι ομοιόμορφη γιατί τα αποτελέσματα καταστροφής των ζιζανιών είναι περισσότερο ικανοποιητικά. Για την αποφυγή τυχόν διασποράς πάνω στα δέντρα, καλό είναι να χρησιμοποιούνται οριζόντιοι εκτοξευτές χαμηλής πίεσης.
Τα ζιζανιοκτόνα που χρησιμοποιούνται σε καρυδεώνες, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
Προφυτρωτικά: Προστίθενται στο έδαφος πριν φυτρώσουν τα ζιζάνια.
Μεταφυτρωτικά: Παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων.
Η φύτευση της καρυδιάς γίνεται κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα συνηθέστερα συστήματα είναι κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Θα πρέπει να αποφεύγεται η φύτευση της καρυδιάς σε μικρότερη από 6 μέτρα απόσταση, ιδιαίτερα όταν το έδαφος είναι αρκετό γόνιμο, γιατί μετά από λίγα χρόνια ο συνωστισμός και η αλληλοσκίαση των δένδρων θα επηρεάσουν την απρόσκοπτη εκτέλεση και αποτελεσματικότητα των διάφορων καλλιεργητικών φροντίδων, ως και αρνητικά την ποσοτική και ποιοτική παραγωγή του καρυδεώνα και ίσως χρειαστεί και αραίωμα των δέντρων.
Σε πυκνές φυτεύσεις με ποικιλίες που μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και δίνουν υψηλές παραγωγές, προτιμάται ως υποκείμενο το Juglan nigra και Juglan regia συνιστάται για τις μεγαλύτερες αποστάσεις. Οι συνήθεις αποστάσεις είναι 7 x 7, 7 x 6, 6 x 6, και μπορεί να φτάσουν μέχρι 11 x 11m. Η σύνθεση του καρυδεώνα πρέπει να είναι η εξής: σχέση αρσενικών προς θηλυκά δένδρα 1:7. Η θέση των αρσενικών δένδρων πρέπει να είναι διάσπαρτη και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που να εξασφαλίζεται η διασπορά της γύρης με τον αέρα σε όλο τον καρυδεώνα. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες.
Η καρυδιά δεν επιδέχεται μεγάλο κλάδεμα. Υπάρχει μάλιστα η αντίληψη ότι η καρυδιά δεν θα πρέπει να κλαδεύεται. Το κλάδεμα της καρυδιάς δεν πρέπει να γίνεται μέχρι το κλάδεμα των ανθέων, καθώς αυτά σχηματίζονται στους βλαστούς του προηγουμένου έτους και όχι στη νέα βλάστηση. Όλα τα φυλλοβόλα δένδρα κλαδεύονται τον χειμώνα, το ίδιο και η καρυδιά. Είναι σημαντικό να έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν έντονα οι χυμοί της καρυδιάς για να κλαδευτεί, διαφορετικά το δέντρο πληγώνεται.
Για τον λόγο αυτό επιλέγονται οι μήνες Νοέμβριος & Δεκέμβριος για το κλάδεμα ώστε να έχουμε πάρει τους καρπούς της και να έχουν πέσει τα φύλα της. Το κλάδεμα των σκελετικών κλαδιών γίνεται στο μισό του μήκους τους, όταν αυτό κυμαίνεται από 1,3-3,3 μέτρα. Στις ορθόκλαδες ποικιλίες, οι βλαστοί του προηγούμενου έτους δεν θα πρέπει να κλαδεύονται, ενώ στις ημιορθόκλαδες συντέμνονται στο 1/4 του μήκους και στις πλαγιόκλαδες στο 1/3 έως το 1/2 του μήκους τους.
Η καρυδιά είναι αιωνόβιο δέντρο, αλλά σε πολύ μεγάλη ηλικία η καρποφορία του ελαττώνεται με τρόπο που μπορεί να επιβάλει την ανανέωσή του. Σε αυτή την περίπτωση, κόβουμε τα μπράτσα σε μήκος 60-100 πόντους από τη θέση τους με κόψιμο λοξό που το λειαίνουμε και αλείφουμε τις τομές με μία κατάλληλη αλοιφή. Από τα κλαδιά που θα βγουν τον επόμενο χρόνο κρατάμε εκείνα που θα συνεχίσουν το σχήμα του δέντρου και αφαιρούμε τα υπόλοιπα.
Η καρποφορία σε αυτή την περίπτωση θα φανεί μετά από 4-5 χρόνια. Χρησιμοποιείται κυρίως το κυπελλοειδές κλάδεμα όπου αφήνουμε 3-4 βραχίονες με 2 σκελετικούς κλάδους ανά βραχίονα, αλλά και το κλαδεμα τύπου "πυραμίδας" με 4-5 βραχίονες που κατανέμονται κάθετα και με οριζόντια κατεύθυνση. Το κλάδεμα καρποφορίας δε διενεργείται συστηματικά. Στις ποικιλίες Mayette, Franquette και Hartley αφαιρείται το 1/4 της νέας βλάστησης αν είναι ζωηρή.
Η καρυδιά και τα προϊόντα της γενικά δεν προκαλούν ιδιαίτερα προβλήματα. Τα φύλλα της μπορεί να είναι επιβλαβή για ευαίσθητα άτομα με αλλεργίες και η γύρη των ανθέων, κοινό αλλεργιογόνο, ίσως προκαλέσει πυρετό. Μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί τοξικά προβλήματα στον άνθρωπο, παρά μόνο ότι προκαλεί βαθύ ύπνο σε όσους κοιμούνται υπό την σκιά της εξαιτίας της οσμής που εκπέμπει.
Είναι τοξική σε κάποια φυτά εξαιτίας της γιουγκλόνης που περιέχει, η οποία είναι η κύρια αλληλοπαθητική χημική ουσία που είναι υπεύθυνη για την αναστολή της ανάπτυξης μερικών φυτικών ειδών που φυτρώνουν σε μέρη όπου αυτή βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση. Απελευθερώνεται από τις ρίζες της καρυδιάς και επειδή είναι δυσδιάλυτη στο νερό, δεν ταξιδεύει εύκολα στο χώμα, ώστε να είναι γρήγορη η απομάκρυνσή της απ' αυτό και μπορεί να παραμείνει ενεργή σε αυτό για αρκετά χρόνια ακόμη κι έχουν αφαιρεθεί οι καρυδιές. Επηρεάζει κυρίως τις ντομάτες, το τριφύλλι, τις μηλιές, και τις πατάτες, γι' αυτό κάποια κηπευτικά είδη δε θα πρέπει να καλλιεργούνται κοντά σε καρυδιές.
Η καρυδιά μπορεί να καλλιεργηθεί παντού, όπου δεν υπάρχουν συχνές και παρατεταμένες παγωνιές, αλλά προσαρμόζεται καλύτερα σε ζεστούς τόπους όπου δεν την ενοχλούν τόσο οι άνεμοι. Σε τόπους ζεστούς τη συναντούμε και σε υψόμετρο μέχρι 800μ., αλλά σε τόπους όχι τόσο ζεστούς και στα 600μ. ύψος. Καλλιεργείται κάτω από μεγάλη ποικιλία κλιματικών συνθηκών, αποδίδει όμως σε περιοχές με δροσερό και υγρό κλίμα.
Για να αποκτήσουν οι καρποί της ικανοποιητικό μέγεθος, η περίοδος βλάστησης της πρέπει να είναι μεγάλη το καλοκαίρι. Πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 38oC) είναι δυνατό να προκαλέσουν εγκαύματα στους καρπούς. Επειδή το φθινόπωρο η ξυλοποίηση των βλαστών γίνεται αργά, παθαίνει ζημιές από πρώιμους παγετούς το χειμώνα. Ζημιές από παγετούς παθαίνει και την άνοιξη, γι’ αυτό δεν πρέπει να φυτεύεται σε παγετόπληκτες περιοχές. Ορισμένες ποικιλίες έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα για να διακοπεί ο λήθαργός τους. Να σημειωθεί ότι σε περιοχές που ο χειμώνας είναι ζεστός τα δέντρα καθυστερούν να βλαστήσουν την άνοιξη.
Η καρυδιά ευδοκιμεί σε εδάφη όπου το ριζικό της σύστημα αναπτύσσεται ελεύθερα σε βάθος μέχρι 3-3,5m. Ο εδαφικός τύπος από μόνος του δεν επαρκεί για να επιλεχθεί μια τοποθεσία για την εγκατάσταση καρυδεώνα. Συγκεκριμένα, με κάποιο αιχμηρό όργανο θα πρέπει να εξεταστεί καλά το υπέδαφος μέχρι βάθους τουλάχιστον 3 μέτρων. Στην περίπτωση που σε βάθος μικρότερο από τα 3 μέτρα βρεθεί αδιαπέραστο στρώμα βράχου ή συμπαγές υπεδάφους με ποικιλόχρωμη απόχρωση, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη κακού αερισμού και αποστράγγισης. Εκτός του ότι εμπεριέχει λίγους ή και καθόλου μεγάλους πόρους για την εισδοχή των ριζών, αυτό το είδος του αδιαπέραστου στρώματος συχνά συγκρατεί κάποιο στρώμα νερού, που περιορίζει ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη των ριζών. Συχνά, συμβαίνει το επιφανειακό χώμα να είναι πολύ καλό και το υπέδαφος να αποτελείται από χαλίκια και χονδρή άμμο με τόσο μεγάλους πόρους, που ο υπερβολικός αερισμός και η αποστράγγιση επιτρέπουν μικρή ή και καθόλου ανάπτυξη των ριζών.
Επομένως, κατάλληλο έδαφος για την καρυδιά είναι το βαθύ, με αμμοπηλώδη σύσταση, καλά αποστραγγιζόμενο, αρδευόμενο και πλούσιο σε οργανική ουσία. Το εύρος του pH είναι 5-8. Καταλληλότερες περιοχές είναι οι δροσερές παραποτάμιες, παραθαλάσσιες και οι πρόποδες λόφων.
Η καρυδιά στις περισσότερες περιοχές της χώρας έχει ανάγκη ποτίσματος από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο. Ποτίσματα νωρίς την άνοιξη, αργά το φθινόπωρο ή το χειμώνα είναι αναγκαία μόνο σε περιοχές με χαμηλή ετήσια βροχόπτωση ή σε πολύ ξηρές χρονιές. Κατά προσέγγιση το ήμισυ των ετήσιων αναγκών της σε νερό το έχει τους καλοκαιρινούς μήνες. Για την κανονική ανάπτυξη ενός καρυδεώνα είναι αναγκαίο να υπάρχει επαρκής ποσότητα εδαφικού νερού μέχρι βάθος 3m.
Κατά προσέγγιση το 80% του νερού που χρειάζεται για μια βλαστική περίοδο, το απορροφάει από βάθος 2m και το υπόλοιπο 20% από βάθος 2-3μ.. Η έλλειψη εδαφικού νερού σε έναν καρυδεώνα στις αρχές της βλαστικής περιόδου θα οδηγήσει στην παραγωγή μικρών καρυδιών σε μεγάλο ποσοστό. Το πότισμα κατά τα μέσα του καλοκαιριού ή αργότερα δεν αυξάνει το μέγεθος των καρυδιών μετά τη σκλήρυνση του ενδοκαρπίου τους. Η παρατεταμένη έλλειψη νερού οδηγεί ακόμα και σε συρρίκνωση και μαύρισμα της ψίχας. Όσον αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλυση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω από τον κορμό των δέντρων.
Η καρυδιά είναι ένα απαιτητικό δέντρο σε άζωτο. Η κοπριά αν και αποτελεί άριστο λίπασμα, πρέπει να παρέχεται νωρίς την άνοιξη διαφορετικά μπορεί να προκαλέσει όψιμη βλάστηση, που με τη σειρά της ενδέχεται να υποστεί ζημιά στις πιο ψυχρές περιοχές από τους πρώιμους ανοιξιάτικους παγετούς.
Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης των 10-15 μονάδων για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75kg λίπασμα), 10 μονάδων για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 50kg λίπασμα) και 10 μονάδων για το κάλιο (σαν θειϊκό κάλιο 20kg λίπασμα) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και το κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η επιλογή του κατάλληλου αζωτούχου λιπάσματος γίνεται με βάση το pH του εδάφους και την παροχή ανεπιθύμητων ιόντων.
Η προσθήκη του αζώτου θα πρέπει να γίνεται σε 2 δόσεις, τέλος Φεβρουαρίου η πρώτη, σε ποσότητα που αντιστοιχεί στα 2/3 της ετήσιας ποσότητας και αμέσως μετά την καρπόδεση η δεύτερη, κατά το υπόλοιπο 1/3 της ποσότητας. Για το κάλιο και το φώσφορο η προσθήκη θα πρέπει να γίνεται τέλος Φεβρουαρίου με αρχές χειμώνα, υπάρχει όμως πιθανότητα σε έναν καρυδεώνα να διαπιστωθούν τροφοπενίες μαγνησίου ή βορίου ή ψευδαργύρου ή σιδήρου ή μαγγανίου ή χαλκού και τότε κάνουμε τις εξής ενέργειες:
Τα σπέρματα των καρυδιών είναι ώριμα, ξανθόχρωμα και ψηλής ποιότητας, όταν ο διαφραγματικός ιστός που διαχωρίζει τα δύο ημισπέρμια αρχίζει να αποκτά καφέ απόχρωση. Πρακτικά όμως, η συγκομιδή μπορεί να αρχίσει όταν σχιστεί το περικάρπιο των καρπών και το 80% αυτών μπορεί εύκολα να αποκοπεί από το δέντρο.
Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ωρίμανση του σπέρματος έως την εμπειρική συγκομιδή, ποικίλλει ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες. Τα στάδια ωρίμανσης σε δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές συμπίπτουν, αλλά σε ζεστές περιοχές, στα ενδότερα της χώρας, διαφέρουν κατά 3 εβδομάδες. Στο διάστημα των 3 αυτών εβδομάδων, τα σπέρματα μαυρίζουν και αυξάνεται η προσβολή τους από έντομα.
Η χρήση της φυτορμόνης ethephon περιορίζει σημαντικά την υποβάθμιση της ποιότητας των καρυδιών, με τη συντόμευση του χρονικού διαστήματος από την ωρίμανση του σπέρματος μέχρι την εμπειρική συγκομιδή. Συγκεκριμένα, παρέχεται με ψεκασμό στα δέντρα όταν ωριμάσουν τα σπέρματα των καρπών.
Η συγκομιδή αρχίζει από τα μέσα του Σεπτεμβρίου και συνεχίζεται μέχρι και το Νοέμβριο. Συνήθως γίνεται με τα χέρια (με προσεκτικό ράβδισμα και μάζεμα από το έδαφος) ή με μηχανικά μέσα (με δονητές και μάζεμα από το έδαφος με καρυδοσυλλεκτικές μηχανές). Αμέσως μετά οι καρποί αποφλοιώνονται και πλένονται συγχρόνως σε ειδικά αποφλοιωτικά μηχανήματα. Στη συνέχεια, ακολουθεί η αποξήρανση που γίνεται στον ήλιο μέσα σε καλά αεριζόμενα τελάρα ή σε ξηραντήριο με θερμοκρασία 32-38oC.
Αν η θερμοκρασία είναι υψηλότερη από 43oC, τότε το λάδι των σπερμάτων ταγγίζει και αυτά είναι ακατάλληλα για φάγωμα. Μετά ακολουθεί η λεύκανση που κάνει το κέλυφος πιο ελκυστικό σε εμφάνιση χωρίς καμία απολύτως επίπτωση στην ποιότητα των καρυδιών. Συνήθως η λεύκανση γίνεται με διάλυμα 2% υποχλωριώδους νατρίου, όπου τα καρύδια εμβαπτίζονται επί 30-60 δευτερόλεπτα, μετά ξεπλένονται με νερό και έπειτα απλώνονται στον ήλιο ή σε ξηραντήριο για αποξήρανση.
Βασική προϋπόθεση για ικανοποιητική συντήρηση των καρυδιών είναι το ποσοστό υγρασίας να μην υπερβαίνει το 10%. Η αποθήκευση μπορεί να γίνει σε κοινή αποθήκη αρκεί η θερμοκρασία να μην υπερβαίνει τους 15οC και να υπάρχει καλός αερισμός, ώστε η σχετική υγρασία να μην ξεπερνάει το 65%.
Τα τάγγισμα των ελαίων που περιέχει ο καρπός, εξαιτίας της οξείδωσης, είναι η αιτία για την οποία υποβαθμίζεται η ποιότητα και επιταχύνεται από την υψηλή θερμοκρασία και υγρασία. Η βέλτιστη συντήρηση με κέλυφος γίνεται στους 1-4οC και σχετική υγρασία 50-70%. Η συντήρηση του καρυδιού μπορεί να γίνει με το κέλυφος ή ως ψίχα σε ανοιχτή ή κλειστή συσκευασία (τροποποιημένη ατμόσφαιρα), σε χαμηλή θερμοκρασία ή και σε κατάψυξη.
Στόχος είναι η παρατεταμένη συντήρηση και η αποφυγή τάγγισης (οξείδωσης πολυακόρεστων λιπαρών οξέων). Η συντήρηση των καρυδιών υπό το φως και 21οC προκαλεί εμφανής οξείδωση, ενώ συντήρηση στους 5οC και στο σκοτάδι δεν επιτρέπει την εμφάνιση ταγγίσματος των λιπαρών οξέων του καρυδιού επί 25 εβδομάδες σε ατμόσφαιρα εμπλουτισμένη με 50% Ο2. Τα καρύδια, όπως και άλλοι ξηροί καρποί, πρέπει να συντηρούνται κανονικά. Η συντήρηση σε ακατάλληλες συνθήκες τα καθιστούν ευαίσθητα σε εντομολογικές και μυκητολογικές προσβολές και οι τελευταίες παράγουν αφλατοξίνες, στοιχείο καρκινογένεσης. Κάθε καρύδι προσβεβλημένο από μύκητες θα πρέπει να απορρίπτεται και να απομακρύνεται.
Οι κυριότεροι εχθροί της καρυδιάς είναι η καρπόκαψα που τρυπάει τα καρύδια, οι αφίδες, οι τετράνυχοι, τα ξυλοφάγα έντομα και άλλα. Από τους μύκητες η Armillaria mellea προκαλεί σηψιρριζίες και η φυτόφθορα (Phytophthora) την ασθένεια του λαιμού. Οι νηματώδεις σκώληκες, ιδιαίτερα στα νότια, υπάρχει περίπτωση να προκαλέσουν προβλήματα και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το κατάλληλο υποκείμενο.
Ανθράκωση:
Η ανθράκωση είναι η μια από τις πιο καταστρεπτικές ασθένειες της καρυδιάς, διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Προκαλείται από τον μύκητα Marssonina juglandis (Lib) Magn. με ασκογενή μορφή Gnomonia leptostyla. Προσβάλλει τα φύλλα, τα καρύδια, ακόμη και τους ετήσιους βλαστούς. Η προσβολή εκδηλώνεται στα φύλλα με νεκρωτικές κηλίδες 2-3mm. που συχνά ενώνονται και σχηματίζουν μεγαλύτερες νεκρωτικές επιφάνειες. Τα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και στη συνέχεια πέφτουν.
Η υγρασία ευνοεί την εξέλιξη και την διασπορά της ασθένειας. Έτσι, όταν ο Μάϊος και ο Ιούνιος είναι αρκετά βροχεροί, τότε η ασθένεια μπορεί να πάρει επιδημικές διαστάσεις και να προκληθεί έντονη φυλλόπτωση τον Ιούλιο-αρχές Αυγούστου. Η πρώιμη φυλλόπτωση έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένηση των δένδρων και τη φτωχή καρποφορία ποσοτικά και ποιοτικά. Σε ακραίες περιπτώσεις και μόνο τότε, μπορει να επέλθει και νέκρωση.
Φυτόφθορα:
Στην Ελλάδα θεωρείται από τα σοβαρότερα φυτοπαθολογικά προβλήματα της καρυδιάς καθώς τα προσβεβλημένα δέντρα συνήθως ξηραίνονται. Τα δέντρα που έχουν προσβληθεί παρουσιάζουν χλώρωση των φύλλων, περιορισμένη βλάστηση και συχνά μέχρι την τελική ξήρανση, έντονη καρποφορία. Τα συμπτώματα αυτά στην αρχή μπορεί να παρουσιάζονται σε μερικά μόνο κλαδιά, αργότερα όμως επεκτείνονται σε ολόκληρη την κόμη. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η άφθονη έκκριση κόμμεος χαμηλά στον κορμό, πάνω από το σημείο εμβολιασμού.
Βακτήριωση:
Την προκαλεί ο μύκητας Xanthomonas campestris, με σημαντικές ζημιές στα άνθη, όπου επέρχεται και πτώση των θηλυκών άνθεων. Προσβάλλει και τους καρπούς όπου και επιφέρει πτώση των μικρών καρπών και μαύρισμα της ψίχας. Η ξήρανση των ανθέων και τα έλκη στους κλάδους μοιάζουν πολύ με τα αρχικά συμπτώματα που εμφανίζονται στην ασθένεια “βακτηριακό κάψιμο”. Η διάκριση των ασθενειών απαιτεί μεγάλη εμπειρία και γίνεται μόνο με εργαστηριακή εξέταση.
Σηψιρριζίες:
Οι μύκητες του γένους Armillaria προκαλούν σηψιρριζίες σε ένα μεγάλο αριθμό δασικών και καλλιεργούμενων φυτών όπως και στην καρυδιά. Οι προσβολές Armillaria, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες σηψιρριζίες, δημιουργούν συνήθως νεκρώσεις δέντρων κατά ομάδες, αν και σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρούνται και νεκρά μεμονωμένα δέντρα διάσπαρτα. Η προσβολή μπορεί να επεκταθεί και στα γειτονικά δέντρα με επαφή μεταξύ των ριζών. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται αργά και απαιτούνται αρκετά χρόνια για την προσβολή και τη νέκρωση ενός δένδρου. Άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των μυκήτων του γένους Armillaria είναι τα ριζόμορφα. Αυτά μοιάζουν με ριζίδια και είναι κυλινδρικά με διαμέτρο 1-4 mm, χρώματος καστανού έως μαύρου. Τα ριζόμορφα είναι υπόφλοια, μεταξύ φλοιού και ξύλου ή επιφυτικά στον εξωτερικό φλοιό των ριζών και μπορεί να αυξάνονται ελεύθερα στο έδαφος, έχοντας τη δυνατότητα να προσβάλλουν τις ρίζες γειτονικών δένδρων.
Το πιο χαρακτηριστικό σημείο διάγνωσης για την προσβολή των ειδών Armillaria, είναι τα βασιδιοκάρπια (μανιτάρια) τα οποία εμφανίζονται συνήθως κατά δέσμες στη βάση νεκρών και ασθενών δέντρων ή πρέμνων. Αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών Armillaria. 'Εχουν πίλο με χρώμα κιτρινοκαστανό έως ρόδινο και μακρύ στύπο. Εφανίζονται το φθινόπωρο εάν υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας, σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα (1-2 εβδομάδες) μετά την εμφάνιση τους, αποσυντίθενται ή τρώγονται από ζώα και έντομα.
Ίωση στην οποία είναι ευαίσθητη η μαύρη καρυδιά και τα υβρίδια με την αγγλική (Paradox) είναι ο ιός του καρουλιάσματος των φύλλων της κερασιάς. Τα δένδρα παρουσιάζουν την ασθένεια μαύρη γραμμή (black line) στην ένωση εμβολίου υποκειμένου και στη συνέχεια ο εμβολιασμός αποτυγχάνει και το δένδρο ξηραίνεται. Συνιστάται να μη χρησιμοποιούνται τα υποκείμενα που είναι ευαίσθητα στην ίωση αυτή.
Πρόγραμμα καταπολέμησης εχθρών και ασθενειών της καρυδιάς, χρησιμοποιώντας κατάλληλα φάρμακα και στη σωστή συγκέντρωση σύμφωνα με τις οδηγίες του ΥΠΑΑΤ:
Εποχή Επέμβασης – Στάδιο ανάπτυξης | Εχθροί – Ασθένειες |
| Ανθράκωση, Βακτηρίωση |
| Καρπόκαψα |
| Καρπόκαψα |
| Καρπόκαψα |
| Καρπόκαψα |
Βιβλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.
Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών