Η Ελαιοκράμβη είναι ένα ετήσιο, βιομηχανικό φυτό, με προέλευση από την περιοχή της Μεσογείου. Καλλιεργείται κυρίως για την παραγωγή ελαίου και αποτελεί την κύρια πηγή παραγωγής biodiesel στην ΕΕ, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς (40-45%) της σε έλαια. Τα υπολείμματα της καλλιέργειας (πίτα), έχουν υψηλή περιεκτικότητά σε πρωτεΐνες (10-45%) και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή.
Η απόδοση της κυμαίνεται μεταξύ 120-250kg/ στρέμμα χωρίς άρδευση, ενώ με επαρκή άρδευση η απόδοση μπορεί να φτάσει μέχρι και σε 400kg/ στρέμμα. Από ένα τόνο σπόρου ελαιοκράμβης με περιεκτικότητα λαδιού 35-40% μπορούν να παραχθούν 0,35-0,4 τόνοι biodiesel, 600-650kg πίτας (με υγρασία) και 0,035-0.04 τόνοι γλυκερίνης.
Ομάδα Oleifera: ελαιοκράμβη για την εξαγωγή λαδιού
Ομάδα Napobrassica: με σαρκώδη εδώδιμη ρίζα
Ομάδα Pabularia: σιβηρική λαχανίδα με εδώδιμα φύλλα
Αναπτύσσεται σε περιοχές που συνδυάζουν ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι ενώ η ιδανική θερμοκρασία βλάστησης και ανάπτυξης είναι 10 με 20°C και η ελάχιστη 0°C. Αντέχει μέχρι τους -15°C, αρκεί το φυτό να φτάσει στο στάδιο της ροζέτας (6-8 φύλλα) και το ριζικό σύστημα που είναι απαραίτητο για την διαχείμαση του φυτού, να έχει αναπτυχθεί.
Η ελαιοκράμβη καλλιεργείται σε πολλούς τύπους εδαφών, προτιμά όμως τα βαθιά, καλά στραγγιζόμενα και πλούσια σε οργανική ουσία εδάφη. Ευδοκιμεί σε εδάφη με εύρος ph 5,5-8,5, αλλά ιδανικά αποτελέσματα δίνει σε ph 6-7,5. Πρέπει να αποφεύγονται τα εδάφη τα οποία μετά τη βροχή σχηματίζουν κρούστα.
Η σπορά της γίνεται και το φθινόπωρο και την άνοιξη, εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και το αν η καλλιέργεια ακολουθηθεί κάποιο σύστημα αμειψισποράς ή όχι. Στην Ελλάδα σπέρνεται από Σεπτέμβριο έως Οκτώβριο. Η σπορά πραγματοποιείται γραμμικά σε απόσταση 25-45cm μεταξύ των γραμμών και 3,5-5,5cm επί της γραμμής. Γίνεται σε βάθος 1-2cm με σπαρτική μηχανή σιταριού και απαιτείται 3,5 -5kg κιλά σπόρου το εκτάριο.
Η προετοιμασία του εδάφους είναι παρόμοια με εκείνη των χειμερινών σιτηρών και συνίσταται στελεχοκοπή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας και ενσωμάτωση τους. Η κατεργασία με όργωμα και δισκοσβαρνα στοχεύει στη δημιουργία κατάλληλης σποροκλίνης για την εξασφάλιση γρήγορου φυτρώματος.
Η αμειψισπορά στην καλλιέργεια της ελαιοκράμβης συνίσταται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μυκητολογικών ασθενειών και εντομολογικών προσβολών. Η εναλλαγή με χειμερινά σιτηρά ή χειμερινά ψυχανθή θεωρείται επωφελής πρακτική.
Οι απαιτήσεις της καλλιέργειας σε νερό ανέρχονται σε 400-450 mm στη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Η επάρκεια νερού αυξάνει τον αριθμό των καρπών ανά φυτό. Στην περίπτωση που η διαθεσιμότητα του νερού είναι περιορισμένη συνιστώνται 2-3 αρδεύσεις, κατά την σπορά, την άνοιξη στην άνθηση και στο γέμισμα του σπόρου.
Για την κάλυψη των αναγκών της καλλιέργειας συνιστάται η χορήγηση 10-15kg/ στρέμμα αζώτου, 5-7kg/ στρέμμα P2O5 και 6-8 kg/στρέμμα Κ2Ο. Η χορήγηση των λιπασμάτων γίνεται με βασική λίπανση κατά της σπορά με λιπασματοδιανομείς.
Τα ζιζάνια αποτελούν απειλή για την ελαιοκράμβη κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξής της, οπότε χαρακτηρίζεται από μικρή ανταγωνιστική ικανότητα. H ύπαρξη αγρωστωδών ζιζανίων προκαλεί μεγαλύτερες απώλειες συγκριτικά με τα πλατύφυλλα ζιζάνια και η παρουσία τους σε μεγάλο πληθυσμό μπορεί να μειώσει την τελική απόδοση έως και 50%. Τα αγρωστώδη ζιζάνια που προκαλούν τις σοβαρότερες απώλειες στην καλλιέργεια της ελαιοκράμβης, είναι ο βέλιουρας (Sorghum halepense), η φάλαρη (Phalaris spp.), η αγριάδα (Cynodon dactylon), η αλεπονουρά (Alopecurus myosuroides) και η αγριοβρώμη (Avena spp.). Τα κυριότερα πλατύφυλλα ζιζάνια είναι το βλήτο (Amaranthus retroflexus), ο στύφνος (Solanum nigrum), η μολόχα (Malva spp.), η μεγαλόκαρπη κολλητσίδα (Galium aparine), η στελλάρια (Stellaria spp.), η βερόνικα (Veronica spp.), το άγριο σινάπι (Sinapis arvensis), και το χαμομήλι (Chamomilla recutita).
Η ελαιοκράμβη προσβάλλεται από διάφορες ασθένειες και εχθρούς.
Οι κυριότεροι εχθροί είναι:
Αφίδες:
Έντομα που προκαλούν σοβαρές ζημιές και σημαντικές απώλειες στην παραγωγή και συμπεριλαμβάνονται τους σοβαρότερους εχθρούς πολλών καλλιεργειών. Στην οικογένεια Aphididae ανήκουν πολλά διαφορετικά είδη που συναντώνται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, με τα πιο κοινά να είναι τα Aphis fabae, Myzus persiceae. Το Brevicoryne brassicae, επίσης προσβάλει διάφορα καλλιεργούμενα αλλά και αυτοφυή σταυρανθή.
Τρέφονται σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους μυζώντας τους φυτικούς χυμούς, εξασθενώντας έτσι τα φυτά, ενώ συγχρόνως προκαλούν παραμορφώσεις στα προσβεβλημένα μέρη με την έκκριση τοξικής σιέλου. Στα προσβεβλημένα φύλλα παρατηρείται συστροφή, όπου οι αφίδες σχηματίζουν μεγάλες αποικίες. Τα σοβαρά μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και τα μέρη τους δεν αναπτύσσονται επαρκώς. Εκκρίνουν επίσης μεγάλες ποσότητες μελιτωδών ουσιών, που αργότερα εποικίζονται από σκουρόχρωμους μύκητες της καπνιάς (δευτερογενής προσβολή), με πολύ σοβαρές επιπτώσεις για τα φυτά. Δεν αντιμετωπίζονται εύκολα, λόγω του ταχύτατου ρυθμού αναπαραγωγής τους, αλλά και της ανθεκτικότητας που έχουν αναπτύξει στα κοινά αφιδοκτόνα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η τήρηση καλή φυτοϋγιεινής, ώστε να αποφεύγονται οι αναμολύνσεις. Για την αντιμετώπιση τους, συνίσταται η καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, αμέσως μετά την συγκομιδή, καθώς και η συστηματική καταπολέμηση των ζιζανίων. Εφικτή είναι και η αντιμετώπιση με βιολογικά μέσα, καθώς οι αφίδες έχουν πολλούς φυσικούς εχθρούς που μπορούν να ελέγχουν ικανοποιητικά τους πληθυσμούς τους. Οι πιο γνωστοί είναι το αρπακτικό Aphidoletes aphidimyza και το παράσιτο Aphidius matricariae.
Πιερίς:
Επιβλαβές έντομο για τα φυτά κατά το στάδιο της προνύμφης. Στην Ελλάδα έχει 3-4 γενιές το χρόνο και διαχειμάζει με την μορφή της πούπας, σε κορμούς δέντρων, τοίχους, φράχτες και υπολείμματα καλλιεργειών. Νωρίς την άνοιξη τα θηλυκά εναποθέτουν τα αυγά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Οι νεαρές τρέφονται στην αρχή με το έλασμα των φύλλων, αφήνοντας τα μεσαίου μεγέθους νεύρα, ενώ αργότερα η καταστροφή της φυλλικής επιφάνειας είναι τέτοια που μόνο τα πολύ χονδρά νεύρα μένουν ανέπαφα. Η αντιμετώπιση του είναι σχετικά εύκολη, επειδή βρίσκεται πάνω στην φυλλική επιφάνεια, απαιτείται όμως έγκαιρη διαπίστωση της ύπαρξης του, ώστε οι επεμβάσεις να γίνουν προτού επεκταθεί η προσβολή. Θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ισχυρών εντομοκτόνων ουσιών και συνιστάται η εφαρμογή πυρεθροειδών και μικροβιακών σκευασμάτων όπως του Bacillus thuringiensis.
Τετράνυχος:
Πολυφάγο άκαρι, που προκαλεί σημαντικές ζημιές σε όλο τον κόσμο και όταν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποξηράνει το φύλλωμα και να προκαλέσει την μάρανση των φυτών. Ξεχειμωνιάζει σαν γονιμοποιημένο θηλυκό σε διάπαυση, σε ρωγμές, φυτικά υπολείμματα και ζιζάνια. Το θηλυκό εναποθέτει τα αυγά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων κοντά στις νευρώσεις. Διαθέτει υψηλή αναπαραγωγική ικανότητα σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία και χαμηλή υγρασία και μπορεί να παρατηρηθούν αλλεπάλληλες γενιές την ίδια καλλιεργητική περίοδο. Βρίσκονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, μυζώντας τους φυτικούς χυμούς, με αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους, παρά μόνο με την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Στην αρχή, δημιουργούνται υπόλευκα στίγματα στην πάνω επιφάνεια των φύλλων κοντά στις νευρώσεις και στη συνέχεια, και εφόσον η προσβολή προχωρήσει, το έλασμα κιτρινίζει, η κάτω επιφάνεια γίνεται σκουρόχρωμη και καλύπτεται από τον χαρακτηριστικό αραχνοειδή ιστό. Στο τέλος, τα φύλλα συστρέφονται, ξεραίνονται και σχίζονται. Κατά τους θερμούς και ξηρούς μήνες, στην περίπτωση που η προσβολή τους δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να προκληθεί καθολική ξήρανση των φυτών. Η αντιμετώπιση τους λόγω του μικρού μεγέθους, του ότι βρίσκονται στην κάτω μεριά των φύλλων, του γρήγορου πολλαπλασιασμού και του σύντομου βιολογικού κύκλου, είναι δύσκολη. Θα πρέπει να καταστρέφονται τα φυτικά υπολείμματα αρχικά, και έπειτα να ακολουθείται συστηματική αντιμετώπιση των ζιζανίων, ώστε να περιορίζονται οι διαχειμάζουσες μορφές, και να αποφεύγεται η υπερβολική αζωτούχα λίπανση. Για να αντιμετωπιστεί με χημικούς τρόπους, υπάρχουν κατάλληλα φάρμακα, ίδια και για τις αφίδες, όπως το diazinon, dimethoate, oxydemeton-methyl κ.α.. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του με βιολογικά μέσα, χρησιμοποιείται με επιτυχία το αρπακτικό Phytoseiulus persimilis.
Οι κυριότερες ασθένειες είναι η σκληρωτίνα, το βερτισίλλιο, το ωίδιο. Αντιμετωπίζονται είτε με χημικά, είτε με προληπτικά μέσα που περιλαμβάνουν τη χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, τη σπορά σε απαλλαγμένο από μύκητες έδαφος, την εφαρμογή αμειψισποράς και την καταπολέμηση φυτών ξενιστών.
Σκληρωτίνια:
Προκαλείται από τον ασκομύκητα Sclerotinia sclerotiorum και έχει ευρύτατο φάσμα ξενιστών. Τα φυτά μολύνονται σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης τους, συχνότερες όμως είναι οι προσβολές στα αναπτυγμένα φυτά. Η προσβολή εμφανίζεται στη περιοχή του λαιμού που σύντομα εξαπλώνεται προς το στέλεχος και τη ρίζα. Σχηματίζει εκτεταμένο έλκος που καλύπτεται από πυκνό βαμβακώδες λευκό μυκήλιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται μαύρα ευμεγέθη σκληρώτια. Η ασθένεια ευνοείται από υψηλή ατμοσφαιρική και εδαφική υγρασία και αναπτύσσεται σε θερμοκρασία από 0 έως 25oC με ιδανική θερμοκρασία μεταξύ 15-20oC. Για την εκδήλωση της ασθένειας, θα πρέπει τα φυτά να είναι υγρά για αρκετές ώρες. Το παθογόνο επιβιώνει με το μυκήλιο του στους προσβεβλημένους ή νεκρούς φυτικούς ιστούς, αλλά κυρίως με τα σκληρώτια στο έδαφος. Για να αντιμετωπιστεί, συνιστώνται προληπτικά, περιορισμός της εδαφικής υγρασίας, αραιή φύτευση, καλή αποστράγγιση εδάφους και αποφυγή υπερβολικής άρδευσης. Επίσης, εκρίζωση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτών, εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης εδάφους για την καταστροφή των σκληρωτίων, καθώς και προληπτικοί ψεκασμοί με benomyl, iprodione, vinclozonil ή dichloran.
Βερτισσίλιο:
Αδρομύκωση που οφείλεται στο παθογόνο Verticillium dahliae. Εδαφογενής ασθένεια και οι μολύνσεις των φυτών γίνονται κυρίως από τις ρίζες. Μετά από την είσοδο του μύκητα στις ρίζες, προχωρά και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου, με αποτέλεσμα τα φυτά να γίνονται καχεκτικά και να οδηγούνται σε αποξήρανση. Κύριο σύμπτωμα είναι ένας καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων. Συχνά, τα φυτά εμφανίζουν το σύνδρομο βραδέως μαρασμού, με την μορφή ημιπληγίας (μόνο από τη μια πλευρά του φυτού). Η ασθένεια ευνοείται από μεσαίες θερμοκρασίες 21-27oC και γι' αυτό αποτελεί σοβαρό παθογόνο σε θερμότερες περιοχές. Έχει συχνότερη παρουσία σε ουδέτερα-αλκαλικά εδάφη. Επιβιώνει στο έδαφος με τα μικροσκληρώτια για αρκετά χρόνια (8-14), και σαν μυκήλιο στους προσβεβλημένους φυτικούς ιστούς, αλλά και σε πλήθος ζιζανίων ξενιστών όπως τα Calentula avvensis, Geranium dissctum, Malva sylvestris, Solanum nigrum κ.α. Επειδή πρόκειται για ιδιαίτερα καταστροφική ασθένεια συνίσταται να χρησιμοποιούνται ανθεκτικές ποικιλίες και υβρίδια, εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης του εδάφους, συστηματική αντιμετώπιση των ζιζανίων ξενιστών και αμειψισπορά με μη ευπαθή φυτά όπως το βαμβάκι, η τομάτα, η πατάτα.
Μαύρος λαιμός:
Η κυριότερη ασθένεια στην Ευρώπη για την καλλιέργεια της ελαιοκράμβης. Προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού, λαιμό, ρίζα, στέλεχος και φύλλα σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του. Η ασθένεια οφείλεται στον ασκομύκητα Leptosphaeria maculans, του οποίου η ατελής μορφή του, που είναι και η παρασιτική φάση του παθογόνου, ονομάζεται Phoma lingam. Οι έντονες μολύνσεις προκαλούν τήξεις φυταρίων. Εμφάνιση κηλίδων στα φύλλα, όπου στο κέντρο τους εμφανίζονται και μαύρα στίγματα (πυκνίδια). Στα μεγαλύτερα φυτά η προσβολή εντοπίζεται συνήθως στη βάση στου στελέχους με τον σχηματισμό έλκους. Τα έλκη που εμφανίζονται στην περιοχή του λαιμού επεκτείνονται και στις ρίζες και τα φυτά που έχουν μολυνθεί σε μεγάλο βαθμό στο τέλος ξεραίνονται. Η ασθένεια ευνοείται από το υγρό περιβάλλον και θερμοκρασίες 18-24oC. Διαχειμάζει στα υπολείμματα τις καλλιέργειας και επιβιώνει σε αυτά μέχρι και 3 χρόνια. Για να αντιμετωπιστεί θέλει υγιείς σπόρος, απολύμανση ύποπτου σπόρου με μείγμα benomyl και thiram ή και με iprodione που ελέγχει και την αλτερναρίωση. Αμειψισπορά τουλάχιστον 3-4 ετών κατά την οποία να μη καλλιεργούνται σταυρανθή και καταστροφή των αυτοφυών σταυρανθών. Επίσης, χρειάζεται εκρίζωση και κάψιμο των προσβεβλημένων φυτών και καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, τα οποία δεν πρέπει να δίνονται ούτε ως τροφή στα ζώα. Ψεκασμοί με thiabendazole ή συνδυασμός αυτού με thiram.
Eφαρμόζεται προσπαρτική ζιζανιοκτονία με τη χρήση σκευασμάτων της οικογένειας των δινιτροανιλινες. Σε περιπτώσεις δυσεξόντωτων αγρωστωδών ζιζανίων συστήνεται η εφαρμογή μεταφυτρωτικής ζιζανιοκτονίας με σκευάσματα της οικογένειας των αρυλοξυφαινοξυπροπιονικών, κατά το στάδιο των δύο πρώτων φύλλων. Επίσης, συνήθης πρακτική αποτελεί η χρήση σκευασμάτων της οικογένειας των διπυριλιδίων, λίγο πριν τη σπορά και εφόσον έχουν φυτρώσει τα ζιζάνια. Προληπτικά μέτρα περιλαμβάνουν επιλογές ποικιλιών, πυκνοτήτα φύτευσης, χρόνος σποράς και συστήματος αμειψισποράς.
Ιδανική εποχή συγκομιδής είναι όταν η υγρασία του σπόρου κυμαίνεται μεταξύ 9-10%, αλλά συνήθως στη χώρα μας, λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών που επικρατούν, γίνεται όταν η υγρασία σπόρου είναι 15-16%, για να μειωθεί ο κίνδυνος απωλειών λόγω “τινάγματος” του σπόρου. Η συγκομιδή πραγματοποιείται με δύο τρόπους, είτε με θερισμό στο ύψος των 25-30cm, ξήρανση των φυτών με έκθεση στον αγρό και αλωνισμό με αλωνιστική μηχανή σιτηρών, είτε με θεριζοαλωνιστική μηχανή σιτηρών. Η συγκομιδή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες γίνεται κυρίως με θεριζοαλωνιστικές μηχανές, λόγω του χαμηλότερου κόστους.
Βιβλιογραφία:
Γεωργία Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας, Δημήτριος Μπιλάλης, Παναγιώτα Παπαστυλιανού, Ηλιας Σ. Τραυλός, Εκδ. πεδίο (534-542)