Η κερασιά (Κέρασος ο γλυκόκαρπος – Prunus avium), προέρχεται από την ανατολική Ασία και η βυσσινιά (Κερασιά η ξυνόκαρπος – Prunus cerasus) από τη Μικρά Ασία, καλλιεργούνται για τα φρούτα τους, τα οποία είναι μικρές δρύπες με μακριούς ποδίσκους και κίτρινο, κόκκινο ή μαύρο χρώμα, ανάλογα με την ποικιλία. Ανήκει στην οικογένεια Rosaceae, υποοικογένεια Prunoideae, στο γένος Prunus L. και στο υπογένος Cerasus.
Είναι ανθεκτικά δέντρα, εύκολης καλλιέργειας, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Η κερασιά καλλιεργείται με επιτυχία, όχι μόνο στους εξειδικευμένους οπωρώνες αλλά και στους κήπους. Εκτός από τα νόστιμα φρούτα, η κερασιά έχει και σημαντική διακοσμητική αξία αφού λειτουργεί και σαν καλλωπιστικό φυτό, χάρη στα όμορφα, άσπρα λουλούδια της.
Η καλλιεργούμενη έκταση κερασιάς στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, εμφανίζει τάσεις ελαφράς ανόδου. Από αυτές τις εκτάσεις το 80% περίπου βρίσκεται στη Μακεδονία, με επίκεντρο τους Νομούς Πέλλας και Ημαθίας, όπου βρίσκεται το 65%-70% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων κερασιάς της χώρας μας.
Η Ελλάδα έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη πλην της Τουρκίας, της πρωιμότερης ωρίμανσης των ποικιλιών κερασιάς κατά 10-15 ημέρες και αυτό διευρύνεται περισσότερο με την καλλιέργεια της κερασιάς σε περιοχές ακόμη πιο πρώιμες, όπως π.χ. η Φθιώτιδα, η Αιτωλοακαρνανία κ.ά..
Τα κεράσια που τρώγονται φρέσκα ανήκουν σε ποικιλίες της Κερασιάς της γλυκόκαρπης (Prunus avium). Οι ποικιλίες του βύσσινου χρησιμοποιούνται, αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό για την παρασκευή ποτών (μαρασκίνο, κιρς, κλπ.) γλυκών του κουταλιού, μαρμελάδων, σιροπιών, χυμών, κλπ.. Η κερασιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, ύψους 10-15 μ. με πλατιά κόμη, διαμέτρου 8-10 μ., που παίρνει κωνικό σχήμα όταν η ανάπτυξη της γίνεται ελεύθερα, μεγάλου μεγέθους, με βλάστηση συνήθως ορθόκλαδη. Ο φλοιός του δέντρου είναι λείος και χρώματος γκρι.
Τα φύλλα είναι απλά, ελλειψοειδή, διπλά οδοντωτά και αδενοφόρα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους και η διάκριση των οφθαλμών μακροσκοπικά είναι δύσκολη. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι διατεταγμένοι προς τη βάση του βλαστού του έτους, εκπτύσσονται νωρίτερα από τους ξυλοφόρους και ο καθένας περικλείει 1-5 άνθη, συνήθως 2-3. Τα άνθη έχουν λευκό χρώμα με μακρύ ποδίσκο και παράγονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα, έναν ύπερο και περίπου 30 στήμονες. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και ένα στύλο.
Η ωοθήκη είναι μονόχωρη, με δυο σπερματικές βλάστες, από τις οποίες γονιμοποιείται η μία, η οποία εξελίσσεται σε σπέρμα του καρπού. Ο καρπός είναι δρύπη και έχει σχήμα σφαιρικό έως καρδιόσχημο. Ο φλοιός είναι λεπτός, με χρώμα κίτρινο ή κόκκινο ή μαύρο. Η σάρκα είναι κίτρινη έως βαθυκόκκινη (σχεδόν μαύρη), τραγανή (τραγανόσαρκα) ή μαλακή (μαλακόσαρκα), εκπύρηνη ή ημισυμπύρηνη, με γλυκιά γεύση. Ο πυρήνας είναι σφαιρικός έως ελλειψοειδής, λείος και διακριτικός μορφολογικά, χρήσιμος για τη διάκριση των ποικιλιών.
Η βυσσινιά (Κέρασος ο ξυνόκαρπος – Prunus cerasus) είναι πιο μικρή από την κερασιά (έχει ύψος 4-6 μ.), έχει όρθια φύλλα και καρπούς με κόκκινη σάρκα και όξινη γεύση. Τα λουλούδια, εξάλλου, βγαίνουν σε μεγάλο ποσοστό πάνω σε μεικτά κλαδιά, ηλικίας ενός χρόνου και όχι πάνω σε κεντριά.
Οι ποικιλίες της κερασιάς χωρίζονται σε δύο ομάδες: τα μαλακόκαρπα, με μαλακή σάρκα και πρώιμη ωρίμανση και τα τραγανόκαρπα που έχουν καρπούς με σκληρή σάρκα και οψιμότερη ωρίμανση.
Από τις μαλακόκαρπες ποικιλίες είναι χρήσιμο να αναφερθούν οι: «Μόρα ντι Βινιόλα», «Μαγιάτικη», «Πρώιμη της Μάρκα», «Πρώιμη του Αγίου Πέτρου».
Από τις τραγανόκαρπες ποικιλίες οι πιο διαδομένες είναι οι: «Μπιγκαρώ Ναπολεόν», «Μπιγκαρώ Μορώ», κλπ., οι τραγανές: «Τραγανή μαύρη», «Τραγανή της Βινιόλα», «Τραγανή της Μάρκα», κλπ.
Τα μαύρα (ποικιλία με σκουροκόκκινη, σχεδόν μαύρη, φλούδα) και τα ανοιχτόχρωμα κεράσια (ποικιλία με κίτρινη φλούδα ή κιτρινωπή με κόκκινες ραβδώσεις) ανήκουν τόσο στην ομάδα των μαλακόκαρπων όσο και στην ομάδα των τραγανόκαρπων. Ελληνικές ποικιλίες κερασιών είναι τα «Τραγανά Εδέσσης», η ποικιλία «Ναπολέων», τα «Τραγανά Βόλου», η «Φράουλα Βόλου», τα «Πρώιμα Κολινδρού» και τα διάφορα «Πετροκέρασα».
Η επιλογή των ποικιλιών εξαρτάται από την περιοχή στην οποία πρόκειται να γίνει η καλλιέργεια τους. Οι πρώιμες ποικιλίες κινδυνεύουν λιγότερο από τις προσβολές της μύγας των κερασιών και κατά συνέπεια παράγουν πιο γερούς καρπούς (δηλαδή χωρίς προνύμφες).
Οι ποικιλίες βυσσινιάς χωρίζονται σε δυο μεγάλες ομάδες: Αμαρένες και Βισολόνες.
Οι Αμαρένες είναι πικρές και περιλαμβάνουν τις ποικιλίες: Βυσσινιά της Πεσκάρα, Βυσσινιά με κοντό ποδίσκο και Βυσσινιά του Βορρά.
Οι Βισολόνες ονομάζονται επίσης Μαρασκόνες και περιλαμβάνουν τις ποικιλίες «Αυτοκράτειρα Ευγενία», «Ωραία του Σατενέ», «Δούκισσα του Πολλάν».
Από τις ελληνικές ποικιλίες βυσσινιάς αναφέρουμε την «Πολίτικη», τη «Μεγαλόκαρπη Φλωρίνης» και τη «Μεγαλόκαρπη Τριπόλεως».
Ο πολλαπλασιασμός της βυσσινιάς γίνεται με σπόρο και ακολουθείται η εξής διαδικασία: στρωματώνονται οι σπόροι τον Αύγουστο, την επόμενη άνοιξη γίνεται η σπορά σε ύπαιθρο φυτώριο και τέλος, το φθινόπωρο, τα νεαρά δενδρύλλια μεταφυτεύονται σε φυτώριο.
Αντίθετα, στην περίπτωση της κερασιάς, αυτή η μέθοδος πολλαπλασιασμού χρησιμοποιείται μόνο για παραγωγή υποκειμένων, γιατί τα δέντρα που προέρχονται από σπόρο παρουσιάζουν ιδιότητες διαφορετικές από εκείνες των μητρικών δέντρων. Ο πολλαπλασιασμός των ποικιλιών της κερασιάς γίνεται με εμβολιασμό. Κάνουμε χρήση κοιμώμενου οφθαλμού τον Αύγουστο ή τριγωνικού εγκεντρισμού ή υπόφλοιου στεφανίτη τον Φεβρουάριο.
Τα υποκείμενα που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι η αγριοκερασιά, συγκεκριμένα το σπορόφυτο κερασιάς και η μαχλεπιά. Η αγριοκερασιά παράγεται από σπόρο άγριας ή καλλιεργημένης κερασιάς. Οι κερασιές οι οποίες εμβολιάζονται σε αγριοκερασιά γίνονται ψηλότερες, μπαίνουν σε παραγωγή 6-8 χρόνια μετά τον εμβολιασμό, είναι ανθεκτικές στο κρύο, αλλά δεν ανέχονται τα ασβεστολιθικά και υγρά εδάφη. Επιπλέον, έχουν την δυνατότητα να καρποφορούν για 50 περίπου χρόνια.
Η μαχλεπιά (Cerasus Mahaleb) ονομάζεται επίσης και «Κερασιά της Αγίας Λουκίας». Οι κερασιές που εμβολιάζονται πάνω σε μαχλεπιά εισέρχονται νωρίτερα σε παραγωγή (ύστερα από 3-4 χρόνια) είναι πιο ανθεκτικές στο κρύο, την ξηρασία, τα ασβεστολιθικά εδάφη αλλά λιγότερο στην υγρασία και παράγουν καρπούς για 25 περίπου χρόνια.
Εκτός από αυτά που είναι τα πιο διαδομένα υποκείμενα, χρησιμοποιούνται και η αγριοβυσσινιά και το Ε.Μ.F. 121. Τα δέντρα που εμβολιάζονται σε αυτό το τελευταίο υποκείμενο έχουν μεγαλύτερη αντοχή στις αρρώστιες. Η επιλογή του υποκειμένου γίνεται βάσει κλίματος, φύσης του εδάφους και διαθέσιμου χώρου, γιατί οι διαστάσεις που αποκτούν τα δέντρα έχουν σχέση με τον τύπο του υποκειμένου.
Οι ποικιλίες της κερασιάς στο σύνολο τους εκτός από τη Stella που είναι αυτογόνιμη, είναι αυτόστειρες (αυτοασυμβίβαστες) και μερικές και αλληλόστειρες (αλληλοασυμβίβαστες). Επομένως, η σταυρεπικονίαση είναι αναγκαία για την κερασιά, για να εξασφαλιστεί λοιπόν επιβάλλεται η συγκαλλιέργεια ποικιλιών αλληλοσυμβιβαστών και συνανθουσών. Επίσης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί και ο παράγοντας μέλισσα (μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα).
Τα άνθη της κερασιάς παραμένουν ανοιχτά για 7-8 μέρες. Μόλις ανοίξει το άνθος, το στίγμα είναι δεκτικό, αλλά οι ανθήρες είναι κλειστοί και αρχίζουν να ανοίγουν λίγο μετά το άνοιγμα των ανθέων και συνεχίζουν κατά τη δεύτερη μέρα. Για μια ικανοποιητική παραγωγή απαιτείται καρπόδεση σε ποσοστό 21 έως 32% ανθοφορίας.
Τελευταία μερικοί ερευνητές διατύπωσαν ότι οι αυτογόνιμες ποικιλίες κερασιάς, αν καρποδένουν πάρα πολύ, πιθανόν να είναι ανεπιθύμητες, γιατί το μέγεθος του καρπού δε θα είναι ικανοποιητικό σε περίπτωση που δεν γίνει αραίωμα καρπών, το οποίο αυξάνει σημαντικά το κόστος παραγωγής. Για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής σ' έναν κερασεώνα συνιστάται ο συνδυασμός ποικιλιών.
Η συλλογή της γύρης της κερασιάς γίνεται εύκολα από ανθοφόρους οφθαλμούς, λίγο πριν το διαχωρισμό των πετάλων. Οι οφθαλμοί “ενεργοποιούνται” με εμβάπτιση των κλάδων των σε νερό και την τοποθέτηση τους σε θερμοκήπιο ή ένα θερμό δωμάτιο. Τα ανοιχτά άνθη τρίβονται σε ένα ειδικό κόσκινο, το οποίο συγκρατεί τα πέταλα και τα λοιπά υπολείμματα των ανθέων και αφήνει να διέλθουν οι ανθήρες. Στη συνέχεια, οι ανθήρες τοποθετούνται σε γυαλιστερό χαρτί και επιδέχονται ξηραξία για περίπου 12 ώρες στους 22oC ή σε ελαφρά μεγαλύτερη θερμοκρασία.
Η γύρη απελευθερώνεται από τους ξηρούς ανθήρες εύκολα, αλλά ορισμένα ελαφρά κτυπήματα αυξάνουν την ποσότητα της. Στη συνέχεια τοποθετείται σε γυάλινο βάζο ερμητικά κλειστό και διατηρείται στο ψυγείο μέχρι την χρήση της. Αν πρόκειται να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, το βάζο αφού κλειστεί καλά και με βαμβάκι φυλάσσεται στην κατάψυξη (-20oC).
Όταν ο επικονιαστής φυτεύεται σε ποσοστό 10%, θα φυτευτεί σε κάθε τρίτη σειρά στο τρίτο δέντρο, ενώ όταν ο επικονιαστής φυτεύεται σε ποσοστό 30%, θα φυτευτεί ολόκληρη η τρίτη σειρά, χωρίς όμως τα παραπάνω να αποτελούν και περιορισμό, ειδικά σε περιπτώσεις που είναι και αυτοί εμπορικές ποικιλίες. Σε σύγχρονους κερασεώνες, η τάση φύτευσης επικονιαστών είναι σειρά παρά σειρά ή δέντρο παρά δέντρο, δεδομένου ότι και αυτοί είναι εμπορικές ποικιλίες. Ειδικά, η περίπτωση δέντρο παρά δέντρο έχει καλά αποτελέσματα σε χρονιές με δύσκολες συνθήκες κατά την εποχή της επικονίασης.
Η αύξηση του καρπού της κερασιάς γίνεται σε τρεις περιόδους:
Πρώτη περίοδος:
Είναι περίπου ίσης διάρκειας για κάθε ποικιλία, πρώιμη ή όψιμη και χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του καρπού σε όγκο (ο καρπός αποκτά το 60% του τελικού του μεγέθους).
Δεύτερη περίοδος:
Είναι μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ανάλογα με την πρωϊμότητα ή οψιμότητα της ποικιλίας και χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του ενδοκάρπιου, αύξηση του εμβρύου και πολύ αργή αύξηση του καρπού.
Τρίτη περίοδος:
Έχει την ίδια διάρκεια με την πρώτη περίοδο και χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του περικάρπιου λόγω διόγκωσης των κυττάρων.
Η είσοδος του δένδρου στην καρποφορία εξαρτάται από την ποικιλία και από το υποκείμενο. Στόχος των παραγωγών είναι η γρήγορη είσοδος των δένδρων στην καρποφορία. Η καρποφορία της κερασιάς γίνεται κυρίως πάνω σε ροζέτες και στη βάση των βλαστών του προηγούμενου έτους. Οι ροζέτες έχουν διάρκεια ζωής έως 7 χρόνια, η καλύτερη ποιότητα καρπών όμως επιτυγχάνεται σε ροζέτες νεαρής ηλικίας.
Παρατηρήσεις και μετρήσεις που έγιναν στις Η.Π.Α. έδειξαν ότι όταν οι ετήσιοι βλαστοί έχουν μήκος από 30-45εκ.. Τότε το ποσοστό των βλαστοφόρων οφθαλμών κυμαίνεται στο 20-40%, των δε ανθοφόρων στο 60-80%. Έτσι, εξασφαλίζεται μια ικανοποιητική παραγωγή και συγχρόνως ικανός αριθμός βλαστοφόρων οφθαλμών για το σχηματισμό νέας βλάστησης, ροζετών και φυλλώματος.
Το επιθυμητό μήκος των βλαστών καθώς και τα επιθυμητά ποσοστά ανθοφόρων και βλαστοφόρων οφθαλμών επιτυγχάνονται με συνδυασμό λίπανσης και κλαδέματος. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί της κερασιάς και βυσσινιάς είναι σύνθετοι και ο κάθε οφθαλμός παράγει 1-3 άνθη. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 40-50 χρόνια.
Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός κερασεώνα, πρέπει να οργωθεί πριν από τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα στοχεύει στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν από το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις, όπου άλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων.
Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε προτείνεται προσθήκη 2-3 τόνων ανά στρέμμα για να βελτιωθεί η γονιμότητα του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δέντρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη. Πριν από τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δέντρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm, και ακολουθεί η φύτευση. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν και στο φυτώριο και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων.
Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά μέχρι την πλήρωση των λάκκων, αποφεύγοντας να προκληθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, η οποία στοχεύει στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, 2 παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των δενδρυλλίων κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους.
Η καλλιέργεια του εδάφους του κερασεώνα έχει στόχο την αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, τη διατήρηση της γονιμότητας του και την ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα.
Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται χωρίζονται σε δυο κατηγορίες:
Τα προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) &
Τα μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων).
Αυτά που χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι από τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και από τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων.
Η φύτευση της κερασιάς γίνεται κατά τετράγωνα και κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Σε περιοχές με παγετώνες συνιστάται να φυτεύεται μετά τη διέλευση τους. Οι αποστάσεις φύτευσης της κερασιάς ποικίλλουν ανάλογα με το υποκείμενο και το σύστημα διαμόρφωσης των δέντρων.
Τα συστήματα διαμόρφωσης των δέντρων κερασιάς που επικρατούν αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο, είναι τα εξής:
Η κερασιά παράγει τα περισσότερα λουλούδια της (επομένως και τους καρπούς) πάνω σε ανθοφόρα κεντριά, που ανανεώνονται μόνα τους για αρκετά χρόνια, εξασφαλίζοντας έτσι μια ανθοφορία και μια καρποφορία πλούσια και σταθερή. Κατά συνέπεια, το κλάδεμα παραγωγής δεν απαιτεί πολλές επεμβάσεις: περιορίζεται στο αραίωμα της κόμης, στο κόψιμο των κλαδιών που έχουν υποστεί ζημιά ή είναι άρρωστα και στην επιβράχυνση των κλαδιών, για να υποβοηθηθεί ο σχηματισμός νέων, ανθοφόρων κεντριών.
Καλό θα είναι να περιορίζεται το κλάδεμα της κερασιάς, γιατί οι κομμένες επιφάνειες τείνουν να βγάζουν κόμμι κι επουλώνονται με δυσκολία.
Η βυσσινιά, αντίθετα, έχει μεγαλύτερη παραγωγή στα μεικτά κλαδιά ενός χρόνου. Το κλάδεμα παραγωγής είναι, επομένως, πιο αυστηρό και συνίσταται στο κόψιμο των διετών κλαδιών (κόβετε το μεγαλύτερο μέρος τους και αφήνετε μόνο ένα μικρό κομμάτι) για να υποβοηθηθεί ο σχηματισμός νέων βλαστών, που θα δώσουν λουλούδια τον ερχόμενο χρόνο.
Σχετικά με το αραίωμα των καρπών της κερασιάς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Στην κερασιά θα πρέπει το ποσοστό των ανθέων που θα δέσουν καρπούς να είναι ψηλότερο απ' εκείνο των άλλων ειδών του γένους Prunus. Το αραίωμα των καρπών με το χέρι, αν και αποτελεσματικό, αποτελεί δαπανηρή εργασία και δε συνηθίζεται.
Κάποιο είδος λεπτομερειακού κλαδέματος σε ενήλικα δέντρα, βοηθάει στη μείωση του αριθμού των ανθοφόρων οφθαλμών και κατά συνέπεια σε μειωμένη καρπόδεση. Ακόμα και ο περιορισμός του χρόνου παραμονής των μελισσοκυψελών στον κερασεώνα κατά την κρίσιμη περίοδο της επικονίασης και γονιμοποίησης συμβάλλει σε μείωση της καρπόδεσης. Η τελευταία αυτή τεχνική δε συνιστάται για ποικιλίες που έχουν μικρή τάση για καρποφορία. Η χρήση χημικοαραιωτικών ουσιών σε πειραματικό επίπεδο, δεν απέφεραν σταθερά και ικανοποιητικά αποτελέσματα, γι’ αυτό και δε συνιστώνται. Η πιο αποδεκτή μέχρι σήμερα μέθοδος αραιώματος των καρπών της κερασιάς είναι το εκλεκτικό κλάδεμα κατά τη ληθαργική περίοδο του δέντρου.
Η κερασιά είναι δέντρο απαιτητικό στις κλιματικές συνθήκες. Ευδοκιμεί σε περιοχές με χειμερινό ψύχος (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από 7oC), ευνοϊκές καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο της άνθησης και δροσερό καλοκαίρι. Η κερασιά όταν βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο, αντέχει τις χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά είναι πολύ ευαίσθητη στον παγετό, πριν τα δέντρα μπουν σε πλήρη λήθαργο.
Αναφέρονται περιπτώσεις καταστροφής ή σοβαρής ζημιάς του κορμού και των βραχιόνων των δέντρων σε θερμοκρασίες γύρω στους -17,8oC κατά τα μέσα Νοεμβρίου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι θερμοκρασίες αυτές δεν προκαλούν ζημιά σ' ένα δέντρο, που βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο. Γι’ αυτό συνιστάται να αποφεύγονται οι όψιμες αναβλαστήσεις ή δευτερεύουσες φάσεις βλάστησης και συντείνεται να μπει νωρίς σε λήθαργο, με την αναστολή των αζωτούχων λιπάνσεων κατά τα τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου και με την αποφυγή ισχυρών ποτισμάτων στις αρχές του φθινοπώρου.
Το χειμερινό ψύχος είναι αναγκαίο για την ομαλή διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της. Αν οι ανάγκες της σε ψύχος δεν ικανοποιηθούν επαρκώς (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από oC), ανάλογα με την ποικιλία), τότε η διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της δε συντελείται πλήρως, με αποτέλεσμα την εκδήλωση του φαινόμενου του παρατεταμένου λήθαργου (καθυστέρηση στην έκπτυξη των οφθαλμών, ανώμαλη άνθηση). Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε περιοχές με σχετικά θερμό χειμώνα.
Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι πολύ ευαίσθητοι στους παγετούς της άνοιξης λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της έκπτυξης τους. Διπλοί ή δίδυμοι καρποί σπάνια παρατηρούνται σε περιοχές με δροσερό καλοκαίρι, ενώ με ζεστό καλοκαίρι κυρίως κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο, το ποσοστό των διπλών καρπών μπορεί να φθάσει μέχρι 20-30%.
Έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι διπλοί καρποί σχηματίζονται στη νοτιοδυτική πλευρά του δέντρου και στο επάκριο τμήμα, σε μήκος ενός μέτρου των κλάδων. Το πρόβλημα των διπλών καρπών αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά μόνο με την επιλογή κατάλληλης τοποθεσίας για εγκατάσταση κερασεώνα. Περιοχές, που υπόκεινται σε ψηλές θερμοκρασίες (32.2oC ή πιο πάνω) κατά τα τέλη της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού πρέπει να αποφεύγονται. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι οι θερμές αρδευόμενες περιοχές γενικά υπόκεινται λιγότερο σε σχίσιμο των καρπών και μυκητολογικές παθήσεις.
Η κερασιά καλλιεργείται σε βαθιά πηλώδη, πηλοαμμώδη, αμμοπηλώδη ή χαλικώδη εδάφη, καθώς και τα αργιλώδη κοκκινοχώματα με καλή υφή. Τα εδάφη πρέπει να κρατούν υγρασία, αλλά να στραγγίζουν καλά και γρήγορα. Επίσης, θα πρέπει να αρδεύονται και το pH τους θα πρέπει να κυμαίνεται από 5,5 έως 8. Η άριστη περιοχή του pH για την καλύτερη ανάπτυξη είναι από 6-7,5. Επιπλέον η υπόγεια στάθμη του νερού κατά τους χειμερινούς μήνες δεν πρέπει να ξεπερνά το 1-1,5m βάθος. Η κερασιά δεν ευδοκιμεί σε ρηχά, ξηρά, σφιχτά και ασβεστούχα εδάφη.
Η κερασιά έχει τις μεγαλύτερες ανάγκες της σε νερό κατά την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού, γιατί η περισσότερη νέα βλάστηση παράγεται κατά τη διάρκεια ανάπτυξης των καρπών της. Η παράταση αύξησης της βλάστησης ή η έκπτυξη δευτέρας βλάστησης κατά το φθινόπωρο δεν είναι επιθυμητή (είναι ευαίσθητη στους φθινοπωρινούς παγετούς), αλλά δε θα πρέπει τα δένδρα να αφεθούν να υποφέρουν από έλλειψη νερού μετά τη συγκομιδή των καρπών.
Συνιστάται το πότισμα να γίνεται και σε περιοχές με ψηλή ετήσια βροχόπτωση, αλλά που υπόκεινται σε περιοδική ξηρασία κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Τα δέντρα είναι όμως ευαίσθητα στη συνεχή και υπερβολική υγρασία στη ριζόσφαιρα του δέντρου. Η συχνότητα των ποτισμάτων μπορεί να προσδιοριστεί ικανοποιητικά με τενσιόμετρα. Ακόμα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κερασιά χαρακτηρίζεται από έντονη διαπνοή των φύλλων της και σε περίοδο ξηρασίας τα φύλλα απορροφούν νερό απ' τους καρπούς, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής.
Γι’ αυτό η εξασφάλιση νερού στο δέντρο, όταν το έχει ανάγκη, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη σταθερής και ικανοποιητικής παραγωγής. Όσον αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλυση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω απ' τον κορμό των δέντρων (πότισμα σπρέι). Η τεχνική ποτίσματος με διαβροχή πάνω απ' τα δέντρα πιθανόν να επιδεινώνει το σχίσιμο των καρπών από βροχή και την ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών.
Απαραίτητες κρίνονται οι εδαφολογικές και φυλλοδιαγνωστικές αναλύσεις κάθε δύο με τέσσερα χρόνια, για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας και διαθεσιμότητας των θρεπτικών στοιχείων, καθώς και για τον έλεγχο της θρεπτικής κατάστασης των δέντρων. Η λίπανση της κερασιάς πρέπει να γίνεται πάντα έπειτα από συνεννόηση με υπεύθυνο γεωπόνο που γνωρίζει την περιοχή και αφού ληφθούν υπόψη τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στον καθορισμό των λιπαντικών αναγκών της κερασιάς θα πρέπει να συνεκτιμώνται το μήκος της βλάστησης, το χρώμα των φύλλων, η παραγωγή και η ανάλυση εδάφους και φύλλων.
Άζωτο:
Στην κερασιά το άζωτο αυξάνει τη βλάστηση και την παραγωγή. Η έλλειψη αζώτου εκδηλώνεται με την παραγωγή κοντών και λεπτών επάκριων βλαστήσεων, μικρών χλωρωτικών φύλλων και μικρών καρπών, που ωριμάζουν νωρίς. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν και από φυσικές ή μηχανικές ζημιές των ριζών ή του κορμού των δένδρων, από κακή αποστράγγιση του εδάφους ή από ξηρασία.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν και υπάρχει αρκετό άζωτο στο έδαφος, το φυτό αδυνατεί να προσλάβει αρκετή ποσότητα, για να καλύψει τις ανάγκες του. Η περίσσεια αζώτου καθυστερεί την ωρίμανση των καρπών και την εμφάνιση του χαρακτηριστικού χρωματισμού των. Η παροχή αζώτου πρέπει να μειώνεται στα δέντρα, που κλαδεύονται αυστηρά και σε εκείνα που η παραγωγή τους καταστράφηκε από παγετό. Η κερασιά φαίνεται να χρησιμοποιεί τις διάφορες μορφές αζώτου εξίσου καλά. Τα 3kg νιτρικού νατρίου, 1.5kg νιτρικής αμμωνίας, 1.1 kg ουρίας, ή 5kg μικτού λιπάσματος (10-10-10), όλα δίνουν περίπου 0.5kg ενεργού αζώτου.
Κάθε μια από τις μορφές αυτές αζώτου είναι πολύ διαλυτή και εισέρχεται στο ριζικό σύστημα γρήγορα. Η ποσότητα του αζώτου, που θα δοθεί, θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση το μήκος της βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και την παραγωγή. Γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι θα πρέπει να παρέχονται κάθε χρόνο 25 έως 60kg ενεργού αζώτου κατά στρέμμα. Αν το μέσο μήκος της επάκριας βλάστησης είναι πάνω από 45cm η παροχή αζώτου πρέπει να περικοπεί ή να περιοριστεί για ένα χρόνο. Αν όμως η επάκρια βλάστηση είναι κοντή, κυρίως όταν η παραγωγή είναι μικρή, η παροχή αζώτου πρέπει να αυξηθεί. Η χρησιμοποίηση κοπριάς μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει τροφοπενία ψευδάργυρου ή να επιδεινώσει τα συμπτώματα της.
Η συνεχής χρήση ως λιπασμάτων του νιτρικού νατρίου και ασβεστίου σε αρδευόμενους κερασεώνες μπορεί να δημιουργήσει υπερβολική αλκαλικότητα. Οι αλκαλικές εναποθέσεις τείνουν να συγκεντρωθούν στην επιφάνεια του εδάφους, και μερικές φορές το περισκληρύνουν, καθώς εξατμίζεται το νερό. Με την αύξηση της αλκαλικότητας του εδάφους, η εισδοχή νερού στο έδαφος μειώνεται σημαντικά και η αύξηση της βλάστησης αναστέλλεται. Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να μετριάσει κατά πολύ το πρόβλημα, με τη μεταφορά μέρους των αλκάλεων κάτω απ' το ριζικό σύστημα του δένδρου.
Η χρήση της θειικής αμμωνίας ως λίπασμα, θα βοηθήσει στη μείωση του pH του εδάφους και θα σταματήσει την περαιτέρω αύξηση της αλκαλικότητάς του.
Φώσφορος:
Τα πιο πολλά εδάφη, όπως και στο κάλιο, παρέχουν αρκετή ποσότητα φωσφόρου και η προστιθέμενη ποσότητα θα πρέπει να αντιστοιχεί σε εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δέντρα. Η παροχή φωσφόρου στο έδαφος σε ποτιστικούς κερασεώνες αυξάνει την περιεκτικότητα του φωσφόρου στα φύλλα και τους καρπούς, αλλά δεν επηρεάζει την ωρίμανση ή τη διατήρηση της ποιότητας των καρπών. Ο ρόλος του φωσφόρου στη σύνθεση των πηκτινών και τη συνεκτικότητα της σάρκας των καρπών δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί πλήρως. Οι συνηθέστερες τροφοπενίες που παρατηρούνται είναι εξαιτίας έλλειψης ψευδαργύρου, βορίου και σιδήρου.
Κάλιο:
Τα πιο πολλά εδάφη παρέχουν αρκετή ποσότητα καλίου. Η ποσότητα, που πρέπει να προστίθεται θα πρέπει να αντιστοιχεί σ' εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δέντρα. Η έλλειψη καλίου προκαλεί στα φύλλα συστροφή προς την πάνω επιφάνεια και περιφερειακά κάψιμο. Η περίσσεια καλίου προκαλεί μαλάκωμα στη σάρκα των καρπών (μειώνει την περιεκτικότητα των αδιάλυτων στο νερό πηκτινικών ουσιών).
Για τον καθορισμό του κατάλληλου βαθμού ωριμότητας των καρπών κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια ωριμότητας:
Η συγκομιδή των κερασιών γίνεται σταδιακά, γιατί δεν ωριμάζουν όλα τα κεράσια μαζί. Μαζεύονται κόβοντας τους μίσχους από το κλαδί όταν είναι τελείως ώριμα, γιατί όταν κοπούν από το δέντρο δεν ωριμάζουν άλλο. Η εποχή της ωρίμανσης αρχίζει από το τέλος Μαΐου μέχρι το τέλος Ιουνίου, αλλά μερικές πρώιμες ωριμάζουν ήδη από το τέλος Απριλίου.
Το κεράσι είναι καρπός που αναπνέει έντονα μετά τη συγκομιδή, αφυδατώνεται, χάνει τη στιλπνάδα του, προσβάλλεται εύκολα από μύκητες και βακτήρια και ως εκ τούτου η μετασυλλεκτική του ζωή είναι βραχεία. Τα κεράσια αμέσως μετά τη συλλογή τους πρέπει να διατηρούνται σε σκιερό μέρος και να σκεπάζονται με βρεγμένο καραβόπανο.
Η χρησιμοποίηση φύλλου πολυαιθυλενίου από μόνο του δεν ενδείκνυται, αλλά χρειάζεται πρόσθετο κάλυμμα για σκίαση. Η έκθεση στον ήλιο ή στον άνεμο αυξάνει τη διαπνοή των καρπών και σμικρύνει το χρόνο διατηρήσεως τους. Οι καρποί συνιστάται να μεταφέρονται το ταχύτερο δυνατό στους αποθηκευτικούς χώρους διαλογής και συντήρησης σε φορτηγά με σύστημα ψύξης και υγρασίας.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι προστατευόμενοι καρποί με κατάλληλα υλικά έχασαν 0.4-1.0% του βάρους τους, λόγω διαπνοής, ενώ οι μη προστατευόμενοι 1.8-2.1% του βάρους τους κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τα ποσοστά όμως αυτά πρέπει να ποικίλλουν ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, τη διάρκεια παραμονής τους στον οπωρώνα, το χρόνο μεταφοράς και τη διάρκεια αποθήκευσης, πριν από τη συσκευασία.
Η συντήρηση τους γίνεται σε υπερσύγχρονα διαλογητήρια και συσκευαστήρια σε ψυχόμενους χώρους μετά από ταχεία υδρόψυξη και πριν από συντήρηση για έως λίγες ημέρες σε κοινή ψύξη (0oC και 95% ΣΥ) ή ελεγχόμενη ή τροποποιημένη ατμόσφαιρα (3-10% O2 +10-12% CO2). Στην τροποποιημένη ατμόσφαιρα με υψηλό CO2, οι σήψεις σταματούν και η αναπνοή και γήρανση καθυστερούν σημαντικά, ώστε να έχουμε ασφαλή επιμήκυνση της ζωής των κερασιών κατά τη διακίνηση.
Πουλιά:
Τα πουλιά αγαπούν πολύ τα κεράσια. Χρειάζεται να κρατηθούν μακριά από τα δέντρα χρησιμοποιώντας τενεκέδες, κομμάτια κασσιτερόχαρτων ή με τα πατροπαράδοτα σκιάχτρα.
Έντομα:
Αφίδες:
Η μαύρη αφίδα της κερασιάς (Myzus cerasi) προσβάλλει κυρίως τα νεαρά δέντρα, όπου εγκαθίσταται στα τρυφερά αναπτυσσόμενα μέρη τους (νεαρά φύλλα, βλαστοί) κι απομυζά το χυμό. Τα προσβλημένα μέρη ζαρώνουν και ξεραίνονται. Στις σακχαρώδεις ουσίες («μελιτούρα») που εκκρίνουν τα έντομα αυτά, αναπτύσσονται ύστερα οι καπνιές, παρασιτικοί μύκητες, που επιδεινώνουν τη ζημιά. Η πράσινη αφίδα της ροδακινιάς (Myzus persicae) προσβάλλει συχνά και τα φύλλα της κερασιάς, τα οποία γεμίζουν φλύκταινες και ξεραίνονται. Οι αφίδες καταπολεμούνται με χειμερινό πολτό (καταστρέφει τ' αυγά) που πρέπει να ψεκάζεται πριν από το άνοιγμα των λουλουδιών. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορούν να γίνουν ψεκασμοί με ειδικά εντομοκτόνα φάρμακα, ακόμα και κατά την περίοδο του σχηματισμού των καρπών.
Μύγα των κερασιών:
Είναι μια μικρή μύγα (Ραγολέτιδα της κερασιάς – Rhagoletis cerasi), η οποία εμφανίζεται προς τα τέλη Μαΐου και εναποθέτει τ' αυγά της στο εσωτερικό των μικρών καρπών. Από τα αυγά αυτά αναπτύσσονται οι προνύμφες, οι οποίες τρέφονται από τη σάρκα των καρπών (πρόκειται για τα ασπριδερά σκουλήκια που βρίσκει κανείς στα κεράσια). Οι πρώιμες ποικιλίες προσβάλλονται λιγότερο απ' ό,τι οι όψιμες. Οι προνύμφες, αφού συμπληρώσουν την ανάπτυξή τους βγαίνουν από το κεράσι και πέφτουν στο χώμα, όπου νυμφώνονται και διαχειμάζουν. Συνεπώς, ένας είναι η προσθήκη γύρω από τα δέντρα εντομοκτόνων εδάφους με βάση το Αλντρίν ή το Επταχλώρ, που σκοτώνουνν τις προνύμφες.
Καπνώδης:
Η προνύμφη του προσβάλλει το ριζικό σύστημα του δένδρου, ανοίγει στοές και το καταστρέφει. Όταν το δένδρο προσβληθεί από μεγάλο αριθμό προνυμφών τότε στεγνώνει. Οι ξηρικοί οπωρώνες υποφέρουν πολύ περισσότερο απ’ ότι οι αρδευόμενοι.
Σκολύτες: Προσβάλλουν τους βραχίονες των δένδρων. Μερικές ποικιλίες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες.
Κοκκοειδή (ψώρες): Προκαλούν ανάλογες ζημιές όπως σε άλλα οπωροφόρα.
Μυκητολογικές ασθένειες:
Κυλινδροσπορίαση της κερασιάς:
Η ασθένεια αυτή προκαλείται από έναν μύκητα (Cylindrosporium padi) και εκδηλώνεται με ιώδεις κηλίδες στα φύλλα, τα οποία σιγά – σιγά ξεραίνονται και πέφτουν. Σε περίπτωση σοβαρής προσβολής το δέντρο μπορεί να χάσει όλα του τα φύλλα από τον Αύγουστο ακόμα. Τα φρούτα δεν ωριμάζουν και το δέντρο αδυνατίζει. Ο μύκητας αυτός καταπολεμάται με Μανέμπ ή Κάπταν, που ψεκάζεται σε τρεις δόσεις, κάθε 15 μέρες, μετά την πτώση των φύλλων.
Κομμίωση:
Τα πληγωμένα ή κομμένα μέρη του φυτού παράγουν εύκολα κομμιώδεις εφιδρώσεις κι επουλώνονται με δυσκολία.
Η Μολύβδωση (αιτία ο μύκητας Stereum purpureum), το κορύνεο (μύκητας Coryneum beijerinckii) και η μονίλια (Μύκητας Monilia fructigena), που είναι κοινές ασθένειες πολλών οπωροφόρων μπορούν να προσβάλλουν και την κερασιά και αντιμετωπίζονται με την εφαρμογή κατάλληλου προγράμματος ψεκασμού. Εκτός αυτών, η κερασιά μπορεί να υποφέρει από τη φυτοφθόρα, το βακτηριακό καρκίνο, καθώς και σύμπλεγμα ιώσεων.
Πρέπει, επίσης, να θυμάστε πως οι πολλές βροχές κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας μπορούν να προκαλέσουν την πτώση των λουλουδιών. Εξάλλου, αν σημειωθούν υπερβολικές βροχοπτώσεις κατά την εποχή της ωρίμανσης των φρούτων δημιουργούνται ρωγμές στο φλοιό των κερασιών, τα οποία στη συνέχεια προσβάλλονται εύκολα από σήψη.
Για την καταπολέμηση των εχθρών και ασθενειών της κερασιάς και βυσσινιάς πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικό πρόγραμμα ψεκασμών όπως αυτό που δίνεται παρακάτω και σύμφωνα με τις γεωργικές προειδοποιήσεις του ΥΠΑΑΤ.
Εποχή Επέμβασης – Στάδιο Ανάπτυξης | Εχθροί – Ασθένειες |
| Καρύνεο, Ανθράκωση, Βακτηριακό έλκος |
| Διαχειμάζουσες μορφές εντόμων και ακάρεων |
| Φαιά σήψη, κορύνεο, ανθράκωση, βακτηριακό έλκος |
| Φαιά σήψη |
| Φαιά σήψη |
| Φαιά σήψη – Ρυγχίτης κ.ά. |
| Ρυγχίτης κ.ά. |
| Σκουλήκι των κερασιών, καλλιρόα, κ.ά. |
Βιβιλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.
Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εγχειρίδιο Καλλιέργειας Κερασιάς, ΕΘΙΑΓΕ, Νάουσα, 2011.