Λεμονιά

Τα εσπεριδοειδή είναι δέντρα που καλλιεργούνται στις τροπικές ή ημιτροπικές καθώς και στις εύκρατες χώρες. Τα φύλλα και τα άνθη τους μυρίζουν όμορφα και περιλαμβάνει επίσης, φυλλοβόλα εσπεριδοειδή όπως την Ιαπωνική ή τρίφυλλη πορτοκαλιά με καρπό που δεν τρώγεται αλλά το είδος χρησιμοποιείται ως υποκείμενο.

Τα εσπεριδοειδή είναι καλλιέργεια με μεγάλη οικονομική σημασία, καθώς αποτελούν της κύρια καλλιέργεια πολλών περιοχών της χώρα μας και η παραγωγή εσπεριδοειδών κατ’ έτος καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μετά την ελιά. Ο κύριος όγκος της παραγωγής εντοπίζεται σε ορισμένες κυρίως περιοχές, όπως Αργολίδα, Άρτα, Λακωνία, Χανιά, Κορινθία, Ηλεία, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία, Μεσσηνία, Τροιζηνία, κ.ά..

Βασικό στοιχείο της καλλιέργειας στη χώρα μας είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσπεριδοειδών αποτελείται από ντόπιες ή εισαχθείσες αλλά παλιές ποικιλίες που παράγουν προϊόντα κατώτερης ποιότητας. Επιπλέον, οι ποικιλίες που καλλιεργούνται σε μεγαλύτερη έκταση ωριμάζουν σχεδόν ταυτόχρονα την παραγωγή τους, στο μέσο σχεδόν της εμπορική περιόδου και τα προϊόντα τους πρέπει να διατεθούν στην αγορά σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτά είναι τα βασικά μειονεκτήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη διάθεση της παραγωγής κάθε χρονιά και γι' αυτό θα πρέπει να εφαρμοστεί αναδιάρθρωση των υπαρχόντων ποικιλιών.

Γνωρίζοντας την λεμονιά

Βοτανικά χαρακτηριστικά

 Βοτανική ταξινόμηση: η λεμονιά (Citrus limon) ανήκει στην οικογένεια Rutaceae και στο είδος Citrus limon.

Βοτανικά χαρακτηριστικά: δέντρο αειθαλές, μονόκορμο (μεσόκορμο ή υψηλόκορμο), βραδείας αύξησης (0,1-0,4 μέτρα ανά έτος και τελικό ύψος 3 έως 15 μέτρα).

Κορμός: τα νεαρά δέντρα έχουν κορμό κυλινδρικό, λείο, χρώματος ανοιχτό πράσινο - γκριζοπράσινο. Τα ενήλικα δέντρα έχουν κυλινδρικό κορμό, χωρίς ιδιαίτερα πολλά εξογκώματα, χρώματος γκρι - καφέ σκούρο, με ράχες πάνω από τις μεγάλες σκελετικές ρίζες ή κάτω από τους μεγάλους βραχίονες.

Φύλλα: απλά, με πολλούς ελαιοφόρους αδένες και μέγεθος που διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία. Έχουν σχήμα οβάλ, χρώμα σκούρο πράσινο, φυτρώνουν πυκνά πάνω στα κλαδιά και έχουν λαμπερή όψη. Η λεμονιά φέρει υποτυπώδη πτερύγια στον μίσχο. Το φύλλωμα ανανεώνεται από ενάμιση με δύο χρόνια.

Βλαστοί: οι νέοι βλαστοί έχουν τριγωνική διατομή ενώ οι ώριμοι έχουν κυκλική διατομή. Η λεμονιά φέρει αραιή βλάστηση, καθώς σε κάθε κύμα βλάστησης παράγονται λίγοι αλλά μεγάλοι βλαστοί. 

Οφθαλμοί: πέφτουν σε οικολήθαργο ή αλλιώς διάπαυση, σε αντίθεση με τα φυλλοβόλα καρποφόρα δέντρα που πέφτουν σε ενδολήθαργο, καθώς είναι τροπικό, υποτροπικό είδος. Είναι μικρού μεγέθους, χωρίς παχιά καλύμματα μιας και  δεν έχουν ανάγκη προστασίας από το περιβάλλον τους. Κάθε κόμβος φέρει έναν ή περισσότερους οφθαλμούς. Στα αρχικά στάδια οι ξυλοφόροι με τους ανθοφόρους οφθαλμούς δε διαφέρουν.

Άνθη: φέρει λευκά και αρωματικά άνθη. Εμφανίζονται πολλές φορές μέσα στο έτος και κυρίως την άνοιξη, κατά θέσεις, ένα ή περισσότερα άνθη ανά ταξιανθία, σε φυλλοφόρους ή μη βλαστούς. Τα εσπεριδοειδή καρποφορούν σε βλαστούς παρελθόντος έτους ή του τελευταίου κύματος βλάστησης, από μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς.

Άνθη λεμονιάς

Χρήσεις των εσπεριδοειδών

Τα εσπεριδοειδή είναι φυτά πλούσια σε  βιταμίνη C, αντιοξειδωτικά και αιθέρια έλαια. Μπορούν να καταναλωθούν ως νωπά φρούτα υπό μορφή χυμών ή αναψυκτικών. Είναι σημαντικό συστατικό σε προϊόντα ζαχαροπλαστικής, στη μαγειρική και την ποτοποιία. Επίσης, χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία, στα καλλυντικά και φαρμακευτικά σκευάσματα και καθαριστικά.

Χρήσεις λεμονιού

Κύματα βλάστησης στα εσπεριδοειδή

Τα εσπεριδοειδή εμφανίζουν κάθε έτος τουλάχιστον δύο με τρία κύματα βλάστησης, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν και τα τέσσερα με πέντε και αυτό συμβαίνει γιατί η Ελλάδα έχει ευνοϊκό, ζεστό περιβάλλον. 

Τα δέντρα της λεμονιάς

Ανθοφορία – Καρπόδεση – Ανάπτυξη των καρπών

1. Παρεμποδιστές ανθοφορίας

Η παραγωγή καρπών συνδέεται με την ανθοφορία, την καρπόδεση και την ανάπτυξη των καρπών. Στα ενήλικα εσπεριδοειδή η απουσία παρεμποδιστών ουσιών ανθοφορίας ευνοούν το σχηματισμό καρποφόρων οφθαλμών. Η ανθοφορία παρατηρείται μετά από μία περίοδο χαμηλών θερμοκρασιών, ή ξηρασίας, ή μετά από μέτριες θερμοκρασίες και σύντομες φωτοπεριόδους. Οι υψηλές θερμοκρασίες, οι βροχές την άνοιξη και η παρουσία καρπών στα δέντρα δεν ευνοούν το σχηματισμό ανθέων. 

2. Στάδια εξέλιξης του άνθους

Το άνθος των εσπεριδοειδών ξεκινάει την ανάπτυξή του από μπουμπούκι, αρχίζει να μεγαλώνει σε μέγεθος, το στίγμα ξεπροβάλλει και εμφανίζεται το στιγματικό υγρό. Πάνω στο στιγματικό υγρό κολλάει η γύρη και εμφανίζεται όταν το θηλυκό άνθος είναι δεκτικό για γονιμοποίηση. Έπειτα διογκώνεται η ωοθήκη και αρχίζουν να πέφτουν τα πέταλα. Σε αυτό το στάδιο, όταν η ωοθήκη είναι κίτρινη θα απορριφθεί και δεν θα δώσει καρπό (ίσως λόγω μη γονιμοποίησης). Εάν όμως η ωοθήκη είναι πράσινη, θα εξελιχθεί κανονικά το άνθος σε καρπό. Τέλος, ξεκινάει ο σχηματισμός του καρπού από την ωοθήκη. Ο καρπός που παράγεται στα εσπεριδοειδή προέρχεται μόνο από την διόγκωση της ωοθήκης και γι’ αυτό ονομάζεται γνήσιος καρπός. Από όλα τα άνθη, μόνο το 5-7% των ανθέων θα δώσει καρπό.

3. Τρόπος καρποφορίας

Τα εσπεριδοειδή αρχίζουν να καρποφορούν 3-5 χρόνια μετά από την φύτευση και οι καρποί μπορούν να συγκομιστούν 5-6 μήνες από την ανθοφορία, ανάλογα με την ποικιλία και το περιβάλλον. Η συγκομιδή των καρπών αρχίζει από το φθινόπωρο και τελειώνει την άνοιξη, ενώ οι "δίφορες", όπως ονομάζονται ποικιλίες δίνουν καρπούς συνέχεια. 

Οι καρποί των εσπεριδοειδών δεν είναι κλιμακτηριακοί, δηλαδή δεν ωριμάζουν μετά την αποκοπή τους από το δέντρο, όπως συμβαίνει με άλλους, γι' αυτό και είναι σημαντικό ο καρπός να κοπεί στο σωστό στάδιο ωρίμανσης. Γενικά οι καρποί θεωρούνται ώριμοι, όταν φτάσουν σε στάδιο ανάπτυξης που να τρώγονται με ευχαρίστηση.

Ανθοφορία λεμονιάς

Ριζικό σύστημα

Τα εσπεριδοειδή είναι είδη επιπολαιόριζα, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού ριζικού συστήματός τους αναπτύσσεται κοντά στο έδαφος (στα 40 με 60 εκατοστά). Κοντά στον κορμό βρίσκονται οι σκελετικές ρίζες τους δέντρου (σκληρές ρίζες) οι οποίες προσφέρουν μηχανική στήριξη στο δέντρο. Πιο απομακρυσμένες βρίσκονται οι πιο λεπτές ρίζες από τις οποίες γίνεται η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών που παρέχονται από τα λιπάσματα και του νερού. Ως εκ τούτου, όταν γίνονται εφαρμογές της λίπανσης και της άρδευσης δεν θα πρέπει να γίνονται κοντά στον κορμό γιατί οι σκελετικές ρίζες δεν έχουν την δυνατότητα να απορροφούν τα θρεπτικά στοιχεία, αλλά σε μία ενδιάμεση ζώνη μεταξύ της περιφέρειας του δέντρου και του κορμού. 

Επικονίαση - Γονιμοποίηση Εσπεριδοειδών

Τα εσπεριδοειδή είναι εντομόφιλα είδη δηλαδή γονιμοποιούνται με την βοήθεια των μελισσών. Για να γίνει η διαδικασία της γονιμοποίησης από τις μέλισσες είναι αναγκαίο να γίνει πιο πριν διαφοροποίηση των οφθαλμών (κατά την διαφοροποίηση των οφθαλμών ο ξυλοφόρος οφθαλμός γίνεται ανθοφόρος ώστε να δώσει άνθος). Η διαφοροποίηση αυτή γίνεται σε δύο στάδια με πιο κρίσιμο το δεύτερο στάδιο. Εάν υπάρξουν κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες έναν μήνα πριν την αναμενόμενη άνθηση είναι πολύ πιθανό να γίνει η διαφοροποίηση, οπότε να επιτευχθεί και μεγαλύτερη παραγωγή.

Για να δοθεί το ερέθισμα για την έναρξη διαφοροποίησης των οφθαλμών χρειάζεται εκείνη την περίοδο να επικρατούν θερμοκρασίες ιδανικά γύρω στους 10 με 15 °C και όχι κάτω των 5°C. Στην λεμονιά, εκτός από το ψύχος μπορεί να δώσει το έναυσμα της διαφοροποίησης και η υδατική καταπόνηση με την οποία  μπορεί να επιτευχθεί στην λεμονιά πρόωρη άνθηση άρα και πρόωρη παραγωγή. Πιο συγκεκριμένα, υδατική καταπόνηση μπορεί να επιτευχθεί με τον εξής τρόπο: το καλοκαίρι (για παράδειγμα τον Ιούλιο) δεν γίνονται ποτίσματα και όταν  τα φύλλα αρχίζουν να συστρέφονται, λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν (μέσα Αυγούστου) γίνονται ποτίσματα ώστε να δώσει άνθη ( εκτός αποχής μεταβολή της άνθησης). Η πρακτική αυτή δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις ποικιλίες καλά. Το αρνητικό της πρακτικής αυτής είναι ότι την επόμενη χρονιά μπορεί να εμφανιστεί μεγάλο ποσοστό παρενιαυτοφορίας αλλά το κέρδος είναι ήδη μεγαλύτερο με την πώληση εκτός εποχής λεμονιών.

Οι περισσότερες ποικιλίες είναι αυτογόνιμες. Υπάρχουν ωστόσο και αυτόστειρες ή μερικώς αυτόστειρες. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αναγκαία η τοποθέτηση κυψελών διάσπαρτα στο χωράφι. Όμως, εάν ο αριθμός κυψελών είναι μεγάλος σε αυτογόνιμες ποικιλίες, τότε θα υπάρξει μεγαλύτερος αριθμός σπερμάτων ανά καρπό στις ένσπερμες ποικιλίες. 

Σταυρεπικονίαση

Σταυρεπικονίαση ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο η γύρη από τα άνθη μιας ποικιλίας μεταφέρεται στα άνθη άλλης ποικιλίας του ίδιου ή συγγενούς είδους. Με την σταυρεπικονίαση παράγονται υβρίδια - απόγονοι. Έπειτα από πολύχρονη αξιολόγηση προωθούνται στο εμπόριο είτε ως ποικιλίες είτε ως υποκείμενα.

Για παράδειγμα από τη σταυρεπικονίαση της τρίφυλλης πορτοκαλιάς με την λεμονιά παράγεται το υβρίδιο citremons. Τα υβρίδια φέρουν χαρακτηριστικά και από τις δύο ποικιλίες.

 

Φυσιολογική καρπόπτωση στα εσπεριδοειδή

Φυσιολογική καρπόπτωση λεμονιάς-εσπεριδοειδών

Η καρπόπτωση στα εσπεριδοειδή σε ορισμένες περιόδους είναι φυσιολογική. Παρατηρούνται δύο έντονα κύματα καρπόπτωσης τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την τελική παραγωγή. Τα σημεία αποκοπής του καρπού από το δέντρο είναι δύο: το πρώτο σημείο είναι στην ένωση καρπού με ποδίσκου (AZ-C) και το δεύτερο σημείο είναι στο σημείο ένωσης ποδίσκου με βλαστό (AZ-A).

Το πρώτο κύμα πτώσης των καρπών πραγματοποιείται με την πτώση των καρπιδίων σε κακώς γονιμοποιημένους καρπούς, στο σημείο AZ-A (δηλαδή μαζί με τον ποδίσκο). Το δεύτερο κύμα πτώσης καρπών πραγματοποιείται τον Ιούνιο με Ιούλιο, όπου πέφτουν οι καρποί χωρίς τον ποδίσκο.

Όταν πραγματοποιείται καρπόπτωση μετά τον Ιούλιο μαζί με τον ποδίσκο ή καρπόπτωση αμέσως μετά την καρπόδεση χωρίς τον ποδίσκο δεν είναι φυσιολογικό. Η μη φυσιολογική καρπόπτωση πιθανότατα να οφείλεται σε ορμονικά σκευάσματα, όπως για παράδειγμα οι αυξίνες. Όταν η χορήγηση αυξινών γίνεται σε μεγαλύτερες δόσεις απ’ όσες χρειάζεται το δέντρο, τότε παρατηρείται και καρπόπτωση και δημιουργία μικρών καρπιδίων.

Για την μείωση του ποσοστού καρπόπτωσης τρεις είναι βασικές πρακτικές: το σωστό κλάδεμα, η σωστή λίπανση και άρδευση. 

Ανθοφορία – Καρπόδεση – Ανάπτυξη των καρπών

Η παραγωγή καρπών συνδέεται με την ανθοφορία, την καρπόδεση και την ανάπτυξη των καρπών. Στα ενήλικα εσπεριδοειδή η απουσία ουσιών που παρεμποδίζουν την ανθοφορία ευνοούν το σχηματισμό καρποφόρων οφθαλμών. Η ανθοφορία παρατηρείται μετά από μία περίοδο χαμηλών θερμοκρασιών, ή ξηρασίας, ή μετά από μέτριες θερμοκρασίες και σύντομες φωτοπεριόδους. 

Οι υψηλές θερμοκρασίες και η παρουσία καρπών στα δέντρα δεν ευνοούν το σχηματισμό ανθέων. Το γιββερελλικό οξύ, όταν παρέχεται κατά την περίοδο της διαφοροποίησης των οφθαλμών, μειώνει τον αριθμό των καρποφόρων οφθαλμών και αυξάνει το φύλλωμα των ταξιανθιών. Στην περίπτωση αυτή και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, δύο επεμβάσεις των 10 ppm μειώνουν σημαντικά την παραγωγή ανθοφόρων βλαστών και έτσι η επίδραση αυτή του γιββερελλικού οξέος μπορεί να φανεί χρήσιμη στην εξάλειψη φαινομένων παρενιαυτοφορίας των δέντρων. Μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί με χημικές ουσίες επίσπευση του χρόνου εισόδου των σποροφύτων σε ανθοφορία, ενώ με το γιββερελλικό οξύ επιτεύχθηκαν αποτελέσματα νεανικότητας σε ενήλικο φυτικό υλικό.

Καρπός λεμόνι

Τρόπος καρποφορίας

Η καρποφορία τους ξεκινάει 3-5 χρόνια από τη στιγμή φύτευσης και οι καρποί μπορούν να μαζευτούν 5-6 μήνες από την ανθοφορία, ανάλογα με την ποικιλία και το περιβάλλον. Η συγκομιδή των καρπών αρχίζει από το φθινόπωρο και τελειώνει την άνοιξη, ενώ οι "δίφορες" όπως ονομάζονται ποικιλίες δίνουν καρπούς συνέχεια.

Οι καρποί των εσπεριδοειδών δεν ωριμάζουν μετά την αποκοπή τους από το δέντρο, όπως συμβαίνει με άλλους, γι' αυτό και είναι σημαντικό να κοπεί ο καρπός στο σωστό στάδιο ωρίμανσης. Γενικά, οι καρποί θεωρούνται ώριμοι όταν φτάσουν σε στάδιο ανάπτυξης που να τρώγονται με ευχαρίστηση.

Κλίμα και έδαφος

Το κλίμα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της τοποθεσίας, που θα εγκατασταθεί μια εσπεριδοφυτεία. Το κλίμα είναι εκείνο που καθορίζει την ύπαρξη της εσπεριδοφυτείας και την ποιότητα των καρπών. Η μελέτη του αναγλύφου του εδάφους είναι απαραίτητη για την απομάκρυνση των ψυχρών ρευμάτων αέρος και την παγετοπροστασία,  για την αντιμετώπιση της διάβρωσης και ασφυξίας του εδάφους, καθώς και για την εφαρμογή του καταλληλότερου συστήματος ποτίσματος της. 

Οι θερμοκρασίες κάτω από 0°C θεωρούνται επικίνδυνες για τα εσπεριδοειδή, κυρίως όταν διατηρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, γιατί προξενούν σοβαρές ζημιές στην παραγωγή και μερικές φορές και στα δέντρα. Ακόμα και οι υψηλές θερμοκρασίες, τουλάχιστον για μερικές ποικιλίες μπορούν να αποβούν επιζήμιες για την παραγωγικότητα μιας φυτείας και ενδεχομένως για την καρποπαραγωγή, που φέρει. 

  1. τα άνθη κατά το στάδιο της πλήρους άνθησης στους -1.6°C
  2. οι καρποί κατά το πρώτο στάδιο ανάπτυξής τους στους -1.1°C
  3. οι πράσινοι καρποί πράσινοι στους -2.2°C
  4. οι ώριμοι καρποί  στους -3.3°C
  5. η βλάστηση στους -5.5°C και
  6. το ξύλο στους -5.5°C

Ευαισθησίες παρουσιάζουν οι νεαροί καρποί και τα φύλλα. Η ζημιά που προκαλείται από μια απότομη αύξηση της θερμοκρασίας είναι ανάλογη προς τις θερμοκρασίες που επικράτησαν πριν από την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας και της εποχής, που σημειώνεται η αύξηση. Έχει παρατηρηθεί κατά την άνοιξη, πριν ακόμα το έδαφος ζεσταθεί, η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα να προκαλεί φυλλόπτωση, που συνοδεύεται και από αποξηράνσεις βλαστών στα δέντρα, μετά από διάστημα δύο ή τριών μηνών. 

Όταν η θερμοκρασία του εδάφους είναι κάτω από 13°C, οι ρίζες δεν είναι ενεργώς λειτουργικές, με αποτέλεσμα η αυξημένη απώλεια νερού από τα δέντρα, με τη διαπνοή λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του αέρα να είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που μπορεί να αναπληρώσει ένα μη ενεργό ριζικό σύστημα σε κρύο έδαφος. Μια τέτοια κατάσταση όταν σημειωθεί κατά και αμέσως μετά την περίοδο της καρπόδεσης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές απώλειες στην παραγωγή. Αν μάλιστα η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας είναι υπερβολικά ψηλή, τότε η παραγωγή μπορεί να καταστραφεί ολοσχερώς.

Η λεμονιά είναι πιο ευαίσθητη στις χαμηλές θερμοκρασίες σε σχέση με την πορτοκαλιά.

Σε επικλινή εδάφη το πιο κατάλληλο σύστημα ποτίσματος της εσπεριδοφυτείας θεωρείται το πότισμα με τεχνητή βροχή χαμηλού ύψους. Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν σε ευρεία ποικιλία εδαφών, από τα πιο αμμώδη μέχρι τα αργιλώδη. Είναι γενικά αποδεκτό, ότι το πιο κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών είναι το μέσης συστάσεως, αμμοαργιλλώδες ή αργιλλοαμμώδες, διαπερατό, καλώς αποστραγγιζόμενο, νοτερό, βαθύ, μη αλατούχο, περιεκτικότητας σε ασβέστη όχι πάνω από 30% και να μην έχει καλλιεργηθεί με εσπεριδοειδή κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Η αντίδραση του εδάφους ποικίλλει από pH 5 (μετρίως όξινο) μέχρι pH 8.5 (μετρίως αλκαλικό). Σε τέτοια εδάφη επιτυγχάνονται ικανοποιητικές παραγωγές. 

Θρέψη εσπεριδοειδών

Η λίπανση των εσπεριδοειδών είναι επιβεβλημένη εργασία διότι είναι πολύ παραγωγικά δένδρα και δέχονται πολλές αρδεύσεις με αποτέλεσμα την έκπλυση των εδαφών. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται οι βασικές πληροφορίες για τα σημαντικότερα στοιχεία που χρειάζεται η καλλιέργεια, την ποσοτική ανάγκη του καθενός (μακροστοιχείο ή μικροστοιχείο) και την ικανότητά τους να επανακινητοποιούνται εντός των φυτικών ιστών, διαμέσω του ηθμού:

Στοιχείο

Ποσοτική ανάγκη

Κινητικότητα εντός φυτικών ιστών

υδρογόνο (H)

μακροστοιχείο

μέσης κινητικότητας

άνθρακας (C)

μακροστοιχείο

μέσης κινητικότητας

οξυγόνο (O)

μακροστοιχείο

μέσης κινητικότητας

άζωτο (N)

μακροστοιχείο

ευκίνητο

κάλιο (K)

μακροστοιχείο

ευκίνητο

ασβέστιο (Ca)

μακροστοιχείο

δυσκίνητο

μαγνήσιο (Mg)

μακροστοιχείο

ευκίνητο

φωσφόρος (P)

μακροστοιχείο

ευκίνητο

θείο (S)

μακροστοιχείο

ευκίνητο

χλώριο (Cl)

μικροστοιχείο

ευκίνητο

σίδηρος (Fe)

μικροστοιχείο

δυσκίνητο

βόριο (B)

μικροστοιχείο

δυσκίνητο

μαγγάνιο (Mn)

μικροστοιχείο

μέσης κινητικότητας

ψευδάργυρος (Zn)

μικροστοιχείο

δυσκίνητο

χαλκός (Cu)

μικροστοιχείο

δυσκίνητο

νικέλιο (Ni)

μικροστοιχείο

μέσης κινητικότητας

μολυβδαίνιο (Mo)

μικροστοιχείο

ευκίνητο

 

Μία απορία που μπορεί να δημιουργηθεί από τον παραπάνω πίνακα είναι ότι το βόριο είναι δυσκίνητο στοιχείο στα εσπεριδοειδή, ενώ σε άλλα είδη όπως τα μηλοειδή είναι ευκίνητο. Πρέπει να τονιστεί ότι το βόριο είναι το μοναδικό απαραίτητο χημικό στοιχείο του οποίου η κινητικότητα διαφέρει πάρα πολύ μεταξύ των φυτικών ειδών και σχετίζεται με την ουσία με την οποία γίνεται η μεταφορά του. Στα εσπεριδοειδή γίνεται μέσω της σακχαρόζης.

Η γνώση για την κινητικότητα των διαφόρων στοιχείων εντός των φυτικών ιστών είναι σημαντική για την αναγνώριση των συμπτωμάτων έλλειψης του στοιχείου. Όταν ένα στοιχείο είναι δισκίνητο τότε τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα νεότερα φύλλα (στις νέες κορυφές), ενώ όταν είναι δυσκίνητα εμφανίζονται στην βάση του φυλλώματος (στα παλαιότερα φύλλα). Ωστόσο, τα συμπτώματα από ελλείψεις οφείλονται σε μεγάλο ποσοστό και από το βιολογικό ρόλο αυτού του στοιχείου στα φυτά. Αν για παράδειγμα υπάρχει έλλειψη μαγνησίου στο δέντρο (συστατικό της χλωροφύλλης) τότε προκαλείται κιτρίνισμα στα φύλλα. Ωστόσο χλώρωση μπορεί να προκληθεί και από έλλειψη σιδήρου (απαραίτητο συστατικό για τη σύνθεση της χλωροφύλλης). Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται τα βασικότερα συμπτώματα από τις βασικότερες τροφοπενίες:

Τροφοπενία στοιχείου

Συμπτώματα

Ψευδάργυρος (Zn)

Μικροφυλλία, μικροκαρπία, βραχυγονάτωση

Άζωτο (N)

Σταδιακή χλώρωση σε πολλά φύλλα

Φωσφόρος (P)

Πάχυνση φλούδας, ανοιχτό κέντρο καρπού (με αποτέλεσμα οι καρποί ευάλωτοι στην μεταφορά)

Κάλιο (K)

Χλώρωση που ξεκινά από περιφέρεια προς το κέντρο, ξηράνσεις, μικροκαρπία, ρωγμές σε φλούδα

Μαγνήσιο (Mg)

Ξήρανση σε μορφή αντίστροφου V, χωρίς ξήρανση κορυφής όπως στο Κ

Μαγγάνιο (Mn)

Μείωση ποιότητας καρπού (όχι ελκυστικό εξωτερικό χρώμα)

Βόριο (B)

Παραμορφωμένοι καρποί, εσωτερικές νεκρώσεις σε φλούδα αλλά και εξωτερικά, σκισίματα, νέκρωση σε καρδιά καρπού
(ΠΡΟΣΟΧΗ: η τοξικότητα βορίου μπορεί να μοιάζει με τροφοπενία καλίου)

 

Σημαντική είναι και η τοξικότητα από υψηλή αλατότητα στα εσπεριδοειδή, η οποία πρώτα φαίνεται στα νεαρά φύλλα. Το σημαντικότερο, όμως είναι ότι οι δράσεις του παραγωγού θα πρέπει να είναι προληπτικές και όχι κατασταλτικές γιατί όταν εμφανιστούν τροφοπενίες και τοξικότητες είναι αργά. Συμπερασματικά τα συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται όχι μόνο στα φύλλα αλλά και στους καρπούς με ορατή χαμηλότερη παραγωγή.

Η προληπτική δράση περιλαμβάνει:

  1. Έλεγχος θρεπτικής κατάστασης μέσω της εδαφικής ανάλυσης. Σημαντική είναι και η εδαφική ανάλυση πριν την εγκατάσταση για την επιλογή του κατάλληλου υποκειμένου.
  2. Έλεγχος θρεπτικής κατάστασης της καλλιέργειας κάθε ένα με δύο χρόνια σε συνδυασμό με την εδαφική ανάλυση. Η συλλογή των φύλλων γίνεται τον Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, από την ίδια ποικιλία και τυχαία. Τα φύλλα θα πρέπει να είναι ώριμα 4 με 6 μηνών, να προέρχονται από το μέσο των βλαστών του ανοιξιάτικου κύματος βλάστησης.
  3. Μετά από τη συλλογή των δεδομένων αυτών γίνεται χρήση πινάκων αναφοράς.

Οι παραγωγοί θα πρέπει να κάνουν κάθε χρόνο καταγραφή των δραστηριοτήτων τους και κατ΄επέκταση και της σχεδίου λίπανσης που επιλέγει κάθε χρονιά. Εάν αυτό δεν γίνεται αυτό που μπορεί να κάνει είναι να:

  1. πηγαίνει στους πίνακες που αναγράφουν τις ανάγκες της καλλιέργειας κάθε έτος και την πρώτη χρονιά εφαρμόζει αυτήν τη συνταγή. Και
  2. τη δεύτερη χρονιά να κάνει φυλλοδιαγνωστική και ανάλυση εδάφους. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει το τύπο λιπάσματος που χρησιμοποίησε και το τρόπο που έγινε η λίπανση.

 

Ποικιλίες λεμονιάς

Οι ποικιλίες λεμονιάς χωρίζονται σε δύο ομάδες: στις μονοφόρες (έχουν μία κύρια παραγωγή το έτος) και στις πολυφόρες (έχουν περισσότερες από μία παραγωγές το έτος).

Μαγληνή

Ανήκει στην ομάδα των μονοφόρων ποικιλιών. Είναι δέντρο ορθόκλαδο, με αγκάθια και παραγωγικό με ευαισθησία στην κορυφοξήρα. Ντόπια και αρκετά παραγωγική ποικιλία, που δίνει σχεδόν άσπερμους και χυμώδεις καρπούς, αρίστης ποιότητας, κατάλληλους για εξαγωγή. Αποτελεί τη βάση της λεμονοπαραγωγής της χώρας μας (55% της συνολικής παραγωγής). 

Παράγει καρπό μέσου μεγέθους με μικρή θηλή, λείο, λεπτό φλοιό και έχει σάρκα πλούσια σε χυμό. Είναι ποικιλία ολιγόσπερμη και οι καρποί της ωριμάζουν νωρίς το φθινόπωρο – χειμώνα. Επίσης, οι καρποί της είναι κατάλληλοι για χυμοποίηση. Υπάρχουν πολλοί κλώνοι της ίδιας ποικιλίας που καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές, επειδή όμως είναι πολύ ευαίσθητη στην κορυφοξήρα , θεωρείται κατάλληλη μόνο για περιοχές και τοποθεσίες που δεν παρουσιάζουν σοβαρό πρόβλημα από την ασθένεια αυτή. Προτείνεται η αντικατάσταση ποσοστού ίσο με το 30-40% της ποικιλίας αυτής από άλλες ποικιλίες που είναι περισσότερο ανθεκτικές στην κορυφοξήρα.

 

Αδαμοπούλου

Ανήκει στην ομάδα των πολυφόρων ποικιλιών. Καρπός με ποικιλόμορφο μέγεθος (μέτριο έως πολύ μεγάλο), σχήμα ελλειπτικό έως επίμηκες, κοντό λαιμό και ανεπτυγμένη θηλή, η οποία περιβάλλεται από τη μια πλευρά από αυλάκι. Ο φλοιός έχει μέτριο έως μεγάλο πάχος και η επιφάνεια του είναι τραχεία. 

Το χρώμα της είναι κίτρινο κατά την ωρίμανση, η σάρκα της είναι χυμώδης και ξινή. Είναι ποικιλία λιγόσπερμη ή άσπερμη και πολύφορη. Σαν δέντρο είναι πλαγιόκλαδο, παραγωγικό και ανθεκτικό στην κορυφοξήρα εσπεριδοειδών. Θεωρείται ποικιλία καλής ποιότητας και καλλιεργείται σε μικρή έκταση στη χώρα μας.

 

Eureka

Ανήκει στην ομάδα των πολυφόρων ποικιλιών. Ο καρπός της έχει μικρό μέγεθος, σχήμα ελλειπτικό έως επίμηκες, κοντό λαιμό και μικρή θηλή, που περιβάλλεται συνήθως από αύλακα. Ο φλοιός έχει μέτριο πάχος και η επιφάνειά του είναι λίγο τραχεία. Κατά την ωρίμανση, το χρώμα της είναι έντονο κίτρινο. 

Έχει περίπου 10 καρπόφυλλα, η σάρκα της έχει χρώμα πρασινοκίτρινο, είναι τρυφερή, πλούσια σε χυμό και αρκετά ξινή. Είναι ποικιλία άσπερμη ή λιγόσπερμη, παράγεται όλο τον χρόνο, αλλά κυρίως τέλη του χειμώνα, άνοιξη-με αρχές καλοκαιριού. Σαν δέντρο είναι μέσης ζωηρότητας και μεγέθους, πλαγιόκλαδο, αραιόφυλλο, χωρίς αγκάθια, πολύ παραγωγικό, επετειοφορούσα ποικιλία, εισέρχεται νωρίς στην καρποφορία και με καρπούς στις άκρες των βλαστών. Είναι ποικιλία μικρότερης ζωηρότητας, συγκριτικά με τις περισσότερες ποικιλίες, βραχύβια και με όχι ιδιαίτερη αντοχή στο ψύχος, στην καλλιεργητική αμέλεια, στις εντομολογικές προσβολές και την κορυφοξήρα.

Υποκείμενα λεμονιάς

Η συμπεριφορά του δέντρου διαφέρει πολύ, ανάλογα με τον συνδυασμό εμβολίου και υποκειμένου που επιλέγεται. Για τη σωστή επιλογή υποκειμένου θα πρέπει πρώτα να γίνεται εξέταση του εδάφους εγκατάστασης. Τα χαρακτηριστικά που εξετάζονται έπειτα και συγκρίνονται με τα αποτελέσματα από την εδαφολογική εξέταση είναι:

  1. η προσαρμοστικότητα στα διαφορετικού τύπου εδάφη
  2. η επίδραση στην θρεπτική κατάσταση της ποικιλίας
  3. η ανθεκτικότητά του στις χαμηλές θερμοκρασίες
  4. η ανθεκτικότητά του στους διάφορους εχθρούς και ασθένειες
  5. η επίδρασή του στο μέγεθος της κόμης (σχετίζεται με την ζωηρότητα του υποκειμένου) και την διάρκεια του ενανικού σταδίου
  6. η επίδρασή του στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά: μέγεθος και ποιότητα καρπού, χυμοπεριεκτικότητα και ωρίμανση

Η δημιουργία των υποκειμένων μπορεί να γίνει είτε με εγγενή πολλαπλασιασμό (από σπόρο και δίνει σπορόφυτο) ή με αγενή πολλαπλασιασμό (από κλωνικά υποκείμενα και δίνει φυλλοφόρα μοσχεύματα).

Η χρήση υποκειμένων στα εσπεριδοειδή είναι άκρως σημαντική για την αντιμετώπιση βιοτικών (ιοί, ιωειδή, νηματώδεις) και αβιοτικών καταπονήσεων (ξηρασία, ψύχος, υψηλή υγρασία εδάφους, αλατότητα, ασβέστιο κ.λπ.).

Ένα πολύ ελπιδοφόρο υποκείμενο, σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, είναι το υποκείμενο Forner Alkaide No 5 (FA 5) το οποίο είναι πατενταρισμένο και η διάθεσή του γίνεται κατόπιν συμβολαίου. Δημιουργήθηκε από το Ινστιτούτο εσπεριδοειδών στην Ισπανία και προέρχεται από την διασταύρωση μανταρινιάς Cleopatra και της τρίφυλλης πορτοκαλιάς. Εμφανίζει ανθεκτικότητα ως προς τον ιό της τριστέτσας, απέναντι στους νηματώδεις και την φυτόφθορα, ενώ είναι ανεκτικό στην αλατότητα, στο ανθρακικό ασβέστιο και την υψηλή υγρασία εδάφους. Είναι κατάλληλο για υπέρπυκνες φυτεύσεις αφού προκαλεί νανισμό στην ποικιλία.

 

Ιστορική αναδρομή

Σε όλους τους εμπορικούς οπωρώνες θα πρέπει να καλλιεργούνται εμβολιασμένα δενδρύλλια. Η ανάγκη χρήσης υποκειμένων ξεκίνησε λόγω του εδαφογενούς μύκητα φυτόφθορα. Η νερατζιά, ως ανθεκτικό είδος στην φυτόφθορα επιλέχθηκε ως υποκείμενο για τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή. Έπειτα, εμφανίστηκε ο ιός της τριστέτσας (αφιδομεταδιδόμενη ασθένεια) ο οποίος μολύνει και τα υποκείμενα νεραντζιάς, οπότε δημιουργήθηκε η ανάγκη αλλαγής των χρησιμοποιούμενων σποροφύτων, όπως για παράδειγμα την τρίφυλλη πορτοκαλιά. Ωστόσο, επειδή πάλι υπήρχαν προβλήματα ανθεκτικότητας και στα υποκείμενα τρίφυλλης πορτοκαλιάς, οι βελτιωτές έφτιαξαν υβρίδια ανθεκτικά στην ίωση της τριστέτσας.

Ο ιός της τριστέτσας, αν και άργησε να έρθει στην χώρα μας, είδε ήδη δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα σε καλλιέργειες άλλων χωρών. Η περίπτωση αυτή, και άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, κάνει κατανοητή τη σημασία της προληπτικής χρήσης υποκειμένων ανθεκτικών σε τόσο σοβαρές ασθένειες ώστε να μην χαθεί ολόκληρη η παραγωγή του καλλιεργητή στο μέλλον.

Καλλιεργητικές πρακτικές στην λεμονιά

Θέση εγκατάστασης λεμονιάς

 Το κλίμα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της τοποθεσίας, που θα εγκατασταθεί μια εσπεριδοφυτεία. Το κλίμα είναι εκείνο που καθορίζει την ύπαρξη της εσπεριδοφυτείας και την ποιότητα των εσπεριδόκαρπων. Η μελέτη του αναγλύφου του εδάφους δεν είναι μόνο αναγκαία για την απομάκρυνση των ψυχρών ρευμάτων αέρος και την παγετοπροστασία των εσπεριδοφυτειών, αλλά και για την αντιμετώπιση της διάβρωσης και ασφυξίας του εδάφους, καθώς και για την εφαρμογή του καταλληλότερου συστήματος ποτίσματος της εσπεριδοφυτείας.

Θέση εγκατάστασης λεμονιάς

Πολλαπλασιασμός

Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται συνήθως με εμβολιασμό και συγκεκριμένα με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ (και λιγότερο με εγκεντρισμό) της επιθυμητής ποικιλίας σε σπορόφυτα υποκείμενα. Η εφαρμογή της μεθόδου του εγκεντρισμού με βλαστούς συμβαίνει μόνο σε μερικές περιπτώσεις, όταν γίνεται επανεμβολιασμός παλαιών φυτειών για αλλαγή ποικιλίας. Ο πολλαπλασιασμός πολλών ειδών γίνεται με φυλλοφόρα ή άφυλλα μοσχεύματα και με εναέριες καταβολάδες.

Η παραγωγή των δενδρυλλίων γίνεται συνήθως σε υπαίθρια φυτώρια ή σε δοχεία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η παραγωγή τους σε δοχεία κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος. 

Χαρακτηριστικό των σπόρων των περισσότερων εσπεριδοειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή υποκειμένων, είναι ο υψηλός βαθμό πολυεμβρυονίας δηλαδή από έναν σπόρο παίρνω περισσότερα από ένα ριζίδια. Το ένα ριζίδιο έχει το ίδιο γενετικό υλικό με την μητρική και τα άλλα δύο θα έχουν πανομοιότυπο.

Για την παραγωγή σποροφύτων υγειονομικά καθαρών θα πρέπει να γίνεται:

  1. Συλλογή καρπών από μητρικά δέντρα των υπό πολλαπλασμό υποκειμένων, δηλαδή οι καρποί να μην έχουν παραμορφώσεις και ελαττώματα.
  2. Εξαγωγή σπερμάτων και έπειτα πρέπει να γίνεται καλό πλύσιμο των σπόρων με νερό βρύσης. Στόχος είναι να απομακρυνθούν τυχόν υπολείμματα της σάρκας και του χυμού των καρπών ώστε να μην είναι πόλος έλξης εχθρών.
  3. Απολύμανση των σπερμάτων και άμεση σπορά τους. Οι σπόροι των εσπεριδοειδών στερούνται ληθάργου και χάνουν τη βλαστική τους ικανότητα σε περίπτωση ξήρανσης (χάνουν γρήγορα την υγρασία του σπόρου) , γι' αυτό και θα πρέπει να φυτεύονται αμέσως μόλις εξαχθούν από τους ώριμους καρπούς. Αν η υγρασία του σπόρου πέσει κάτω από το 60%, το ποσοστό βλάστησης θα είναι σχεδόν μηδενικό. Οι συνθήκες που θα πρέπει να επικρατούν στο σπορείο είναι πολύ συγκεκριμένες. Ο σπόρος θα πρέπει να φυτευτεί σε βάθος 2 με 4 φορές το μέγεθος του σπέρματος, σε θερμοκρασία 25 - 32 oC, σε εδαφικό ή άλλο μίγμα που αποστραγγίζει καλά και θα έχουν οι σπόροι καλό αερισμό και τέλος, για να μη χαθεί η υγρασία τοποθετούνται σε χαρτιά με υγρασία.
  4. Μεταφορά των σποροφύτων από το σπορείο στο φυτώριο ώστε να γίνει η μεταφύτευσή τους στο έδαφος ή σε ατομικές πλαστικές σακούλες που περιέχουν κατάλληλο μίγμα χώματος ή άλλων υλικών όπως τύρφη, περλίτης κ.λπ., όταν τα σπορόφυτα έχουν μήκος βλαστού περίπου 15 με 25 εκατοστά. Πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή την περίοδο της μεταφύτευσης και στην αμέσως επόμενη περίοδο καθώς τα νεαρά σπορόφυτα είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην αφυδάτωση.
  5. Έναρξη ανάπτυξης των σποροφύτων στο φυτώριο.
  6. Επιλογή και ομαδοποίηση σποροφύτων με βάση το ύψος και το πάχος του κεντρικού βλαστού, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για τον επιτυχή εμβολιασμό τους.
  7. Κοπή εμβολιοφόρων βλαστών από τα μητρικά δέντρα ποικιλιών που φέρουν επιθυμητά χαρακτηριστικά. Είναι σημαντικό να μην αφήνονται φύλλα πάνω στο βλαστό και πρέπει να είναι καλά ανεπτυγμένα και ξυλοποιημένα.

 

Η καλύτερη εποχή σποράς των σπόρων είναι η άνοιξη, όταν το έδαφος έχει ζεσταθεί (θερμοκρασία πάνω από 15oC). Η σπορά τους γίνεται σε γραμμές, που απέχουν 5-8 εκατοστά και οι σπόροι σπέρνονται πάνω στη γραμμή σε απόσταση 2.5 εκατοστά. Έπειτα από τη σπορά τους πιέζονται ελαφρά μέσα στο χώμα και καλύπτονται με ένα στρώμα καθαρής ποταμίσιας άμμου σε βάθος 1.5-2 εκατοστό, που όμως μέχρι να εμφανιστούν τα σπορόφυτα πρέπει να διατηρείται υγρό. Η καλύτερη εποχή μεταφύτευσής τους είναι η άνοιξη όταν έχουν παρέλθει οι παγετοί. Ο εμβολιασμός των σποροφύτων γίνεται συνήθως το φθινόπωρο.

Ο εμβολιασμός στα εσπεριδοειδή δεν πρέπει να γίνεται ποτέ χαμηλά ώστε να αποφεύγονται προσβολές από ασθένειες όπως η φυτόφθορα και γίνεται όταν το πάχος του βλαστού είναι περισσότερο από 8 και έως 25 εκατοστά.

Ζημιές από παγετό

Ο παγετός είναι ένα φαινόμενο το οποίο δημιουργείται όταν υπάρχει συννεφιά και η θερμοκρασία πέφτει κάτω του 0ºC ή όταν επικρατούν ψυχρές αέριες μάζες. Το όριο ανθεκτικότητας στον παγετό για τα εσπεριδοειδή είναι οι -4ºC για το πολύ μισή ώρα. Όταν επικρατούν θερμοκρασίες από -3ºC έως -7ºC για αρκετή ώρα οι βλαστοί και τα φύλλα μπορούν να πάθουν ανεπανόρθωτη ζημιά και να χαθεί έως και ολόκληρη η παραγωγή. 


Η ανθεκτικτικότητα στον παγετό εξαρτάται από:

  1. την ποικιλία
  2. το υποκείμενο που έχει επιλεγεί
  3. το φαινολογικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η καλλιέργεια, δηλαδή σε ποιο στάδιο του βιολογικού του κύκλου είναι.
  4. η διάρκεια που επικρατούν οι χαμηλές θερμοκρασίες
  5. η σχετική ατμοσφαιρική υγρασία που επικρατεί
  6. εάν η πτώση της θερμοκρασίας ήταν απότομη ή όχι
  7. από το εάν έχει εγκλιματιστεί το δέντρο για τις χαμηλές θερμοκρασίες.

Τη μεγαλύτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες την έχει η τρίφυλλη πορτοκαλιά και αμέσως μετά η πορτοκαλιά σε σχέση με τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή.

Ζημιές από τον παγετό:

  1. Νεκρώνονται οι τρυφερές κορυφές στους νεαρούς βλαστούς.
  2. Οι καρποί χάνουν τους χυμούς τους και στεγνώνουν (οι ώριμοι καρποί είναι πιό ανθεκτικοί από τους πράσινους καρπούς λόγω υψηλότερης περιεκτικότητας σε σάκχαρα).
  3. Πέφτουν τα φύλλα λόγω μικρής αφυδάτωσης.
  4. Νεκρώνεται ο ύπερος της ωοθήκης με αποτέλεσμα την σημαντική καταστροφή της μείωσης της παραγωγής.
  5. Στις νευρώσεις των φύλλων παρατηρούνται υδατώδεις κηλίδες (όταν επικρατεί ήπιος παγετός) καθώς δημιουργούνται παγοκρύσταλλοι που σπάνε τις μεμβράνες των φύλλων και ο χυμός χύνεται.
  6. Νεκρώνεται και ολόκληρο το δέντρο όταν επικρατεί ισχυρός παγετός
  7. Παρατηρείται έντονη καρπόπτωση καθώς δημιουργείται γρήγορα η ζώνη αποκοπής και οι καρποί πέφτουν λίγες μέρες αργότερα.
  8. Παρατηρούνται υδατώδεις κηλίδες πάνω στον καρπό καθώς τα αιθέρια έλαια διαχέονται και μπορεί να προκαλέσουν τοξικότητα (ελαιοκυττάρωση) στα υπόλοιπα κύτταρα.
  9. Πολλές φορές παρατηρείται και σχίσιμο του φλοιού των νεαρών - ξυλοποιημένων βλαστών.

Τα μέτρα προστασίας που μπορούν να παρθούν μπορεί να είναι είτε παθητικά (προληπτικά) είτε ενεργητικά (λίγο πριν συμβεί ο παγετός ή κατά την διάρκεια του παγετού).

Α. Παθητικά μέτρα

  1. Επιλογή του καταλληλότερου είδους, ποικιλίας και υποκειμένου για την εγκατάσταση της καλλιέργειας με βάση τα μετεωρολογικά δεδομένα της περιοχής. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η λεμονιά είναι ένα είδος το οποίο δεν είναι ανθεκτικό στον παγετό οπότε ακόμα και να επιλεγεί ένα υποκείμενο το οποίο είναι ανθεκτικό δεν θα  πάψει να είναι ευαίσθητη.
  2. Η επιλογή της καταλληλότερης θέσης φύτευσης
  3. Η κατάλληλη διαμόρφωση των δέντρων 
  4. Η καλή θρεπτική κατάσταση του δέντρου καθώς όσο πιο ασθενικό είναι ένα δέντρο τόσο πιο ευαίσθητο είναι στον παγετό.
  5. Η εγκατάσταση φυσικών ή τεχνητών ανεμοφρακτών που προστατεύει από τις αέριες μάζες. Οι ανεμοφράκτες εγκαθίστανται κάθετα στην φορά που πρόκειται να έρθουν οι αέριες μάζες.
  6. Η αποφυγή κλαδέματος λίγο πριν την έναρξη του παγετού, γιατί το κλάδεμα μπορεί να προκαλέσει αναβλάστηση.
  7. Η αποφυγή όψιμης εφαρμογής λιπασμάτων, ειδικά αζωτούχων που προκαλούν ανάπτυξη νέας βλάστησης και δεν προλαβαίνει να ξυλοποιηθεί.
  8. Η καταπολέμηση των ζιζανίων είναι σημαντική καθώς κατά τη διάρκεια της ημέρας αποθηκεύεται ηλιακή ακτινοβολία στο έδαφος και όταν δεν είναι καθαρό από βλάστηση η ηλιακή ακτινοβολία δεν αποθηκεύεται στο έδαφος.
  9. Η χρήση μονωτικών υλικών για την προφύλαξη του υποκειμένου και του τμήματος του εμβολίου.

Β. Ενεργητικά μέτρα

  1. Εγκατάσταση ανεμομεικτών οι οποίοι ανακατεύουν τον αέρα που εκπέμπεται από το έδαφος. Παίρνει δηλαδή τον θερμότερο αέρα από πιο ψηλά και το ανακατεύει με τον ψυχρότερο που είναι που βρίσκεται χαμηλά. 
  2. Εφαρμογή άρδευσης μέσω μπεκ - εκτοξευτήρων.

Ο χειρισμός των δέντρων μετά τον παγετό είναι: 

  1. Όταν οι ζημιές είναι ήπιες: γίνεται κλάδεμα για αφαίρεση ξερών - απονεκρωμένων νεαρών τμημάτων για επαναδημιουργία καρποφόρας ζώνης.
  2. Όταν οι ζημιές είναι μέτριες: γίνεται κλάδεμα για αφαίρεση ξερών - απονεκρωμένων νεαρών και μεγαλύτερης ηλικίας τμημάτων ώστε να επαναδημιουργηθούν νέοι υποβραχίονες και καρποφόρες ποδιές.
  3. Όταν οι ζημιές είναι σοβαρές: γίνεται κλάδεμα για αφαίρεση ξερών - απονεκρωμένων νεαρών, μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας τμημάτων ώστε να επαναδημιουργηθούν νέοι βραχίονες, υποβραχίονες και καρποφόρες ποδιές. Σε πολλές περιπτώσεις ίσως χρειαστεί να γίνει και καρατόμηση (με προσοχή στο σημείο εμβολιασμού).

Το σημαντικότερο που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι όσο πιό έντονο είναι το φαινόμενο τόσο πιό αργά θα πρέπει να γίνει η εκτίμηση της πραγματικής ζημιάς, μπορεί και μετά από μήνες. 

Εγκατάσταση λεμονιάς- Προετοιμασία εδάφους

Το έδαφος που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση μιας εσπεριδοφυτείας, δέχεται πριν τη φύτευση άροση σε βάθος 30-40 εκατοστών. Η άροση έχει ως στόχο την καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους, η οποία συμβάλλει σε καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δέντρων. Πριν από τη φύτευση του οπωρώνα γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δενδρυλλίων, η διάνοιξη των λάκκων (διαστάσεων 45x45 εκ.) και ακολουθεί η φύτευσή τους. Η απόσταση της φύτευσης εξαρτάται από τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και τη ζωηρότητα βλάστησης της ποικιλίας που θα καλλιεργηθεί.

Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών είναι καλύτερο να γίνεται σε πλαγιές ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος παγετού από τις ψυχρές αέριες μάζες. Στην περίπτωση αυτή τα δέντρα θα πρέπει να φυτεύονται αραιά και παράλληλα ως προς την γραμμή που πέφτει ο αέρας.

Για την τελική απόφαση για τις αποστάσεις φύτευσης πρέπει να ληφθεί υπόψη η ευρωστία του υποκειμένου και της ποικιλίας ώστε να μην σκιάζει η κόμη του ενός δέντρου την άλλη καθώς επίσης και να μην έρχονται σε επαφή οι ρίζες. Όταν έρχονται σε επαφή οι ρίζες εκτός του ότι ανταγωνίζονται για θρεπτικά στοιχεία και νερό πιο έντονα, μεταφέρονται και εδαφογενείς ασθένειες από μολυσμένα δέντρα σε υγιή.

Το πιο συνηθισμένο σύστημα φύτευσης είναι το κατά τετράγωνα και σε αποστάσεις φύτευσης για τις λεμονιές 6-7,5 μέτρα και η καλύτερη εποχή είναι η άνοιξη. Τα δενδρύλλια μετά τη φύτευση τους χρειάζονται υποστήριξη στον κορμό τους και προστασία από τον ήλιο και τα διάφορα ζώα. Συνήθως, ο κορμός περιβάλλεται από λευκό ειδικό χαρτί ή πλαστικό με τη μορφή κυλίνδρου. Σε περίπτωση που η περιοχή του μελλοντικού οπωρώνα πλήττεται από δυνατούς ανέμους θα πρέπει ταυτόχρονα να γίνει εγκατάσταση ανεμοφράκτη.

Διαμόρφωση

Το κατεξοχήν σχήμα διαμόρφωσης των εσπεριδοειδών είναι το ελεύθερο κύπελλο με 3-5 βραχίονες. Εφόσον επιλεγούν οι βασικοί βραχίονες στη συνέχεια εφαρμόζεται ελαφρύ κλάδεμα για να εισέλθει το δέντρο γρήγορα στην καρποφορία.

Γενικά, το καλύτερο σχήμα διαμόρφωσης για την αποφυγή ζημιών από τον παγετό είναι τα υψηλόκορμα δέντρα ώστε η κόμη να αναπτύσσεται ψηλότερα αφού ο ψυχρός αέρας πηγαίνει χαμηλά.

Λίπανση λεμονιάς

Η λίπανση στα εσπεριδοειδή μπορεί να γίνει με δύο τύπους λιπασμάτων:

  1. Με φυσικά λιπάσματα: παράγονται από υποπροϊόντα φυτικής (κομπόστ) ή ζωικής (κοπριά) προέλευσης.
  2. Με χημικά λιπάσματα: οργανικά ή ανόργανα άλατα που παρασκευάζονται με βιομηχανικές μεθόδους. Χωρίζονται σε απλά (περιέχουν μόνο ένα θρεπτικό στοιχείο), σύνθετα (περιέχουν δύο ή περισσότερα κύρια χημικά στοιχεία) ή μικτά.

Η λίπανση είναι απαραίτητη καθώς με την συγκομιδή τα εσπεριδοειδή χάνουν πολλά θρεπτικά στοιχεία, μία δυσαναπλήρωτη απώλεια. Για τον λόγο αυτό αναπληρώνονται μέσω των λιπασμάτων.

Ο τρόπος χορήγησης μπορεί να είναι:

  1. επιφανειακά: στην περίπτωση αυτή ίσως χρειαστεί να γίνει ενσωμάτωση του λιπάσματος.
  2. υδρολίπανση: μέσω δικτύου άρδευσης
  3. διαφυλλικά: είναι γρήγορος τρόπος αλλά είναι συμπληρωματική μέθοδος και κατά βάση για τα μικροθρεπτικά.

Η βασική λίπανση μπορεί να γίνει πριν την εγκατάσταση των εσπεριδεώνα αλλά και σε ετήσια βάση πριν την έναρξη της βλαστικής ανάπτυξης των δέντρων την άνοιξη. Ωστόσο, ο ιδανικός χρόνος εφαρμογής είναι κατά στα μέσα χειμώνα.

Πότε έχουν ανάγκη καλής θρέψης τα εσπεριδοειδή;

  1. Κατά την έκπτυξη των οφθαλμών
  2. Στην πλήρη άνθηση
  3. Στην καρπόδεση
  4. Κατά το πρώτο στάδιο αύξησης του καρπού. Εμφανίζεται μικροκαρπία όταν υπάρχει έλλειψη ψευδαργύρου και καλίου.
  5. Κατά το δεύτερο στάδιο αύξησης του καρπού
  6. Κατά την ωρίμανση του καρπού

Το άζωτο είναι από τα βασικά στοιχεία που πρέπει να χορηγηθούν στην καλλιέργεια. Η καλλιέργεια ανάλογα με το φαινολογικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται έχει και διαφορετικές ανάγκες. Για τον λόγο αυτό η ποσότητα αζώτου που χρειάζεται δεν δίνεται μόνο με τη βασική λίπανση αλλά δίνεται σε δόσεις ώστε να έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτό τα διάφορα βλαστικά μέρη. Οι μεγαλύτερες θρεπτικές ανάγκες είναι κατά την άνθηση και κατά τη βλάστηση. Τα εσπεριδοειδή έχουν τρια κύματα βλάστησης. Τους μήνες από Φλεβάρη έως Απρίλη έχει ανάγκες γιατί τότε γίνεται η διαφοροποίηση των οφθαλμών, η έκπτυξής τους, η έναρξη σχηματισμού της κύριας και ανοιξιάτικης βλάστησης, η άνθηση και καρπόδεση. Συνεπώς η εφαρμογή του αζώτου πρέπει να γίνεται στα μέσα Ιανουαρίου με τέλη Φλεβάρη. Για παράδειγμα, τους μήνες από Φλεβάρη με Απρίλη όπου γίνεται διαφοροποίηση των οφθαλμών και το φούσκωμα χρειάζονται το 50% του αζώτου. Το άζωτο αυτό εφαρμόζεται στην βασική χειμερινή λίπανση, ένα με ενάμιση μήνα πριν. Ωστόσο, ακόμα και τις περιόδους που πρέπει να γίνει η λίπανση καλό είναι να γίνεται σε δόσεις με υδρολίπανση.

Η εφαρμογή του φωσφόρου μπορεί να γίνει με τη βασική λίπανση κατά 60% και το υπόλοιπο να εφαρμοστεί με υδρολίπανση τον Ιανουάριο με Φεβρουάριο. Επίσης, έχει μεγάλη σημασία εάν το έδαφος είναι αλκαλικό, καθώς μπορεί να διαθέτει έως και  25% περισσότερο κάλιο σε σχέση με το άζωτο. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ακολουθείται η γενική αρχή:

N : P2O5 : K2O = 1 : 0,3 : 1

Η διαφυλλική λίπανση θα πρέπει να γίνεται πριν το ανοιξιάτικο κύμα βλάστησης ή μετά το καλοκαιρινό και πριν τα φύλλα αποκτήσουν το τελικό τους μέγεθος ή/και ωριμάσουν πλήρως. Ο ιδανικότερος χρόνος εφαρμογής είναι όταν τα νέα φύλλα έχουν πάρει τα ⅔ του τελικού μεγέθους τους και τις ώρες της ημέρας που είναι πιο ξηροθερμικές, περίπου το απόγευμα.

 

Άρδευση

Η άρδευση είναι πολύ σημαντική πρακτική για την επιτυχή παραγωγή ποσοτικά πολλών και ποιοτικά καλών καρπών. Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν και καλλιεργούνται σε θερμές περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις συχνά δεν υπερβαίνουν τα 20-300 χιλιοστά. Έτσι είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο οπωρώνας να διαθέτει νερό για άρδευση. Δεν είναι όμως απαραίτητα προϋπόθεση μόνο το άφθονο νερό, επιβάλλεται το νερό να είναι καλής ποιότητας γιατί είναι πολύ ευαίσθητα είδη στην αλατότητα και να πλησιάζει την ποιότητα του πόσιμου νερού. 

Τα εσπεριδοειδή είναι επιπολαιόριζα δέντρα και ως εκ τούτου οι αρδεύσεις πρέπει να γίνονται πιο τακτικά και με ποσότητα νερού τόση όση να καλύπτει τη ριζόσφαιρα που βρίσκεται σε βάθος μέχρι και 30 με 40 εκατοστά (το ενεργό ριζικό σύστημα). Είναι πολύ σημαντικό για την μείωση των εξόδων να γίνονται εντοπισμένες αρδεύσεις σε τόπο όπου οι ρίζες μπορούν να προσλάβουν το νερό. Βέβαια το πόσο νερό θα εφαρμοστεί κάθε φορά και πόσο τακτικά θα γίνει η άρδευση εξαρτάται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους. Σε ελαφρά ή αμμώδη εδάφη οι αρδεύσεις είναι πιο συχνές ενώ σε συνεκτικότερα εδάφη πιο αραιές. Η ποσότητα του νερού που χρειάζεται ένας οπωρώνας ανά έτος κυμαίνεται, πέρα από τη βροχόπτωση, μεταξύ 500 με 900 m3/στρέμμα.  Τις μεγαλύτερες ανάγκες τις έχει τους θερινούς μήνες λόγω μεγάλων θερμοκρασιών. Τους μήνες αυτούς πραγματοποιούνται σημαντικές διεργασίες στο δέντρο όπως δημιουργία καινούριας βλάστησης και ανάπτυξη των καρπών.

Οι μέθοδοι άρδευσης είναι πολλοί όπως και για τα άλλα οπωροφόρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να εφαρμόζεται εκείνη η μέθοδος που δεν επιτρέπει σπατάλη ύδατος, όπως τεχνητή βροχή, άρδευση με σταγόνες κ.λπ..

Σε επικλινή εδάφη το πιο κατάλληλο σύστημα ποτίσματος της εσπεριδοφυτείας θεωρείται το πότισμα με τεχνητή βροχή χαμηλού ύψους. 

Ενδεικτικά αναφέρεται στον παρακάτω πίνακα ποιες είναι περίπου οι ανάγκες σε νερό με βάση το στάδιο ανάπτυξης:

 

Στάδιο ανάπτυξης

Ανάγκες σε νερό (L/ημέρα)

Νεαρά δέντρα (πρώτα δύο χρόνια)

2-7

Μέσου μεγέθους

13-63

Μεγάλου μεγέθους

24-110

 

Κλάδεμα

Στα εσπεριδοειδή διακρίνονται τρία κλαδέματα:

  1. κλάδεμα νεαρών δέντρων
  2. κλάδεμα καρποφορίας
  3. κλάδεμα ανανέωσης των γέρικων και μη παραγωγικών δέντρων

Α. Κλάδεμα νεαρών δέντρων

Το κλάδεμα σε νεαρά δέντρα που δεν έχουν εισέλθει σε καρποφορία, καθυστερεί την είσοδό τους σε καρποφορία. Γι' αυτό θα πρέπει να περιορίζεται σε επεμβάσεις μορφώσεως του σχήματος των δέντρων και διευκόλυνσης των διάφορων καλλιεργητικών εργασιών.

Β. Κλάδεμα καρποφορίας

Στα εσπεριδοειδή οι υδατάνθρακες αποθηκεύονται στα φύλλα, στους τρυφερούς βλαστούς και στους ξυλοποιημένους κλάδους των δέντρων. Μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών αποθηκεύεται στο ριζικό τους σύστημα. Η αποθηκευμένη ποσότητα τροφών φτάνει στο μέγιστο κατά τα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, λίγο πριν από την έκπτυξη της νέας βλάστησης. Συνεπώς αφού η βλάστηση ενός εσπεριδοειδούς αποτελεί σημαντικό αποθηκευτικό χώρο, το κλάδεμα που μειώνει τη βλάστηση αυτή, αναγκάζει το δέντρο να δημιουργήσει νέα βλάστηση, που αποβαίνει σε βάρος της παραγωγικότητάς του. Οι εσπεριδεώνες που δεν έχουν επάρκεια υδατανθράκων και αζώτου, παρουσιάζουν ασθενική βλάστηση και μικρή καρποφορία. Αν τα δέντρα παρουσιάζουν έλλειψη υδατανθράκων και επάρκεια αζώτου, τότε ευνοείται η ανάπτυξη ζωηρής βλάστησης. Όταν όμως οι υδατάνθρακες και το άζωτο βρίσκονται σε κανονικά επίπεδα, τότε επιτυγχάνεται κανονική βλάστηση και ικανοποιητική καρποφορία. 

Η εποχή του κλαδέματος δεν είναι κρίσιμη για τα εσπεριδοειδή. Μεγαλύτερη ανανέωση βλάστησης επιτυγχάνεται με το ανοιξιάτικο κλάδεμα και η μικρότερη με το φθινοπωρινό κλάδεμα. Το φθινοπωρινό κλάδεμα ευνοεί την ανάπτυξη ενός όψιμου κύματος βλάστησης, που είναι πολύ ευαίσθητο στους παγετούς του χειμώνα. Η εποχή του κλαδέματος μπορεί να επηρεαστεί από την παρουσία ώριμων καρπών πάνω στα δέντρα. 

Γ. Κλάδεμα ανανέωσης

Όταν υπάρχει αισθητή μείωση της παραγωγής λόγω γήρατος των δέντρων θα πρέπει να εφαρμόζεται κλάδεμα ανανέωσης, δηλαδή:

  1. αφαίρεση των κλαδιών με μέγεθος μικρότερο των 2,5 εκατοστών
  2. αφαίρεση ξερών κλαδιών
  3. αφαίρεση μεγάλων κλάδων που είναι προσβεβλημένοι από κάποια ασθένεια ή έχει ξεραθεί.

Αραίωμα καρπών

Στα εσπεριδοειδή, κυρίως σε ορισμένες ποικιλίες, το αραίωμα των καρπών θεωρείται απαραίτητο για το οποίο  μπορεί να χρησιμοποιηθούν αρκετές ουσίες. Οι πιο πολλές από αυτές είναι ουσίες που προτρέπουν την παραγωγή αιθυλενίου. 

Καρποί λεμονιάς

Συγκομιδή

Τα κριτήρια συγκομιδής για την λεμονιά είναι:

  1. Ελάχιστη χυμοπεριεκτικότητα 25-30% 
  2. Όταν συγκομίζονται με κίτρινο χρώμα φλούδας τότε δεν έχουν μεγάλη μετασυλλεκτική διατήρηση και πρέπει η κατανάλωση να γίνει άμεσα

Συγκομιδή καρπών

Μετά τη συγκομιδή

 Η βέλτιστη θερμοκρασία διατήρησης των καρπών είναι οι 12 - 14°C και βέλτιστη σχετική υγρασία 90-95%. Η ικανότητας συντήρησης για τους καρπούς είναι οι 6 μήνες.  Ο αποπρασινισμός στα λεμόνια γίνεται με αιθυλένιο 1-10 ppm για 1 με 3 ημέρες και σε θερμοκρασία 20 με 25 °C.

Καρποί λεμονιάς

Φυτοπροστασία

Οι κυριότεροι εχθροί της καστανιάς είναι οι μύκητες και τα έντομα. Όπως έχει αναρτηθεί από το Υπ.Α.Α.Τ. τα συμπτώματα και η αντιμετώπιση των σημαντικότερων εχθρών είναι:

Α. Μυκητολογικές ασθένειες

1. Αρμιλλάρια (Armillaria mellea)

Η αρμιλλάρια είναι μύκητας που προκαλεί σήψη των ριζών και μετατρέπει τον φλοιό σε σπογγώδη και υγρό. Μεταξύ του φλοιού και του ξύλου σχηματίζονται μυκηλιακές πλάκες οι οποίες είναι λευκό ή υποκίτρινο μυκηλιακό στρώμα. Επίσης δημιουργεί ριζόμορφα πάνω στις ρίζες τα οποία συνεχίζουν μέχρι τον φλοιό κάτω από τον κορμό και στο έδαφος έως 9 μέτρα από το προσβεβλημένος δέντρο. Παρατηρείται μεμονωμένα πάνω στο δέντρο και μεταφέρεται με άμεση επαφή των ριζών.

Αντιμετώπιση:

α) Πριν την εγκατάσταση του οπωρώνα: εκρίζωση παλαιότερων δέντρων και καταστροφή υπολειμμάτων. Έπειτα καλλιέργεια αγρού με σιτηρά για δύο χρόνια για καταστροφή του μολύσματος και καλή κατεργασία εδάφους (εναλλακτικά χρήση εγκεκριμένου απολυμαντικού), εξασφάλιση συνθηκών καλής αποστράγγισης του εδάφους, αγορά υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού και επιλογή ανθεκτικών και ανεκτικών υποκειμένων.

β) Μετά την εγκατάσταση: πρέπει να επιδιώκεται η ισορροπημένη άρδευση και λίπανση και να αποφεύγεται η υπερβολική υγρασία εδάφους. Τα προσβεβλημένα δέντρα πρέπει να ξεριζώνονται και να απομακρύνοται μαζί με τις λεπτές ρίζες.

2. Ροζελλίνια (Rosellinia necatrix)

Είναι μύκητας  που προκαλεί σήψη των ριζών και ολική ή μερική ξήρανση των δέντρων, όπως συμβαίνει και με την προσβολή από Αρμιλλάρια. Αναπτύσσεται στις ρίζες μεταξύ του φλοιού και του ξύλου. Το μυκήλιό του είναι λευκό και σταδιακά μετατρέπεται σε σκούρο καστανό. Η αντιμετώπισή του γίνεται με τα ίδια μέσα όπως στην προσβολή από Αρμιλλάρια.

3.Ίσκα (Fomitiporia mediterranea)

Η ίσκα είναι μύκητας με σοβαρά προβλήματα στα δέντρα γενικότερα. Θριματίζει το ξύλο στα σημεία προσβολής, δηλαδή στους βραχίονες και στον κορμό, και ξεκινούν συνήθως από τις μεγάλες τομές των κλαδεμάτων. Μεταδίδεται κυρίως με το κλάδεμα.

Αντιμετώπιση: πρέπει να γίνεται χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού (το παθογόνο προσβάλλει νεαρά δενδρύλλια), να απολυμαίνονται και να καλύπτονται οι μεγάλες τομές κλαδέματος απ’ όπου ξεκινούν και οι προσβολές και, τέλος όσα δέντρα είναι προσβεβλημένα να κλαδεύονται τελευταία.

4. Ξηρή σηψιρριζία των εσπεριδοειδών (Fusarium sp.)

Προκαλείται από μύκητα, αρχίζει από τις ρίζες και εξαπλώνεται στο λαιμό του δέντρου. Μέρη του φλοιού μοιάζουν σαν να είναι βρεγμένα, έπειτα στεγνώνουν και κολλάνε στο ξύλο. Κάτω από τον φλοιό το ξύλο έχει χρώμα καφέ και συνεχίζουν τα συμπτώματα στο ξύλο. Τα συμπτώματά της παρουσιάζονται σαν ημιπληγία (ξήρανση μέρους του δέντρου) ή αποπληξία (ξήρανση όλου του δέντρου). 

Αντιμετώπιση:

α) Πριν την εγκατάσταση του οπωρώνα: εκρίζωση παλαιότερων δέντρων και καταστροφή υπολειμμάτων. Έπειτα καλλιέργεια αγρού με σιτηρά για δύο χρόνια ή αγρανάπαυση για καταστροφή του μολύσματος και καλή κατεργασία εδάφους (εναλλακτικά χρήση εγκεκριμένου απολυμαντικού), εξασφάλιση συνθηκών καλής αποστράγγισης του εδάφους, αγορά υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού και επιλογή ανθεκτικών και ανεκτικών υποκειμένων. Ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνεται στα 50-70 εκατοστά από το έδαφος.

β) Μετά την εγκατάσταση: πρέπει να επιδιώκεται η ισορροπημένη άρδευση και λίπανση και να αποφεύγεται η υπερβολική υγρασία εδάφους. Η άρδευση με κατάκλιση δεν προτείνεται, αλλά εάν επιλεγεί θα πρέπει να δημιουργούνται αναχώματα για να μην διαβρέχεται ο κορμός. Επίσης θα πρέπει να δίνεται προσοχή να μην τραυματιστούν οι ρίζες από τις καλλιεργητικές εργασίες, να καταστρέφονται τα ζιζάνια και να αποφεύγεται η συγκαλλιέργεια με σολανώδη και κολοκυνθοειδή λαχανικά. Τα προσβεβλημένα δέντρα πρέπει να ξεριζώνονται και να απομακρύνοται μαζί με τις λεπτές ρίζες.

Β. Εντομολογικοί εχθροί

1. Μύγα της Μεσογείου (Ceratitis capitata)

Αποτελεί έναν πολύ σοβαρό εχθρό για πολλές καλλιέργειες φρούτων και κυρίως για τα εσπεριδοειδή. Αναλόγως την περιοχή και την παρουσία ξενιστών μπορεί να έχει 7 γενεές το έτος. Στη νότια Ελλάδα διαχειμάζει σε όλα τα στάδια ενώ βορειότερα το κυριότερο στάδιο διαχείμασης είναι οι προσβεβλημένοι καρποί. Η μόλυνση ξεκινάει με την έναρξη της ωρίμανσης των καρπών και συνεχίζεται ενώ υπάρχουν ώριμοι καρποί. Όταν εκκολαφθεί εντός του καρπού αρχίζουν να ορίζουν στοές οι προνύμφες και καταστρέφουν την σάρκα του καρπού. Αφού ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους εξέρχονται από τον καρπό και πέφτουν στο έδαφος όπου θα πραγματοποιηθεί η νύμφωσή τους. Η λεμονιά είναι το πιο ανθεκτικό είδος από τα εσπεριδοειδή.

Εντομολογικού εχθροί λεμονιάς

2. Rezothrips kellyanus

Το συγκεκριμένο είδος είναι θρίπας και προκαλεί μεγάλα προβλήματα στους καρπούς κυρίως της πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Για να αναπαραχθεί χρειάζεται γύρη οπότε είναι ανθόφιλο είδος που εμφανίζεται κατά την άνθηση. Για την παρακολούθηση της καλλιέργειας γίνεται τυχαία δειγματοληψία ανθέων από αρκετά δέντρα και γίνεται καταμέτρηση του αριθμού του εντόμου, καθώς επίσης συνεχίζεται η ίδια διαδικασία και στα καρπίδια. Είναι σημαντική η εκτίμηση του πληθυσμού για να προγραμματιστεί και ο χρόνος που θα γίνουν οι επεμβάσεις. 

Αντιμετώπιση: γίνεται ψεκασμός τέλη άνοιξης, αρχές καλοκαιριού όταν παρατηρηθεί προσβολή στο 5% των καρπιδίων.

3. Κόκκινη ψώρα των εσπεριδοειδών (Aonidiella aurantii)

Σημαντικός εχθρός των εσπεριδοειδών σε όλες τις περιοχές της χώρας. Μπορεί να εγκατασταθεί σε πολλά μέρη του δέντρου (φύλλα, βλαστούς, κορμό, κλαδιά, καρπούς), είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά της κόμης. Έχει 3 γενεές ανά έτος, με το μέγιστο των προσβολών να εμφανίζεται περίπου Μάη με αρχές Ιουνίου, τον Ιούλιο και Σεπτέμβριο με Οκτώβρη. Λόγω των έντονων ξηροθερμικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, υπάρχει μεγάλη νυμφική θνησιμότητα, ειδικά στα άτομα της δεύτερης γενεάς που είναι το καλοκαίρι. 

Γενικώς τα κοκκοειδή προκαλούν ποιοτική υποβάθμιση των καρπών καθώς υπάρχει το κοκκοειδές πάνω στον καρπό, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην το αγοράζουν. Ωστόσο, εκτός από την παρουσία του πάνω στον φλοιό δεν προκαλεί κάποια άλλη ποιοτική ζημιά. Όμως, μπορεί να προκαλέσει παραμόρφωση των καρπών ειδικά όταν πάει σε αναπτυσσόμενους μικρούς καρπούς. Προκαλεί και εξασθένιση των δέντρων σε ορισμένες περιπτώσεις καθώς απομυζά φυτικό χυμό.

Παρακολούθηση: Η παρακολούθηση των πληθυσμών είναι σημαντική για τον καθορισμό του χρόνου που θα γίνουν οι επεμβάσεις. Συνιστάται η τοποθέτηση 2 έως 5 φαιρομονικών παγίδων ανά 10 στρέμματα και παρακολούθηση αυτών δύο φορές την εβδομάδα. Για την εκτίμηση του ποσοστού της προσβολής γίνεται δειγματοληψία βλαστών και καρπών ανά 2 με 3 εβδομάδες από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Η δειγματοληψία γίνεται τυχαία από το 10% των δέντρων με λήψη 4 βλαστών με φύλλα ανά δέντρο, μήκους περίπου 20 εκατοστών, ηλικίας 2 ετών και λήψη 20 καρπών ανά δέντρο. Μπορεί να γίνει και τοποθέτηση ταινιών με κόλλα γύρω από προσβεβλημένους βλαστούς για να γίνει εξακρίβωση του χρόνου επέμβασης.

Αντιμετώπιση: Η αντιμετώπιση του εντόμου μπορεί να γίνει με καλλιεργητικά μέτρα (σωστό κλάδεμα των δέντρων για καλύτερο αερισμό και φωτισμό), με βιολογική καταπολέμηση και εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο με χημική αντιμετώπιση. Η βιολογική καταπολέμηση γίνεται με την εξαπόλυση παρασιτοειδών και συγκεκριμένα τα Aphytis melinus και Comperiella bifasciata για τους εσπεριδοειδώνες της Κρήτης. Αρπακτικά του εντόμου είναι και τα Chilocorus bipustulatus, Lindorus lophantae και Scymnus sp. Η χημική αντιμετώπιση γίνεται όταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι στο στάδιο της έρπουσας προνύμφης στην πρώτη γενεά. Για να μην επηρεαστούν και τα ωφέλιμα έντομα, γίνεται χρήση εντομοκτόνων χαμηλής τοξικότητας.

4. Λεκάνιο (Saissetia oleae)

Προκαλεί πολύ σημαντικές προσβολές περιστασιακά και σε ορισμένα μέρη. Απομυζά χυμό από φύλλα και βλαστούς και εκκρίνει μελιτώδη αποχωρήματα που ευνοούν την ανάπτυξη των μυκήτων της καπνιάς. Αναπτύσσεται σε υψηλά επίπεδα υγρασίας, συνεπώς συναντάται σε δέντρα που δεν έχει γίνει κλάδεμα και δεν αερίζεται και φωτίζεται σωστά. Έχει μία γενεά ανά έτος (σπανίως δύο). Ο πληθυσμός του λεκανίου μειώνεται σε διάφορες φάσεις του καλοκαιριού λόγω υψηλών θερμοκρασιών και των ωφέλιμων εντόμων.

Παρακολούθηση: Γίνεται παρακολούθηση στο 10% των δέντρων με τυχαία λήψη 4 βλαστών με φύλλα από κάθε δέντρο μήκους 10-15 εκατοστά. Η δειγματοληψία γίνεται από δεκαπενθήμερο και στόχος είναι η εύρεση του ποσοστού του πληθυσμού και της δράσης των παρασιτοειδών και αρπακτικών. Επέμβαση γίνεται όταν στα τέλη Ιούλη είναι 3 έως 5 άτομα ανά φύλλο ή 3 με 4 θηλυκά άτομα ανά 40 εκατοστά βλαστού.

Αντιμετώπιση: Η αντιμετώπιση του λεκανίου μπορεί να  γίνει με σωστό κλάδεμα για καλό αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού της κόμης και με αποφυγή χρήσης τοξικών εντομοκτόνων προς τα ωφέλιμα έντομα. Για βιολογική καταπολέμηση, το λεκάνιο έχει πολλούς εχθρούς παρασιτοειδή και αρπακτικά. Συγκεκριμένα, αποτελεσματική δράση έχουν τα υμενόπτερα παρασιτοειδή Metaphycus flavus, M. helvolus (παρασιτούν τις νύμφες 2ου και 3ου σταδίου), Metaphycus lounsburyi (παρασιτεί τις νύμφες 3ου σταδίου), το ωοφάγο αρπακτικό Scutellista cyanea, καθώς και τα αρπακτικά Chilochorus bipustulatus, Exochomus quadripustulatus, Rhyzobius (Lindorus) forestieri κ.λπ.. Η βιολογική αντιμετώπιση δεν δίνει πάντοτε θετικά αποτελέσματα και τα άτομα αναπτύσσονται σε μεγάλους πληθυσμούς. Όταν οι προσβολές είναι σημαντικές και πάνω από το οικονομικό όριο, προτείνεται η χημική αντιμετώπιση. Πραγματοποιούνται δύο ψεκασμοί καλύψεως με γαλάκτωμα θερινού ορυκτελαίου. Ο πρώτος πραγματοποιείται τον Ιούλιο, όταν έχει εκκολαφθεί το 60% των νυμφών και ο δεύτερος στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου που έχουν ολοκληρωθεί οι εκκολάψεις. Εάν γίνει ψεκασμός με συνθετικό εντομοκτόνο, γίνεται ψεκασμός αμέσως μετά την εκκόλαψη των όψιμων ερπουσών προνυμφών (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου).

5. Ψευδόκοκκος εσπεριδοειδών (Planococcus citri)

Προκαλεί σημαντικές ζημιές στα εσπεριδοειδή και σε άλλες καλλιέργειες. Οι ζημιές που προκαλεί το έντομο είναι μύζηση των χυμών του φυτού, περιορίζοντας έτσι τη ζωτικότητα του δέντρου και έκκριση μελιτώματος μειώνοντας την εμπορικότητα του καρπού λόγω της βαμβακώδους εμφάνισης και της ανάπτυξης της καπνιάς, ενώ προκαλείται και καρπόπτωση (ειδικά στις ομφαλοφόρες ποικιλίες). Επίσης, προσελκύει και διάφορα λεπιδόπτερα της οικογένειας Pyralidae μέσω των μελιτωδών εκκρίσεών του. Έχει 3 με 4 γενεές ανά έτος και προτιμά υγρές, προφυλαγμένες θέσεις (κάλυκας, ομφαλός των ομφαλοφόρων πορτοκαλιών κ.λπ.). 

Παρακολούθηση: Η παρακολούθηση γίνεται για τον καθορισμό του χρόνου που θα γίνουν οι επεμβάσεις. Γίνεται με χρήση φερομονικών παγίδων για τη σύλληψη αρσενικών ατόμων (2 με 5 παγίδες ανά 10 στρέμματα). Για την εκτίμηση του ποσοστού προσβολής γίνεται τυχαία δειγματοληψία καρπών από το 20% των δέντρων  όταν αποκτήσουν διάμετρο 2 εκατοστών και συλλέγοντας 10 καρπούς ανά δέντρο. Το οικονομικό όριο είναι 5-10% προσβεβλημένοι καρποί με προνύμφες (καλοκαίρι) και 15% προσβεβλημένοι καρποί (φθινόπωρο).

Αντιμετώπιση: Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει με καλλιεργητικά μέτρα (σωστό κλάδεμα για καλό αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού της κόμης), με βιολογική καταπολέμηση και τελικά, εάν τα προηγούμενα μέτρα δεν περιορίσουν τους πληθυσμούς με χημική καταπολέμηση. Υπάρχει δυνατότητα βιολογικής καταπολέμησης καθώς ο ψευδόκοκκος έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς.  Αρχικά έχει το κολεόπτερο αρπακτικό Cryptolemus montrouzieri το οποίο με εξαπολύσεις στα τέλη της άνοιξης μειώνει τους πληθυσμούς του εντόμου το καλοκαίρι. Υπάρχουν και ιθαγενή εντομοφάγα όπως τα παρασιτοειδή Anagyrous pseudococci, Leptomastidea abnormis και τα αρπακτικά Exochomus quadripustulatus, Nephus quadripustulatus, Nephus includes, Scymnus hiekei κ.λπ.. Χημική αντιμετώπιση πραγματοποιείται μόνο σε μεγάλες προσβολές και με τη χρήση εγκεκριμένων εντομοκτόνων. Εφαρμόζεται για την μείωση του πληθυσμού της πρώτης γενεάς του εντόμου, όταν έχει γίνει εκκόλαψη πάνω από το 60% των ερπουσών προνυμφών. Μεγάλη προσοχή στην επιλογή εντομοκτόνου ώστε να μην είναι τοξικά για τα ωφέλιμα έντομα.

6. Φυλλορύκτης των εσπεριδοειδών (Phyllocnistis citrella)

Είναι εχθρός όλων των εσπεριδοειδών. Έχει 10 με 12 γενεές ανά έτος και προσβάλει  τα νεαρά φύλλα, τους νεαρούς καρπούς (σπανιότερα) και τους νεαρούς βλαστούς, όπου και ωοτοκεί. Οι προνύμφες τρέφονται από τους ιστούς δημιουργώντας στοές που έχουν αργυρόχρωμη όψη και τα φύλλα "καρουλιάζουν". Οι πρώτες προσβολές από τον φυλλορύκτη εμφανίζονται στα τέλη Μάη, γεγονός πολύ θετικό γιατί προσβάλει μόνο την φθινοπωρινή και καλοκαιρινή βλάστηση, όχι την ανοιξιάτικη που είναι και η πιό σημαντική. Προσβάλει μόνο νεαρά δέντρα και δεν αποτελεί πρόβλημα στα παραγωγικά δέντρα. Το οικονομικό όριο για να γίνει η επέμβαση είναι να έχει γίνει προσβολή του 20% της φυλλικής επιφάνειας ή όταν υπάρχουν 0,74 στοές ανά φύλλο ή εάν το 25% των βλαστών με φύλλα που είναι μικρότερα από τα 3 εκατοστά έχουν στοές με προνύμφες πρώτου σταδίου ή γενικότερα όταν το 30% των νεαρών βλαστών έχουν στοές με ζωντανές προνύμφες.

Παρακολούθηση: η παρακολούθηση γίνεται από τα τέλη Μάη μέχρι τα μέσα φθινοπώρου, με δειγματοληψία τρυφερών βλαστικών τμημάτων.

Αντιμετώπιση: Η αντιμετώπιση του φυλλορύκτη μπορεί να γίνει με καλλιεργητικά μέτρα, με βιολογική καταπολέμηση καθώς και με χημική αντιμετώπιση. Τα καλλιεργητικά μέτρα που μπορούν να ακολουθηθούν είναι εφαρμογή αζωτούχων λιπασμάτων και κλάδεμα αργά την άνοιξη, περιορισμός των αρδεύσεων και της αζωτούχου λίπανση το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και αφαίρεση των λαίμαργων βλαστών που έχουν προσβληθεί. Η βιολογική καταπολέμηση μπορεί να γίνει με την εξαπόλυση εξωτικών παρασιτοειδών όπως τα Citrostichus phyllocnistoides (αξιόλογη δράση), Semielacher petiolatus και Quadrastichus sp. Ωστόσο υπάρχουν και ιθαγενή είδη όπως τα Pnigalio pectinicornis (αξιόλογη δράση), P. soemius, Neochrysocharis formosa, Cirrospilus pictus και S. silvicola (παράσιτα των προνυμφών 2ου και 3ου σταδίου). Η χημική αντιμετώπιση επιλέγεται ως τελευταία λύση, όταν τα προηγούμενα μέτρα δεν περιορίζουν τους πληθυσμούς του εντόμου και πάντοτε με την χρήση εγκεκριμένων εντομοκτόνων. Γίνεται χρήση μόνο στα νεαρά δέντρα, τα φυτώρια και στα εμβόλια, όταν έχουν εντοπιστεί οι πρώτες στοές στα φύλλα κατά τα τέλη Μάη.

7. Αφίδες εσπεριδοειδών 

Οι αφίδες είναι έντομα που προσβάλλουν πολλές καλλιέργειες, συμπεριλαμβανομένων και των εσπεριδοειδών την άνοιξη, το φθινόπωρο και το καλοκαίρι όταν επικρατούν ήπιες θερμοκρασίες. Προτιμούν την κάτω επιφάνεια νεαρών φύλλων, από τα οποία μυζούν τους φυτικούς χυμούς προκαλώντας το γνωστό "καρούλιασμα" των φύλλων. Επίσης, προσβάλλουν και τα  άνθη προκαλώντας την πτώση τους. Αυτοί οι εχθροί εκκρίνουν μελιτώδεις ουσίες πάνω στις οποίες αναπτύσσεται ο μύκητας της καπνιάς. Για να προσδιοριστεί ο χρόνος επέμβασης γίνεται παρακολούθηση της με τυχαία επιλογή δέντρων και εξέταση των βλαστών και άλλων οργάνων σε ορισμένα δέντρα. Εκτός των παραπάνω, ορισμένες αφίδες είναι και φορείς της ίωσης της Τριστέτσας. 

Παρακολούθηση: γίνεται με κίτρινες κολλητικές παγίδες.

Αντιμετώπιση: Οι ζημιές που προκαλούν οι αφίδες και κυρίως η μετάδοση του ιού της Τριστέτσας είναι πολύ σημαντικές και γι΄αυτό οι αφίδες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα. Οι ψεκασμοί πρέπει να γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί πλήρης κάλυψη του φυλλώματος. Είναι σημαντικό να γίνει και δεύτερη επέμβαση αμέσως μόλις τελειώσει η δράση από τον πρώτο ψεκασμό. Η επέμβαση είναι καλό να γίνεται όταν οι πληθυσμοί είναι ακόμα σε μικρό ποσοστό με εντομοκτόνο επαφής ώστε να αντιμετωπιστούν και εκείνες οι αφίδες οι οποίες είναι σε προστατευμένες θέσεις. Όταν οι πληθυσμοί είναι μεγάλοι επιλέγεται διασυστηματικό αφιδοκτόνο. Η βιολογική αντιμετώπιση δεν είναι πάντοτε πολύ αποτελεσματική, κυρίως στόχος είναι να μη γίνεται χρήση εντομοκτόνων που θανατώνουν τα ωφέλιμα έντομα. Ωστόσο μπορεί να ελευθερωθούν φυσικοί τους εχθροί, όπως το αρπακτικό Harmonia axyridis. 

 

Γ. Νηματώδεις εσπεριδοειδών

Οι νηματώδεις αποτελούν σημαντικό εχθρό των εσπεριδοειδών και κυρίως το είδος Tylenchulus semipenetrans. Εμφανίζεται στις περισσότερες περιοχές της χώρας.Οι ζημιές που προκαλεί είναι μέσω της προσβολής των ριζών των δέντρων μειώνει την παραγωγικότητά τους (έως και 30%), ενώ δημιουργεί προβλήματα και στην επαναφύτευση. Τα παραγωγικά δέντρα δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή σε σχέση με τα νεαρά δενδρύλλια τα οποία αδυνατούν να αναπτυχθούν. Τα συμπτώματα είναι η απώλεια της ζωτικότητας, ο νανισμός, η αργή ανάπτυξη, ο μαρασμός των μικρών κλαδιών, η χλώρωση των φύλλων, η μικροφυλλία και μικροκαρπία.

Γίνεται αντιληπτό ότι οι φυσιολογικές λειτουργίες του δέντρου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό καθώς η ρίζα είναι το βασικότερο μέρος του δέντρου για την ανάπτυξή του. Τα δέντρα που έχουν προσβληθεί δεν ανταποκρίνονται στην άρδευση και την λίπανση. Οι ρίζες δεν αναπτύσσονται ικανοποιητικά και το χρώμα τους αλλάζει και φαίνονται σαν λερωμένες. Τα σημεία που έχουν μολυνθεί αποτελούν σημεία εισόδου και για άλλα παθογόνα. Για να αντιμετωπιστούν, βοηθάει η οργανική λίπανση από φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς, η αποφυγή μεταφοράς μολύσματος και να γίνονται σωστές καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση, κλάδεμα).

Δ. Ζιζάνια

Οι αυξημένες απαιτήσεις των εσπεριδοειδών τόσο σε νερό όσο και σε θρεπτικά στοιχεία καθιστούν απαραίτητη την καταστροφή των ζιζανίων με την καλλιέργεια του εδάφους, με τη χρήση ζιζανιοκτόνων ή και με συνδυασμό των δύο μεθόδων. Χρειάζεται προσοχή όταν εφαρμόζεται καλλιέργεια του εδάφους να μη γίνεται σε βάθος μεγαλύτερο των 10 εκ., διότι τα εσπεριδοειδή είναι επιπολαιόριζα και πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να καταστραφούν οι επιφανειακές ρίζες.

Η καταστροφή τους πρέπει να γίνεται πριν δώσουν σπόρο γιατί τότε η εξάπλωσή τους θα είναι πολύ πιο αυξημένη. Είναι πολύ σημαντική η αντιμετώπισή τους κατά την εγκατάσταση της καλλιέργειας, ειδικά στην περίπτωση των πολυετών δυσεξόντωτων  ζιζανίων. Συγκεκριμένα, γίνεται με την κατεργασία εδάφους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή. Η χρονική αυτή επιλογή γίνεται καθώς με την κατεργασία του εδάφους έρχονται στην επιφάνεια υπόγεια αναπαραγωγικά όργανα των ζιζανίων και ξεραίνονται λόγω υψηλής θερμοκρασίας.

Προτείνεται να γίνονται δύο έλεγχοι για την αντιμετώπιση των ζιζανίων κατά τη διάρκεια του έτους. Η πρώτη θα πρέπει να είναι στις αρχές της άνοιξης για την καταστροφή των χειμερινών ειδών και μια κατά το τέλος του καλοκαιριού για την αντιμετώπιση των καλοκαιρινών ειδών. Το σημαντικότερο στην αντιμετώπιση των ζιζανίων είναι να απομακρύνονται όσα αναπτύσσονται περιμετρικά του κορμού, καθώς ανταγωνίζονται με το δέντρο για τα διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά και νερό και δημιουργούν περιβάλλον με υψηλή υγρασία με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ασθενειών όπως η κομμίωση του λαιμού.

Αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης των ζιζανίων είναι η εδαφοκάλυψη η οποία ταυτόχρονα συντελεί και στην βιολογική αντιμετώπιση εχθρών. Η επιφάνεια του εδάφους στον οπωρώνα μπορεί να καλυφθεί με φυτά από σπορά επιλεγμένων ειδών, με φυτά που αυτοφύονται στο χωράφι ή με άχυρο. Όταν γίνει κάλυψη εδάφους με φυτά από σπορά υπάρχει πολύ μεγαλύτερος ανταγωνισμός με τα ζιζάνια που τείνουν να εμφανιστούν διότι δημιουργούν δύσκολες συνθήκες ανάπτυξης (π.χ. σκίαση, ανταγωνισμός για θρεπτικά στοιχεία κ.λπ.). Επίσης, προστατεύει και από την διάβρωση του εδάφους, οπότε συναντάται αυτή η μέθοδος κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, όταν οι βροχοπτώσεις είναι υψηλές σε οπωρώνες που βρίσκονται σε επικλινή εδάφη αλλά χωρίς κίνδυνο παγετού και πολύ κρύο. Όταν παραμένουν φυτικά είδη στον οπωρώνα ως εδαφοκαλυπτικά και επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, δημιουργεί συνθήκες παγετού και τα εσπεριδοειδή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις συνθήκες αυτές. Γι΄αυτό αφήνεται γυμνό έδαφος γιατί θερμαίνεται πιο εύκολα και αποτελεσματικά σε σχέση με το σκιασμένο.

Η αντιμετώπιση των ζιζανίων με την χρήση χορτοκοπτικού μηχανήματος γίνεται μόνο για τα μονοετή ζιζάνια. Τα πολυετή ζιζάνια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον τρόπο αυτό αποτελεσματικά. Η φυτομάζα που δημιουργείται από την χορτοκοπή μπορεί να ενσωματωθεί στο έδαφος. Ένας ακόμα τρόπος αντιμετώπισης θα μπορούσε να είναι υπό προϋποθέσεις η ελεγχόμενη βόσκηση. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής σχετίζεται με τα εμφανιζόμενα είδη και τα ζώα που θα επιλεγούν. Ελεγχόμενη βόσκηση μπορεί να γίνει με την επιλογή χορτοφάγων ζώων και πτηνών, όπως κότες, χήνες και αιγοπρόβατα για την αντιμετώπιση μονοετών ειδών. Πρέπει να γίνεται σε περιφραγμένους αγρούς ή με την βοήθεια κινητής περίφραξης ώστε να υπάρχει περιορισμός των ζώων. Παράλληλα, η κοπριά των ζώων λιπαίνει τον αγρό. Η συνεχόμενη ύπαρξη των ζώων στον αγρό εξαντλεί την εμφάνιση των ζιζανίων και ταυτόχρονα με την εκμετάλλευσή τους μπορεί ο καλλιεργητής να έχει επιπλέον εισόδημα. Όμως δύο βασικές παραμέτρους θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: τα αιγοπρόβατα δεν θα πρέπει να αφήνονται για βόσκηση σε νεαρούς οπωρώνες και όταν υπάρχουν δέντρα με χαμηλή κόμη, γιατί μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές και είναι άκρως σημαντικό να ξέρουμε ποια είναι τα εμφανιζόμενα ζιζάνια στο χωράφι και εάν είναι επικίνδυνα για την υγεία των ζώων ή εάν είναι ανεπιθύμητα για εκείνα οπότε και θα επικρατήσουν τελικά στο χωράφι.

Η χρήση ζιζανιοκτόνων θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν είναι απαραίτητο και δεν μπορεί να γίνει η αντιμετώπιση του ζιζανιοπληθυσμού με τους προηγούμενους τρόπους. Επίσης θα πρέπει να επιλέγεται το καταλληλότερο προϊόν και η εφαρμογή του να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις υποδείξεις του παρασκευαστή. Τελευταία, προτιμώνται τα ζιζανιοκτόνα γενικής χρήσης (καθολικής χρήσης) όπως για παράδειγμα το glyphosate. Η πρώτη επέμβαση μπορεί να γίνει Σεπτέμβριο – Οκτώβριο οπότε τα ζιζάνια δε θα δυσκολέψουν στη συγκομιδή και μειώνουν τον κίνδυνο από παγετό. Το καλοκαίρι μπορεί να επαναληφθεί ένας η περισσότεροι ψεκασμοί για την καταστροφή νέων ζιζανίων.

 

Τεχνολογία στη λεμονιά

Μέθοδοι έξυπνης γεωργίας στη λεμονιά

Καθώς η λεμονιά είναι μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες εσπεριδοειδών, η γεωργία ακριβείας ψάχνει τρόπους βελτίωσης στην παραγωγή της και βοηθάει στην αύξηση της παραγωγής της. Πρώτα και κύρια, ένας μετεωρολογικός σταθμός μπορεί να αποβεί πολύ σημαντικός για την λεμονιά, καθώς ο αγρότης μπορεί να λαμβάνει δεδομένα ακόμα και στο κινητό του για τον καιρό και το περιβάλλον στον αγρό, όπως την υγρασία του εδάφους, την ταχύτητα του αέρα, τη θερμοκρασία, κλπ.

Μία άλλη μέθοδος είναι η χαρτογράφηση του αγρού, της θέσης των δέντρων δηλαδή, καθώς μιλάμε για δενδρώδης καλλιέργεια είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Αυτό γίνεται είτε με τη βοήθεια δορυφορικών φωτογραφιών, είτε ακόμα καλύτερα μέσω φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από drone (εναέρια, μη επανδρωμένα μέσα) με απλές, υπερφασματικές ή θερμικές κάμερες. Ακόμα μπορούν να δημιουργηθούν χάρτες παραγωγής και ανθοφορίας για μία καλύτερη εικόνα του αγρού. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την χαρτογράφηση που έχει επέλθει με τηλεσκοπικά μέσα μπορούν να είναι χρήσιμα με το κατάλληλο πρόγραμμα (software), όπως για παράδειγμα το GIS, λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων και χαρτών, συνδυαστικά με τη χαρτογράφηση που έχει γίνει έχοντας ενα GPS, ικανό για να ελέγχει την ακριβή τοποθεσία. 

Τα drones και τα επίγεια μέσα, όμως μπορούν να φανούν χρήσιμα και σε καλλιεργητικές εργασίες. Οι ψεκασμοί μπορούν να εφαρμοστούν μέσω αυτών ώστε να μην υπάρχει μεγάλο ποσοστό απορροών, σαφώς ακολουθώντας πάντα τα πρότυπα και κανονισμούς για τους ψεκασμούς. Με την χρήση ενός drone, δεν υπάρχει αντίστοιχη διασπορά, οπως σε ένα τυπικό ψεκαστικό μηχάνημα, κάνοντας τον ψεκασμό πιο ακίνδυνο και ευκολότερο, καθώς ο χειρισμός του drone γίνεται από απόσταση. Ακόμα μέσω των κατάλληλων αισθητήρων, μετρώνται οι δείκτες βλάστησης (πχ. NDVI και NDRE). Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος της παραγωγής με πρόβλεψή της και συνάμα έλεγχο για πιθανές ελλείψεις στη λίπανση ή την άρδευση, όπως και για την ύπαρξη ασθενειών και ζιζανίων. Επίσης, η γεωργία ακριβείας μπορεί να βοηθήσει στις στοχευμένες εισροές ώστε να μην είναι η καλλιέργεια οικονομικά και περιβαλλοντικά ασύμφορη.

Τέλος, ένα χρήσιμο εργαλείο στη γεωργία ακριβείας είναι η μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του εδάφους. Με αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίζουμε τη μεταβλητότητα του εδάφους, έχοντας πληροφορίες βασικές για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να επέμβουμε με τις διάφορες εισροές (πχ. άρδευση), όπως το πορώδες αλλά και την αλατότητα του εδάφους.

  

Για τον ερασιτέχνη

Η λεμονιά αποτελεί ένα αγαπημένο εσπεριδοειδές λόγω των ζουμερών και χυμώδων καρπών της που χρησιμοποιούνται στην μαγειρική και την ζαχαροπλαστική. Έχει πλούσια διατροφική αξία λόγω των πολλών αντιοξειδωτικών, των βιταμινών, του φωσφόρου και του καλίου. Μπορούμε συνεπώς να φυτέψουμε λεμονιές για την παραγωγή των δικών μας καρπών, αλλά και για τους υπέροχους λεμονανθούς και το καταπράσινο, γυαλιστερό φύλλωμά της.

Κοινό όνομα

Λεμονιά

Οικογένεια

Rutaceae

Είδος

Citrus limon

↨ Μέγιστο ύψος (m)

5 - 6 m

Εδαφικές απαιτήσεις

Μέσης σύστασης εδάφη, γόνιμα, καλή αποστράγγιση

Υδατικές απαιτήσεις

pH εδάφους

5 - 8,5

Αντοχή στο κρύο

Όχι

Αντοχή στη ζέστη

Μέτρια

Απαιτήσεις σε φως

 

Περίοδος ωρίμανσης καρπού 

Εξαρτάται από την ποικιλία

Καρπός

κίτρινος

 Τι συνθήκες θέλει η λεμονιά για να αναπτυχθεί;

Η θερμοκρασία είναι ο βασικός παράγοντας για την επιλογή της θέσης εγκατάστασης. Η επικράτηση παγετών σε μία περιοχή θεωρούνται επικίνδυνες για τα εσπεριδοειδή, κυρίως όταν διατηρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, γιατί προξενούν σοβαρές ζημιές στην παραγωγή και μερικές φορές και στα δέντρα. Ακόμα και οι υψηλές θερμοκρασίες, τουλάχιστον για μερικές ποικιλίες μπορούν να αποβούν επιζήμιες για την παραγωγικότητα μιας φυτείας και ενδεχομένως για την καρποπαραγωγή που φέρει. 

Οι άνεμοι μεγάλης ταχύτητας, καθώς και οι ψυχροί άνεμοι μπορεί να προκαλέσουν ζημιά στα δέντρα, μείωση της βλάστησης, απώλεια καρπών και υποβάθμιση της ποιότητας αυτών. Ωστόσο, οι ισχυροί ζεστοί άνεμοι όπως επίσης και οι συνθήκες ξηρασίας μπορεί να προκαλέσουν πτώση των φύλλων σε μεγάλο ποσοστό. Η πτώση από αυτούς τους παράγοντες γίνεται αντιληπτή καθώς τα φύλλα πέφτουν χωρίς τον μίσχο ο οποίος παραμένει πάνω στο δέντρο. 

Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν σε ευρεία ποικιλία εδαφών, από τα πιο αμμώδη μέχρι τα αργιλώδη. Το πιο κατάλληλο έδαφος είναι τα μέσης σύστασης, αμμοαργιλλώδες ή αργιλλοαμμώδες, διαπερατό, καλώς αποστραγγιζόμενο, βαθύ, μη αλατούχο, περιεκτικότητας σε ασβέστιο όχι πάνω από 30%. Η αντίδραση του εδάφους ποικίλλει από pH= 5 (μετρίως όξινο) μέχρι pH = 8.5 (μετρίως αλκαλικό). Σε τέτοια εδάφη επιτυγχάνονται ικανοποιητικές παραγωγές. 

Ποιες ποικιλίες υπάρχουν στην λεμονιά;

Οι ποικιλίες λεμονιάς χωρίζονται σε δύο ομάδες: στις μονοφόρες (έχουν μία κύρια παραγωγή το έτος) και στις πολυφόρες (έχουν περισσότερες από μία παραγωγές το έτος).

Μαγληνή

Ανήκει στην ομάδα των μονοφόρων ποικιλιών. Είναι δέντρο ορθόκλαδο, με αγκάθια και παραγωγικό με ευαισθησία στην κορυφοξήρα. Ντόπια και αρκετά παραγωγική ποικιλία, που δίνει σχεδόν άσπερμους και χυμώδεις καρπούς, αρίστης ποιότητας, κατάλληλους για εξαγωγή. Αποτελεί τη βάση της λεμονοπαραγωγής της χώρας μας (55% της συνολικής παραγωγής). 

Παράγει καρπό μέσου μεγέθους με μικρή θηλή, λείο, λεπτό φλοιό και έχει σάρκα πλούσια σε χυμό. Είναι ποικιλία ολιγόσπερμη και οι καρποί της ωριμάζουν νωρίς το φθινόπωρο – χειμώνα. Επίσης, οι καρποί της είναι κατάλληλοι για χυμοποίηση. Υπάρχουν πολλοί κλώνοι της ίδιας ποικιλίας που καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές, επειδή όμως είναι πολύ ευαίσθητη στην κορυφοξήρα , θεωρείται κατάλληλη μόνο για περιοχές και τοποθεσίες που δεν παρουσιάζουν σοβαρό πρόβλημα από την ασθένεια αυτή. Προτείνεται η αντικατάσταση ποσοστού ίσο με το 30-40% της ποικιλίας αυτής από άλλες ποικιλίες που είναι περισσότερο ανθεκτικές στην κορυφοξήρα.

Αδαμοπούλου

Ανήκει στην ομάδα των πολυφόρων ποικιλιών. Καρπός με ποικιλόμορφο μέγεθος (μέτριο έως πολύ μεγάλο), σχήμα ελλειπτικό έως επίμηκες, κοντό λαιμό και ανεπτυγμένη θηλή, η οποία περιβάλλεται από τη μια πλευρά από αυλάκι. Ο φλοιός έχει μέτριο έως μεγάλο πάχος και η επιφάνεια του είναι τραχεία. 

Το χρώμα της είναι κίτρινο κατά την ωρίμανση, η σάρκα της είναι χυμώδης και ξινή. Είναι ποικιλία λιγόσπερμη ή άσπερμη και πολύφορη. Σαν δέντρο είναι πλαγιόκλαδο, παραγωγικό και ανθεκτικό στην κορυφοξήρα εσπεριδοειδών. Θεωρείται ποικιλία καλής ποιότητας και καλλιεργείται σε μικρή έκταση στη χώρα μας.

Eureka

Ανήκει στην ομάδα των πολυφόρων ποικιλιών. Ο καρπός της έχει μικρό μέγεθος, σχήμα ελλειπτικό έως επίμηκες, κοντό λαιμό και μικρή θηλή, που περιβάλλεται συνήθως από αύλακα. Ο φλοιός έχει μέτριο πάχος και η επιφάνειά του είναι λίγο τραχεία. Κατά την ωρίμανση, το χρώμα της είναι κίτρινο έντονο. 

Έχει περίπου 10 καρπόφυλλα, η σάρκα της έχει χρώμα είναι πρασινοκίτρινο, είναι τρυφερή, πλούσια σε χυμό και αρκετά ξινή. Είναι ποικιλία άσπερμη ή λιγόσπερμη, παράγεται όλο το χρόνο, αλλά κυρίως τέλη του χειμώνα, άνοιξη-με αρχές καλοκαιριού. Σαν δέντρο είναι μέσης ζωηρότητας και μεγέθους, πλαγιόκλαδο, αραιόφυλλο, χωρίς αγκάθια, πολύ παραγωγικό, επετειοφορούσα ποικιλία, εισέρχεται νωρίς στην καρποφορία και με καρπούς στις άκρες των βλαστών. Είναι ποικιλία μικρότερης ζωηρότητας, συγκριτικά με τις περισσότερες ποικιλίες, βραχύβια και με όχι ιδιαίτερη αντοχή στο ψύχος, στην καλλιεργητική αμέλεια, στις εντομολογικές προσβολές και την κορυφοξήρα.

 

Ποιες είναι οι ανάγκες της λεμονιάς σε νερό;

Η λεμονιά χρειάζεται συχνά ποτίσματα ώστε να έχει ικανοποιητική εδαφική υγρασία.Τις μεγαλύτερες ανάγκες τις έχει το καλοκαίρι όπου θέλει ανά δύο ημέρες ποτίσματα καθώς είναι φυτό χωρίς ανοχή στην ξηρασία. Τους φθινοπωρινούς και ανοιξιάτικους μήνες δεν έχει ανάγκη από πολλά ποτίσματα, αρκεί μία φορά την εβδομάδα. 

Για την επιλογή του ποσού του ποτίσματος πρέπει να ληφθούν διάφοροι παράγοντες υπόψη, όπως η ηλικία του δέντρου (τα ενήλικα δέντρα έχουν πολύ περισσότερη ανάγκη από νερό), η συγκράτηση του νερού στο έδαφος και οι βροχοπτώσεις που επικρατούν την εκάστοτε περίοδο.

Τα νεαρά δενδρύλλια θέλουν καλά ποτίσματα αλλά όχι σε πολύ μεγάλη συχνότητα και όταν βλέπουμε ότι υπάρχει ακόμα εδαφική υγρασία, ώστε να αναπτύξουν το ριζικό τους σύστημα σε βάθος και όχι στην επιφάνεια.

 

Ποιες είναι οι ανάγκες της λεμονιάς σε λίπασμα;

Η λεμονιά έχει ανάγκη από λίπανση σε πολλά στάδια της ανάπτυξής της, γι’ αυτό γίνεται προσθήκη βιολογικού λιπάσματος που περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δηλαδή άζωτο, κάλιο, φωσφόρο, μαγνήσιο και σε λιγότερο ποσοστό ψευδάργυρο και σίδηρο. 

Τρεις είναι οι σημαντικές περίοδοι ανάπτυξης που χρειάζεται λίπανση. Η πρώτη γίνεται στις αρχές της άνοιξης, με προσθήκη λιπάσματος στο έδαφος με υδρολίπανση. Η δεύτερη στις αρχές του καλοκαιριού και η τρίτη αρχές φθινοπώρου, που γίνεται προσθήκη καλίου.

 

Πώς αναπτύσσεται η λεμονιά σε γλάστρα;

Όταν η λεμονιά καλλιεργείται σε γλάστρα γίνεται για καλλωπιστικούς σκοπούς, για το πλούσιο σκούρο φύλλωμά της και τα αρωματικά της άνθη, αλλά δεν δίνει αξιόλογους καρπούς. Η θέση που θα πρέπει να τοποθετηθεί είναι κάποιο ηλιόλουστο σημείο του μπαλκονιού με νότιο προσανατολισμό, για να φωτοσυνθέσει καλύτερα και να έχει ωραίο φύλλωμα και ίσως παράξει και καλύτερους καρπούς.

Η φύτευσή της γίνεται σε γλάστρα βάθους των 50 εκατοστών, πήλινη, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί το ριζικό σύστημα.  Προσθέτουμε στη γλάστρα φυτόχωμα ειδικό για καρποφόρα δέντρα, θρεπτικά συστατικά στο έδαφος και μία στρώση χαλικιών ώστε να έχει καλό αερισμό και αποστράγγιση.

 

Πώς γίνεται το κλάδεμα της λεμονιάς;

Η λεμονιά κλαδεύεται στις αρχές της άνοιξης, όταν έχουν περάσει οι παγετοί και μπορεί να φτάσει μέχρι τα τέλη καλοκαιριού. Εφαρμόζουμε ελαφρύ κλάδεμα ώστε να διατηρήσει το κυπελλοειδές της σχήμα και να μπαίνει φως και αέρας στο εσωτερικό του δέντρου. Αφαιρούνται τα ξερά και καχεκτικά κλαδιά και όσα σκιάζουν άλλα κλαδιά. Τέλος αφαιρούνται όσα κλαδιά από το βάρος έχουν πέσει χαμηλά στο έδαφος, γιατί είναι επικίνδυνο να προσβληθούν από ασθένειες. 

 

Πηγές - Βιβλιογραφία

  1. Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Ελλάς. E.U.
  2. Ελευθεροχωρινός Η.Γ. 2008. Ζιζανιολογία: Ζιζάνια, Ζιζανιοκτόνα, Περιβάλλον, Αρχές και Μέθοδοι Διαχείρισης (3η έκδοση). Αθήνα, Εκδόσεις ΑγροΤύπος.
  3. Θέριος Ι., Βασιλακάκης Μ., 1996. Μαθήματα ειδικής δενδροκομίας - Εσπεριδοειδή. Εκδόσεις Έμβρυο.
  4. Παναγόπουλος Γ. Χρήστος (2007). Ασθένειες καρποφόρων δέντρων και αμπέλου. Εκδόσεις Σταμούλη.
  5. Ποντίκης Κωνσταντίνος (1998). Γενική Δενδροκομία. Εκδόσεις Σταμούλη.
  6. Πρωτοπαπαδάκης Ε., 2016. Τα εσπεριδοειδή. Εκδόσεις Ψύχαλος.
  7. Συλλογικό έργο ομάδας Αγροτύπου (2009). Αφιέρωμα Εσπεριδοειδή. Εκδόσεις Αγροτύπος.
  8. Τζανακάκης Ε. Μίνως (2003). Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου. Εκδόσεις ΑγροΤύπος.
  9. Jean - Yves Prat (2008). Κλάδεμα καρποφόρων δέντρων και θάμνων. Μεταφραστής: Αλεξάνδρα Δημητριάδη. Εκδόσεις Ψύχαλος. 
  10. Οδηγίες ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας στην καλλιέργεια λεμονιάς

 

2024 Agroclica, All rights reserved