Η μηλιά (Malus sp.) είναι το πιο διαδεδομένο οπωροφόρο δέντρο των εύκρατων περιοχών. Είναι δέντρο φυλλοβόλο, ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και στους παγετούς, με γευστικό, πολύ θρεπτικό καρπό με ικανότητα μετασυλλεκτικής συντήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η μηλιά είναι το πιο διαδεδομένο οπωροφόρο δέντρο των εύκρατων περιοχών. Είναι δέντρο φυλλοβόλο, ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και στους παγετούς, με γευστικό, πολύ θρεπτικό καρπό με ικανότητα μετασυλλεκτικής συντήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βοτανική ταξινόμηση: ανήκει στην οικογένεια Rosaceae, στο είδος Malus sp.
Βοτανικά χαρακτηριστικά: είναι δέντρο φυλλοβόλο, μεγάλου μεγέθους, με πλαγιόκλαδη ανάπτυξη ή ορθόκλαδη (φιρίκι) και μακρόβιο.
Φύλλα: έχει φύλλα απλά, κατ’ εναλλαγή, ωοειδούς σχήματος, με χνούδι και κοντό μίσχο. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει στη βάση του μίσχου μικρά παράφυλλα.
Οφθαλμοί: έχει οφθαλμούς μικτούς και ξυλοφόρους. Οι μικτοί οφθαλμοί μπορούν να δώσουν βλάστηση με 5 έως 6 άνθη επάκρια σε ταξιανθία κορύμβου.
Άνθη: έχει άνθη λευκά και σε ορισμένες περιπτώσεις ρόδινου χρώματος.
Καρπός: έχει ψευδείς καρπούς (δηλαδή ένα μέρος από την σάρκα του δεν προέρχεται από την διόγκωση της ωοθήκης αλλά από ένα υπάνθιο), σχήματος σφαιρικό έως κωνικό. Έχει σάρκα πολύ τραγανή με αρκετό χυμό και σπέρματα.
Η μηλιά καρποφορεί από μικτούς οφθαλμούς, επάκρια, σε ξύλο παρελθόντος έτους. Τα καρποφόρα όργανα της μηλιάς είναι οι μικτοί οφθαλμοί, τα λογχοειδή και οι ασκοί. Υπάρχουν κάποιες ποικιλίες οι οποίες διαθέτουν πολλά λογχοειδή τα οποία δίνουν καρπό για 15 έως 20 χρόνια. Επίσης, ορισμένες ποικιλίες έχουν την δυνατότητα να καρποφορούν και σε μονοετείς βλαστούς. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών πραγματοποιείται το καλοκαίρι και οι πρώτες καταβολές των οφθαλμών εμφανίζονται στα τέλη Ιούνη.
Η μηλιά μπαίνει σε σημαντική καρποφορία από το 2ο έως τον 6ο χρόνο και καρποφορεί έως και 50 χρόνια.
Για την παραγωγή του καρπού είναι απαραίτητο να γίνει σωστή επικονίαση και γονιμοποίηση. Οι περισσότερες ποικιλίες μηλιάς είναι αυτόστειρες και η σταυρεπικονίαση είναι απαραίτητη για τη γονιμοποίηση. Γι’ αυτό χρειάζονται γύρη από άλλες ποικιλίες . Υπάρχουν και αυτογονιμοποιούμενες ποικιλίες, όμως δίνουν λίγη παραγωγή και έχουν λίγα σπέρματα (3-5). Ο αριθμός σπερμάτων είναι σημαντικός καθώς καρποί με λιγότερο από 3 σπέρματα εμφανίζουν αυξημένη καρπόπτωση. Η μηλιά είναι ανεμόφιλο είδος αλλά κυρίως είναι εντομόφιλο.
Ένας μηλεώνας για να είναι παραγωγικός θέλει την αυτόστειρη ποικιλία και την επικονιάστρια. Η επικονιάστρια ποικιλία θα πρέπει να ανθίζει κάθε χρόνο, να παράγει άφθονη ζωτική γύρη, να είναι συμβιβαστές με την καλλιεργούμενη ποικιλία, να ανθίζουν την ίδια περίοδο με την ποικιλία και να είναι εμπορεύσιμη.
Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την καρπόδεση: οι σπερματικές βλάστες και η γύρη.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι ποικιλίες με στενή συγγένεια μεταξύ τους (π.χ. ποικιλία Delicious και ποικιλίες που προέρχονται από μεταλλάξεις της) δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την μεταξύ τους σταυρεπικονίαση.
Στην μηλιά η μία ποικιλία είναι επικονιάστρια της άλλης ποικιλίας, αλλά επικονιάζεται από μία τρίτη ποικιλία. Ενδεικτικά μία διάταξη θα μπορούσε να είναι η παρακάτω:
Κ1 |
Κ1 |
Κ1 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ1 |
Κ1 |
Κ1 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ1 |
Κ1 |
Κ1 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ2 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ3 |
Κ1, Κ2, Κ3: τρεις διαφορετικές ποικιλίες
Η άνθηση της μηλιάς συμβαίνει σχετικά αργά και σπάνια τα άνθη καταστρέφονται από παγετό. Το κορυφαίο άνθος (βασιλικό) είναι το μεγαλύτερο από όλα τα άλλα και παράγει τον καλύτερο καρπό. Οι περισσότερες ποικιλίες μηλιάς είναι αυτόστειρες και για μια καλή καρπόδεση απαραίτητοι είναι οι επικονιαστές και ορισμένος αριθμός δέντρων από επικονιάστριες ποικιλίες, τα οποία φυτεύονται κυρίως όταν έχουμε φύτευση κατά γραμμές και διάσπαρτα σε κανονικές αποστάσεις στον οπωρώνα όταν έχουμε φύτευση κατά τετράγωνα ή κατά ρόμβους.
Η μέλισσα καθώς και οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες (απουσία βροχών, θερμών ανέμων) είναι απαραίτητοι παράγοντες για αποτελεσματική σταυρεπικονίαση που θα οδηγήσει σε ικανοποιητική καρπόδεση. Συνιστώνται 4-5 κυψέλες/ 10 στρέμματα. Σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες κατά την άνθηση συνιστώνται 2-4 κυψέλες βομβίνων/10 στρέμματα.
Το σημείο που θα επιλεγεί για την εγκατάσταση του μηλεώνα θα πρέπει να έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Α. Κλιματικές απαιτήσεις
Η μηλιά είναι δέντρο των ψυχρών και υγρών περιοχών. Απαιτεί δροσερό καλοκαίρι (μέγιστη μέχρι 29ºC) ενώ αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -40ºC. Καλής ποιότητας μήλα παράγονται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές και αυτό οφείλεται στις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν κατά την ωρίμανση των μήλων, ιδιαίτερα τη νύχτα. Οι χαμηλές θερμοκρασίες είναι απαραίτητες για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της και επιδρούν θετικά στη συγκέντρωση αντιοξειδωτικών ουσιών, αυξημένη αντοχή στο επιφανειακό έγκαυμα και στη συντηρησιμότητα των μήλων. Χρειάζεται 800 έως 1700 ώρες ψύχους κάτω των 7ºC για να σπάσει ο λήθαργος των οφθαλμών.
Το δροσερό καλοκαίρι από την άλλη, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την παραγωγή μήλων υψηλής ποιότητας. Το χαλάζι σε ορισμένες περιοχές προκαλεί σοβαρό πρόβλημα και γι’ αυτό συνιστάται η κάλυψη του οπωρώνα με αντιχαλαζικά δίχτυα. Επίσης οι ανοιξιάτικοι παγετοί, αν και σπάνια μπορούν σε ορισμένες περιοχές να αποβούν καταστροφικοί για την παραγωγή του έτους και έτσι καλό είναι να λαμβάνονται μέτρα αντιπαγετικής προστασίας.
Η μηλιά δεν μπορεί να είναι ανθεκτική σε ασθένειες όταν η υγρασία του περιβάλλοντος είναι συνεχώς υψηλή. Τέλος, ο καρπός των ποικιλιών που ωριμάζουν πιο αργά έχουν πιο θαμπό χρώμα από εκείνα που ωριμάζουν πιο νωρίς λόγω της ηλιοφάνειας.
Β. Εδαφικές απαιτήσεις
Όσον αφορά το έδαφος προτιμά τα γόνιμα, βαθιά εδάφη που στραγγίζουν καλά. Δεν αντέχει στο ασβέστιο, ενώ το συνιστώμενο pH είναι 6,5 έως 6,8. Οι μεγαλύτερες αποδόσεις παίρνονται στις περιοχές όπου υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής εντατικής καλλιέργειας, αλλά η καλύτερη ποιότητα στις ημιορεινές ή ορεινές περιοχές, όπου οι αποδόσεις λόγω εδάφους είναι χαμηλές. Έτσι, έχει καθιερωθεί στις πεδινές περιοχές (γόνιμα εδάφη – κλίμα όχι άριστο) να παράγονται κίτρινα και πράσινα μήλα ενώ στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές (εδάφη φτωχά, κλίμα άριστο) να παράγονται κόκκινα μήλα υψηλής ποιότητας και μεγάλης δυνατότητας συντήρησης στα ψυγεία.
Έχει μεγάλη σημασία το ανάγλυφο του εδάφους για την προστασία του μηλεώνα από τον παγετό. Η επιλογή καλλιέργειας στην πλαγιά προτείνεται καθώς προστατεύει την καλλιέργεια από τον άνεμο, τον παγετό και τις ασθένειες αλλά δημιουργεί την ανάγκη για βαθμίδες.
Οι ποικιλίες μηλιάς που καλλιεργούνται σε όλα τον κόσμο ανέρχονται σε χιλιάδες. Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο στην πρώτη θέση παραγωγής και κατανάλωσης είναι η Golden Delicious, μετά η Gala, η Breauburn, η Jonnagold, η Idared και στη συνέχεια η Red Delicious και η Fuji.
Οι καλοκαιρινές ποικιλίες μηλιάς είναι οι: Summerred, Vista Bella, Ozark Gold, Prima, Priscilla, Red Delicious (Starking) και οι Golden Delicious (κίτρινο µήλο, χωρίς µαστοειδής αποφύσεις).
Οι φθινοπωρινές ποικιλίες μηλιάς είναι: Jonagold, Granny Smith (πράσινο µήλο), Imperial, Starkrimson, Delicious Πιλαφά, Mutsu Crispin, όψιµο φιρίκι, Spur Red Delicious (RedChief, Super Chief, Scarlet Spur).
Τα σπορόφυτα στον πολλαπλασιασμό της μηλιάς είναι κυρίως σπόροι από φιρίκι, από ποικιλίες Delicious και φιρίκι, ενώ δεν επιλέγονται τριπλοειδείς ποικιλίες για υποκείμενα (π.χ. Jonagold, Crispin).
Τα κλωνικά υποκείμενα μπορεί να είναι νάνα (πλέον προτιμώνται), ημινάνα ή ζωηρά.
Νάνα υποκείμενα: Malling 27 (M27), Malling 9 (M9), Malling 26 (M26), Budagovsky 490.
Ημινάνα υποκείμενα: Malling Merton 106 (MM106).
Ζωηρά υποκείμενα: Malling Merton 111 (MM111).
Υποκείμενο M9: επιλέγεται για πυκνές φυτεύσεις, σε γόνιμα εδάφη, έχει ανάγκες από άρδευση, μπαίνει νωρίς σε καρποφορία, δεν είναι συμβατή με Red Delicious, ταιριάζει με ζωηρές ποικιλίες, χρειάζεται υποστύλωση.
Υποκείμενο M26: επιλέγεται για πυκνές φυτεύσεις (αλλά πιό αραιή από Μ9), συμβατό με τις ποικιλίες Golden και τύπου spur, έχει ανάγκη από γόνιμα εδάφη και άρδευση, μπαίνει νωρίς σε καρποφορία, χρειάζεται υποστύλωση και έχει πιο γερό ριζικό σύστημα από το Μ9.
Υποκείμενο MM106: είναι ημινάνο υποκείμενο, χρησιμοποιείται σε πυκνές φυτεύσεις, χρειάζεται ελαφρά εδάφη, ξηρά και γόνιμα. Δίνει υψηλή παραγωγή, όταν επιλεγεί χρειάζεται αραίωμα φορτίου. Δεν είναι κατάλληλο υποκείμενο για τις ποικιλίες Granny, Smith, Fuji.
Υποκείμενο MM111: είναι ζωηρό υποκείμενο (άρα δίνει μεγάλο ριζικό σύστημα) και είναι ανθεκτικό στην ξηρασία.
Αφού επιλεγεί η θέση και η καλλιεργούμενη ποικιλία, γίνεται η διαδικασία εγκατάστασης του καστανεώνα. Αρχικά γίνεται η προετοιμασία του εδάφους όπου γίνεται ισοπέδωση του εδάφους εάν είναι απαραίτητο, βαθιά άροση και απολύμανση του εδάφους εάν προϋπήρχε άλλη καλλιέργεια. Για την καλύτερη στρατηγική λίπανσης, είναι σημαντικό να γίνει ανάλυση εδάφους και μετέπειτα να γίνει η τοποθέτηση του αρδευτικού συστήματος. Επειδή τα νεαρά δενδρύλλια έχουν μεγάλες απαιτήσεις στα πρώτα στάδια ανάπτυξής τους, γίνεται προσθήκη οργανικού λιπάσματος είτε σε όλη την έκταση όπου θα γίνει η εγκατάσταση, είτε μεμονωμένα στις θέσεις φύτευσης.
Η προετοιμασία του εδάφους γίνεται με στόχο τη διατήρηση της οργανικής ουσίας στο έδαφος ώστε να είναι γόνιμα, τη μείωση της διάβρωσης του εδάφους, την αποθήκευση νερού και τον καλύτερο αερισμό, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής.
Η εγκατάσταση της καλλιέργειας μπορεί να γίνει κατά τετράγωνα ή ρόμβους και κατά γραμμές.
Κατά τετράγωνα ή ρόμβους: παλιό σύστημα που σπάνια εφαρμόζεται σε εμπορικούς οπωρώνες, εκτός αν χρησιμοποιείται ζωηρό υποκείμενο.
Κατά γραμμές: το σύστημα που εφαρμόζεται σε όλους τους εμπορικούς οπωρώνες. Συνδυάζεται άριστα με νάνα υποκείμενα, επιτρέπει την εντατικοποίηση της καλλιέργειας σε μεγάλο βαθμό όταν συνδυάζεται με κατάλληλο σχήμα διαμόρφωσης της κόμης του δέντρου.
Τα συστήματα φύτευσης μπορεί να είναι τα εξής:
Τύπος συστήματος φύτευσης |
Αποστάσεις φύτευσης (m) |
Εκτατική |
7 x 5 |
Ημιεκτατική |
5 x 3 |
Πυκνή |
3 - 1,2 x 1,2 - 0,5 |
Υπέρπυκνη |
0,45 - 0,3 x 0,45 - 0,3 |
Οι αποστάσεις φύτευσης στους οπωρώνες της μηλιάς καθορίζονται από το υποκείμενο που έχει χρησιμοποιηθεί, από το αν η ποικιλία είναι κανονική ή τύπου spur και από το σύστημα διαμόρφωσης της κόμης.
Κατά την επιλογή των δενδρυλλίων πριν την φύτευση της καλλιέργειας θα πρέπει να επιλέγεται αυστηρά πιστοποιημένο φυτοϋγειονομικά πολλαπλασιαστικό υλικό για την αποφυγή μολύνσεων από την αρχή της καλλιέργειας και ειδικά από ιολογικές ασθένειες. Πιο συγκεκριμένα, κατά την επιλογή ποικιλίας θα πρέπει να επιλέγονται ανθεκτικές ποικιλίες ως προς την ξηρασία, για την αρχική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, καθώς και από διάφορες συνήθεις προσβολές όπως το φουζικλάδιο, την αλτερνίαση, την αργύρωση και τα βακτήρια. Τέλος είναι ιδιαίτερα σημαντική και η επιλογή ανθεκτικών υποκειμένων στην ξηρασία, στη φυτόφθορα, στις σηψιρριζίες και στο βακτηριακό κάψιμο.
Ο πολλαπλασιασμός της μηλιάς γίνεται με εμβολιασμό της επιθυμητής ποικιλίας πάνω σε υποκείμενα που μπορεί να είναι σπορόφυτα ή κλωνικά, πολλαπλασιαζόμενα αγενώς.
Τα σχήματα διαμόρφωσης της κόμης που εφαρμόζονται είναι το ατρακτοειδές, το μονόκλωνο ή λεπτή άτρακτος, το V και το Y.
Η παραγωγικότητα των δέντρων μηλιάς καθώς και η ποιότητα και συντηρησιμότητα των μήλων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες αλλά κύριο ρόλο παίζουν τα ανόργανα στοιχεία. Για την επίτευξη ικανοποιητικής ισορροπίας μεταξύ της βλάστησης και της καρποφορίας, γίνεται πρώτα ανάλυση εδάφους και φυλλοδιαγνωστική.
Στους οπωρώνες μηλιάς κάθε χρόνο εφαρμόζονται λιπάσματα που περιέχουν άζωτο (N). Ωστόσο, θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική αζωτούχος λίπανση γιατί δημιουργείται ανεπιθύμητη ανισορροπία στα δέντρα, αλλά και επειδή τα δέντρα γίνονται πιο επιρρεπή σε προσβολές όπως για παράδειγμα από τα θηλυκά άτομα του κόκκινου τετράνυχου. Λιπάσματα που περιέχουν κάλιο (K) εφαρμόζονται κάθε χρόνο ή κάθε δύο χρόνια ενώ δεν εφαρμόζονται ποτέ ή πολύ αραιά λιπάσματα που περιέχουν φωσφόρο (P). Για τον εμπλουτισμό με οργανική ουσία θα πρέπει να γίνεται προσθήκη μόνο καλά χωνεμένης κοπριάς. Τα υπόλοιπα στοιχεία ή ιχνοστοιχεία (Fe, Mg, Mn, Zn, B) εφαρμόζονται όταν παρουσιαστεί κάποια έλλειψη ή τροφοπενία.
Η λίπανση γίνεται τμηματικά 1/3 στο έδαφος τον Φεβρουάριο, 1/3 τον Μάιο και 1/3 με τη στάγδην άρδευση διότι τα νάνα υποκείμενα που χρησιμοποιούνται έχουν επιφανειακό ριζικό σύστημα. Όταν εφαρμόζεται στάγδην άρδευση γίνεται σταδιακή λίπανση (υδρολίπανση) χρησιμοποιώντας υδατοδιαλυτά λιπάσματα.
Η σημαντικότερη καλλιεργητική πρακτική στη μηλιά είναι η άρδευση. Για τον σχεδιασμό της αποτελεσματικότερης στρατηγικής άρδευσης θα πρέπει να είναι γνωστή η ποσότητα νερού που απορροφούν τα δέντρα, καθώς και ο τύπος εδάφους και οι κλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Η μηλιά είναι ανθεκτική στην εδαφική υγρασία και της είναι αναγκαία ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο. Στη χώρα μας όπου το νερό είναι ελλειμματικό και θεωρείται πολύτιμο αγαθό για να κάνουμε οικονομία νερού πρέπει να καταστρέφουμε τα ζιζάνια. Συνήθως, αυτό που συνιστάται να γίνεται είναι η καταστροφή των ζιζανίων με καλλιέργεια του εδάφους ή με θέρισμα μεταξύ των γραμμών των δέντρων και η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων επί της γραμμής των δέντρων.
Σε πυκνές φυτεύσεις και νάνα υποκείμενα, η άρδευση εφαρμόζεται μια φορά ανά 10-15 ημέρες και η ποσότητα νερού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κυμαίνεται από 5 έως 12 λίτρα/δέντρο ανά ημέρα, ανάλογα τον μήνα και τις θερμοκρασίες που επικρατούν. Η μισή ποσότητα ποτίσματος εφαρμόζεται τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, ενώ η άλλη μισή μετά τη συγκομιδή. Συνολικά, απαιτούνται περίπου 300 mm νερού.
Θα πρέπει να ελέγχεται το βάθος διείσδυσης του αρδευτικού νερού στο έδαφος, καθώς επίσης να χρησιμοποιούνται και όργανα μέτρησης της υγρασίας ώστε ο καθορισμός της συχνότητας των αρδεύσεων και η ποσότητα του νερού να είναι ακριβείς. Έχει μεγάλη σημασία η σύσταση του εδάφους καθώς όσο πιο αμμώδη είναι τα εδάφη τόσο πιο αραιά ποτίσματα χρειάζεται σε σχέση με τα βαριά αργιλώδη εδάφη.
Αραίωμα των καρπών εφαρμόζεται όταν παρατηρείται υπερβολική καρπόδεση. Η εποχή εφαρμογής του είναι μετά την πτώση Ιουνίου. Το κριτήριο για να θεωρηθεί η καρπόδεση υπερβολική είναι ο αριθμός φύλλων / καρπό. Στις πιο ζεστές περιοχές της χώρας αυτή η αναλογία είναι στα 15 φύλλα προς 1 καρπό, ενώ στις πιο ψυχρές περιοχές 22 φύλλα προς 1 καρπό.
Το αραίωμα καρπών γίνεται είτε με το χέρι είτε με εφαρμογή χημικών ουσιών. Τα κυριότερα χημικά σκευάσματα που εφαρμόζονται είναι η αυξίνη NAA, η BA (G-benzyl adenine, διάφορα σκευάσματα) και η Breviw 15 SG (metamitron). Το αραίωμα με το χέρι έχει μεν υψηλό κόστος αλλά θεωρείται καλύτερο. Μια αποτυχία στο χημικό αραίωμα δε μπορεί να διορθωθεί, και συνεπάγεται με τη μείωση ή και την απώλεια της παραγωγής. Γι' αυτό, θα πρέπει να εφαρμόζεται την κατάλληλη εποχή, να χρησιμοποιείται η κατάλληλη ουσία και να εφαρμόζεται η κατάλληλη συγκέντρωση για την κάθε ποικιλία. Είναι προτιμότερο λοιπόν να εφαρμόζεται μερικό αραίωμα με χημικά μέσα και συμπληρωματικό αραίωμα με το χέρι. Τέλος, μεγάλη προσοχή θέλει με την απόσταση της χημικής αραίωσης στις αυτόστειρες ποικιλίες σε σχέση με τις επικονιάστριες. Πιο συγκεκριμένα δεν θα πρέπει να γίνεται χημικό αραίωμα στις αυτόστειρες ποικιλίες που βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση από την διπλάσια απόσταση φύτευσής της σε σχέση με την επικονιάστρια.
Με το κλάδεμα καρποφορίας επιδιώκεται μια ισορροπημένη κατάσταση βλάστησης και καρποφορίας που οδηγεί το δέντρο σε κανονική παραγωγή κάθε χρόνο. Η μηλιά καρποφορεί κυρίως σε αιχμές που αναπτύσσονται μέσα σε δύο χρόνια και επομένως πρέπει να δημιουργείται τέτοια βλάστηση με το κλάδεμα που να δίνεται η ευκαιρία στο δέντρο να τις δημιουργήσει. Για το λόγο αυτό στη μηλιά ποτέ δε κλαδεύουμε ετήσιους βλαστούς, θα πρέπει ή να αφαιρούνται από τη βάση τους ή να μένουν. Βραχύνσεις επιτρέπεται να γίνονται σε διακλαδώσεις και σε ξύλο τουλάχιστον ηλικίας 2 ή περισσότερων ετών.
Η καλύτερη ποιότητα μήλων παράγεται από νέα καρποφόρα όργανα και γι’ αυτό ο κλαδευτής θα πρέπει να κάνει συνδυασμό απαλείψεων κάθε χρόνο, καθώς και ανανέωση παλαιών καρποφόρων οργάνων. Η αιχμή που καρποφόρησε, θα καρποφορήσει ξανά έπειτα από 1-2 χρόνια και έτσι το δέντρο οδηγείται σε παρενιαυτοφορία, δηλαδή τη μια χρονιά καρποφορεί υπερβολικά και την άλλη φέρει μικρή καρποφορία. Συνήθως, σε έναν οπωρώνα όλα τα δέντρα δεν περινιαυτοφορούν ταυτόχρονα, και έχουμε το φαινόμενο μερικά δέντρα να έχουν μεγάλη καρποφορία και άλλα μικρή. Τα δέντρα παρενιαυτοφορούν όταν μπουν σε πλήρη καρποφορία.
Η ωρίμανση του καρπού έρχεται αφού περάσουν ορισμένες ημέρες από την πλήρη άνθηση και αυτό είναι χαρακτηριστικό κάθε ποικιλίας. Η περίοδος αυτή ονομάζεται καρπική. Υπάρχουν ποικιλίες πρώιμες με καρπική περίοδο 70 – 120 ημέρες όπως η Wealthy, ποικιλίες κανονικές όπως η Golden Delicious με καρπική περίοδο 145 – 150 και οι όψιμες όπως η Granny Smith με καρπική περίοδο 180 – 200 ημέρες. Το πότε θα συγκομισθεί ο καρπός είναι παράγοντας μεγάλης σημασίας τόσο για την ποιότητα όσο και για την καλή συντήρησή του.
Υπάρχει μια περίοδος 5 – 10 ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να γίνει η συγκομιδή των καρπών. Η διάρκεια της περιόδου αυτής εξαρτάται από την ποικιλία και από τις καιρικές συνθήκες. Συγκομιδή νωρίτερα από την κανονική εποχή έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητα, τη συρρίκνωση του καρπού και την εμφάνιση επιφανειακού εγκαύματος (scald). Συγκομιδή αργότερα του κανονικού, συνεπάγεται μειωμένη αντοχή του καρπού στους μικροοργανισμούς, γρήγορη αλλοίωση της ποιότητας (αλεύρωμα) των καρπών, εμφάνιση υάλωσης και εσωτερικού καφετιάσματος. Και στις δύο περιπτώσεις οι καρποί δε πρέπει να μείνουν στο ψυγείο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο παραγωγός μπορεί είτε να καθυστερήσει είτε να επιταχύνει την ωρίμανση. Για επιβράδυνση της ωρίμανσης χρησιμοποιούνται αυξίνες ή ουσίες αυξητικής δράσης 20 ημέρες πριν την συγκομιδή, ενώ για την επιτάχυνση γίνεται χρήση αιθυλενιακών ουσιών.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν θα πρέπει να εφαρμόζονται σχολαστικά τα κριτήρια ωρίμανσης κατά τη συγκομιδή, όπως η καρπική περίοδος, η σκληρότητα της σάρκας, η επί τοις % περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά συστατικά, το τεστ αμύλου, η παραγωγή αιθυλενίου και η αναπνευστική δραστηριότητα του καρπού. Στην πράξη η ημερομηνία συγκομιδής καθορίζεται από τον έμπορο που αγοράζει τα μήλα, στη περίπτωση που ο συνεταιρισμός ή η ομάδα παραγωγών αποθηκεύει τα μήλα τότε εφαρμόζονται κάποια από τα κριτήρια ωρίμανσης για συγκομιδή.
Η συγκομιδή των καρπών γίνεται με το χέρι και χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα τόσο κατά τη συγκομιδή όσο και κατά τη μεταφορά των καρπών έτσι ώστε να μη μωλωπίζονται. Τα μήλα είτε μεταφέρονται για συσκευασία και στη συνέχεια στην αγορά ή μεταφέρονται στα ψυγεία για συντήρηση.
Η δυνατότητα και η διάρκεια συντήρησης των μήλων εξαρτάται από την ποικιλία, από το υψόμετρο του οπωρώνα, από το στάδιο ωρίμανσης κατά τη συγκομιδή, από τη μέθοδο συντήρησης (τύπος ψυγείου), από τη λίπανση, από την εφαρμογή του SmartFresh και από άλλους παράγοντες. Οι καρποί των περισσότερων ποικιλιών μηλιάς συντηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ψυγεία εφόσον πληρούνται ορισμένοι βασικοί κανόνες.
Οι καρποί των θερινών ποικιλιών κατά κανόνα δε συντηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα με εξαίρεση την ποικιλία Gala και τις παραλλαγές της. Η συντήρηση των μήλων γίνεται σε κοινά ψυγεία, με ελεγχόμενη ατμόσφαιρα με χρήση ή μη του SmartFresh. Το SmartFresh διατηρεί τη σκληρότητα της σάρκας των καρπών και δεν επιτρέπει την εμφάνιση επιφανειακού εγκαύματος (superficial sclad). Η εφαρμογή του γίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή και την μεταφορά των μήλων στο ψυγείο, πριν αυτά αρχίσουν να παράγουν μεγάλες ποσότητες αιθυλενίου.
Μια παρενέργεια του SmartFresh είναι η αδυναμία των μήλων να σχηματίσουν άρωμα καθώς και το κόστος εφαρμογής του, όμως αναπληρώνονται από την επιμήκυνση του χρόνου εμπορίας των μήλων.
Κατά την περίοδο πριν την άνθηση (από τον λήθαργο έως την ρόδινη κορυφή) οι βασικοί εντομολογικοί εχθροί της μηλιάς είναι η ψώρα του San Jose, η καρπόκαψα, ο φυλλοδέτης, η πράσινη και ρόδινη αφίδα, η βαμβακάδα της μηλιάς και ο ανθονόμος της μηλιάς. Το άκαρι που προσβάλλει την μηλιά είναι ο κόκκινος τετράνυχος, ενώ από μύκητες είναι το φουζικλάδιο, το ωίδιο, η φαιά σήψη, η παρασιτική μολύβδωση, μύκητες που προκαλούν εξελκώσεις βραχιόνων και μύκητες που προκαλούν μαύρη κηλίδωση. Τέλος, βακτήρια που δημιουργούν προβλήματα είναι το βακτήριο που προκαλεί το βακτηριακό κάψιμο και το Pseudomonas syringae.
Κατά την περίοδο ανθοφορίας και καρπόδεσης προσβολές εμφανίζονται από μονίλια, φουζικλάδιο, ωίδιο και Pseudomonas syringae, ενώ εντομολογικοί εχθροί είναι η καρπόκαψα, ο φυλλοδέτης, ο κόσσος, η σέζια, η ζευζέρα, και το άκαρι κόκκινος τετράνυχος.
Κατά την περίοδο αύξησης του καρπού υπάρχουν προσβολές από φουζικλάδιο, ωίδιο, παρατηρείται παρασιτική μολύβδωση ή αργύρωση και βακτηριακό κάψιμο. Τα έντομα που προσβάλουν τη μηλιά εκείνη την περίοδο είναι η ψώρα του San Jose, ο κόσσος, η σέζια, η ζευζέρα, αφίδες, η καρπόκαψα, ο φυλλοδέτης και το άκαρι κόκκινος τετράνυχος.
Μετά τη συγκομιδή και κατά την χειμερινή περίοδο οι κυριότεροι εντομολογικοί εχθροί είναι η καρπόκαψα, ο φυλλοδέτης, η σέζια και η ζευζέρα. Από μυκητολογικές και βακτηριακές προσβολές είναι κυρίως το φουζικλάδιο, μικροοργανισμοί που δημιουργούν σήψεις καρπών, εξελκώσεις βραχιόνων, το Phytophthora cactorum καθώς και διάφορα παθογόνα που δημιουργούν σηψιρριζίες.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζιζανίων στη μηλιά είναι άκρως σημαντική καθώς είναι είδος που χρειάζεται τις μέλισσες για την επικονίαση. Οι μέλισσες προτιμούν την γύρη από τα άνθη των ζιζανίων αντί από τα άνθη της μηλιάς. Έτσι τα ποσοστά επικονίασης των ανθέων της μηλιάς μειώνονται σημαντικά.
Η καλλιέργεια του εδάφους καθώς και η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων συνεπάγεται κάποιο κόστος αλλά η ωφέλεια είναι πολύ μεγάλη. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν γίνεται η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων, επειδή αυτά είναι γενικής χρήσης και μπορεί μια κακή εφαρμογή να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στα δέντρα. Ειδικά σε δέντρα ηλικίας μικρότερης των 3 ετών, καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση ζιζανιοκτόνων ή οπωσδήποτε να τοποθετείται στον κορμό κύλινδρος προστασίας από πλαστικό ή χαρτόνι.
Η μηλιά αποτελεί για την Ελλάδα ένα από τα σημαντικότερα είδη οπωροφόρων δέντρων. Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση σε περιοχές ημιορεινές, ορεινές και σε πεδινές. Η μηλοκαλλιέργεια είναι η τέταρτη σημαντικότερη καλλιέργεια μετά από εκείνη της ελιάς, των εσπεριδοειδών και της ροδακινιάς. Η ετήσια παραγωγή για το 2021 ανέρχεται περίπου στους 277.000 τόνους (σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του AtlasBig). Σημαντικές ποσότητες μήλων παράγονται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, από τα πιο γνωστά είναι τα μήλα της Νάουσας, της Ζαγόρας, του Πηλίου, της Αγιάς Λαρίσης, της Καστοριάς, της Φλώρινας, της Τριπόλεως.
Η τιμή ενός δενδρυλλίου μηλιάς ποικίλλει ανάλογα με τα λίτρα γλάστρας που θα επιλεγούν, την ποικιλία και το μέγεθος του δέντρου.
Ενδεικτικά μπορεί να ξεκινήσει από τα 6 - 12 ευρώ για μηλιά σε γλάστρα 4 lt και περίμετρο κορμού γύρω στα 3 cm, ενώ αντίστοιχα για τα 20 lt και κορμό περιμέτρου 10 cm και πάνω κοστίζει γύρω στα 70 - 300 ευρώ, αναλόγως την ανάπτυξη.
Για την γονιμοποίηση της μηλιάς χρειάζεται και δεύτερη ποικιλία, η επικονιάστρια, οπότε μπορεί το κόστος αυτής να είναι είτε μικρότερο είτε μεγαλύτερο.
Εάν επιλεγεί η αγορά γυμνόριζων δενδρυλλίων η τιμή κυμαίνεται από 3 έως 13 ευρώ. Στην περίπτωση επιλογής γυμνόριζων εξοικονομούνται περίπου δύο χρόνια καλλιεργητικών φροντίδων.
Αφού γίνει η αγορά δενδρυλλίων γίνεται η εγκατάσταση του αρδευτικού συστήματος. Η πιο συχνή επιλογή αρδευτικού συστήματος είναι η στάγδην άρδευση. Η εγκατάσταση ενός τέτοιου συστήματος στην καλλιέργεια κυμαίνεται γύρω στα 400 ευρώ το στρέμμα, η λίπανση περίπου στα 70 - 100 ευρώ το στρέμμα και η φυτοπροστασία περίπου στα 200 ευρώ το στρέμμα. Οι τιμές είναι ενδεικτικές καθώς το κόστος αυξάνεται συνεχώς λόγω ανατιμήσεων των προϊόντων.
Το Πρόγραμμα Νέων Γεωργών που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως στόχο την ανταγωνιστικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μέσω της ηλιακής ανανέωσης καθώς επίσης και την ενθάρρυνση νέων επιχειρηματιών γεωργών, μέσω την οικονομικής ενίσχυσης διαθέτουν βιώσιμες εκμεταλλεύσεις.
Καθώς η μηλιά είναι μία πολύ σημαντική δενδρώδεις καλλιέργεια, η γεωργία ακριβείας ψάχνει τρόπους βελτίωσης στην παραγωγή της και βοηθάει στην αύξηση της παραγωγής της. Πρώτα και κύρια, ένας μετεωρολογικός σταθμός μπορεί να αποβεί πολύ σημαντικός για την μηλιά, καθώς ο αγρότης μπορεί να λαμβάνει δεδομένα ακόμα και στο κινητό του για τον καιρό και το περιβάλλον στον αγρό, όπως την υγρασία του εδάφους, την ταχύτητα του αέρα, τη θερμοκρασία, κλπ.
Μία άλλη μέθοδος είναι η χαρτογράφηση του αγρού, της θέσης των δέντρων δηλαδή, καθώς μιλάμε για δενδρώδης καλλιέργεια είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Αυτό γίνεται είτε με τη βοήθεια δορυφορικών φωτογραφιών, είτε ακόμα καλύτερα μέσω φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από drone (εναέρια, μη επανδρωμένα μέσα) με απλές, υπερφασματικές ή θερμικές κάμερες. Ακόμα μπορούν να δημιουργηθούν χάρτες παραγωγής και ανθοφορίας για μία καλύτερη εικόνα του αγρού. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την χαρτογράφηση που έχει επέλθει με τηλεσκοπικά μέσα μπορούν να είναι χρήσιμα με το κατάλληλο πρόγραμμα (software), όπως για παράδειγμα το GIS, λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων και χαρτών, συνδυαστικά με τη χαρτογράφηση που έχει γίνει έχοντας ένα GPS ικανό για να ελέγχει την ακριβή τοποθεσία.
Τα drones και τα επίγεια μέσα όμως, μπορούν να φανούν χρήσιμα και σε καλλιεργητικές εργασίες. Οι ψεκασμοί μπορούν να εφαρμοστούν μέσω αυτών ώστε να μην υπάρχει μεγάλο ποσοστό απορροών, σαφώς ακολουθώντας πάντα τα πρότυπα και κανονισμούς για τους ψεκασμούς. Με την χρήση ενός drone, δεν υπάρχει αντίστοιχη διασπορά, όπως σε ένα τυπικό ψεκαστικό μηχάνημα, κάνοντας τον ψεκασμό πιο ακίνδυνο και ευκολότερο, καθώς ο χειρισμός του γίνεται από απόσταση. Ακόμα μέσω των κατάλληλων αισθητήρων, μετρώνται οι δείκτες βλάστησης (πχ. NDVI και NDRE). Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος της παραγωγής με πρόβλεψή της και συνάμα έλεγχο για πιθανές ελλείψεις στη λίπανση ή την άρδευση, όπως και για την ύπαρξη ασθενειών και ζιζανίων. Επίσης, η γεωργία ακριβείας μπορεί να βοηθήσει στις στοχευμένες εισροές ώστε να μην είναι η καλλιέργεια οικονομικά και περιβαλλοντικά ασύμφορη.
Τέλος, ένα χρήσιμο εργαλείο στη γεωργία ακριβείας είναι η μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του εδάφους. Με αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίζουμε τη μεταβλητότητα του εδάφους, έχοντας πληροφορίες βασικές για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να επέμβουμε με τις διάφορες εισροές (πχ. άρδευση), όπως το πορώδες αλλά και την αλατότητα του εδάφους.
Στις μηλιές της Ολλανδίας εφαρμόζονται αρκετές τεχνικές γεωργίας ακριβείας, με την πιο πρόσφατη να έχει σκοπό την βελτιστοποίηση της αρδευσης μέσω των ζωνών διαχείρισης. Παράλληλα αλλάζει και το σχήμα της μηλιάς, κάνοντας την κόμη της πιο ορθογώνια, κίνηση που βοηθάει σε πολλές καλλιεργητικές εργασίες και στα εκάστοτε μηχανήματα να περνούν ανάμεσα στους διαδρόμους του δενδρώνα. Η χρήση αισθητήρων για μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας με σκοπό τις καίριες και στοχευμένες παρεμβάσεις βρίσκεται στο προσκήνιο, δίνοντας έτσι περισσότερες πληροφορίες για τον δενδρώνα και τη μελλοντική του απόδοση.
Η μηλιά είναι το πιο διαδεδομένο οπωροφόρο δέντρο των εύκρατων περιοχών. Είναι δέντρο φυλλοβόλο, ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και στους παγετούς, με γευστικό, πολύ θρεπτικό καρπό με ικανότητα μετασυλλεκτικής συντήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Κοινό όνομα |
Μηλιά |
Οικογένεια |
Rosaceae |
Είδος |
Malus sp |
↨ Μέγιστο ύψος (m) |
15 m |
Χρόνος για έναρξη παραγωγής |
8 m |
Εδαφικές απαιτήσεις |
Γόνιμα, καλά στραγγιζόμενα |
Υδατικές απαιτήσεις |
|
pH εδάφους |
6,5 - 6,8 |
Αντοχή στο κρύο |
Ναι |
Αντοχή στη ζέστη |
Όχι |
Απαιτήσεις σε φως |
|
Περίοδος ωρίμανσης καρπού |
Τέλη Αυγούστου έως τέλη Σεπτεμβρίου |
Καρπός |
Σφαιρικός |
Για την παραγωγή του καρπού είναι απαραίτητο να γίνει σωστή επικονίαση και γονιμοποίηση. Οι περισσότερες ποικιλίες μηλιάς είναι αυτόστειρες και η σταυρεπικονίαση είναι απαραίτητη για τη γονιμοποίηση. Γι’ αυτό χρειάζονται γύρη από άλλες ποικιλίες . Υπάρχουν και αυτογονιμοποιούμενες ποικιλίες, όμως δίνουν λίγη παραγωγή και έχουν λίγα σπέρματα (3-5). Ο αριθμός σπερμάτων είναι σημαντικός καθώς οι καρποί με λιγότερο από 3 σπέρματα εμφανίζουν αυξημένη καρπόπτωση. Η μηλιά είναι ανεμόφιλο είδος αλλά κυρίως είναι εντομόφιλο.
Συνεπώς για να πάρουμε μήλα από μία ποικιλία χρειάζεται να φυτευτούν δύο δέντρα τουλάχιστον.
Για να καρποφορήσει η μηλιά θέλει μέρη με κρύο και σε υψόμετρο, ενώ δεν ανέχεται ξηρά καλοκαίρια. Χρειάζεται εδαφική υγρασία για να αναπτυχθεί και να δώσει καρπό. Μπορεί να αναπτυχθεί σχεδόν σε όλους τους τύπους εδαφών, αλλά προτιμά γόνιμα και καλά στραγγιζόμενα εδάφη.
Η τιμή ενός δενδρυλλίου μηλιάς ποικίλλει ανάλογα με τα λίτρα γλάστρας που θα επιλεγούν, την ποικιλία και το μέγεθος του δέντρου.
Ενδεικτικά, μπορεί να ξεκινήσει από τα 6 - 12 ευρώ για μηλιά σε γλάστρα 4 lt και περίμετρο κορμού γύρω στα 3 cm, ενώ αντίστοιχα για τα 20 lt και κορμό περιμέτρου 10 cm και πάνω κοστίζει γύρω στα 70 - 300 ευρώ, αναλόγως την ανάπτυξη.
Για τη γονιμοποίηση της μηλιάς χρειάζεται και δεύτερη ποικιλία, την επικονιάστρια, οπότε μπορεί το κόστος αυτής να είναι είτε μικρότερο είτε μεγαλύτερο.
Εάν επιλεγεί η αγορά γυμνόριζων δενδρυλλίων η τιμή κυμαίνεται από 3 έως 13 ευρώ. Στην περίπτωση επιλογής γυμνόριζων εξοικονομούνται περίπου δύο χρόνια καλλιεργητικών φροντίδων.
Η μηλιά χρειάζεται λίπασμα πλούσιο σε άζωτο κατά την άνοιξη και σε άζωτο και κάλιο στις αρχές του καλοκαιριού. Τα ιχνοστοιχεία προτίθενται μόνο όταν εμφανιστεί κάποια έλλειψη αλλά μπορεί προληπτικά να γίνει εφαρμογή βορίου στο φύλλωμα για καλύτερη καρποφορία. Θέλει τακτικά ποτίσματα ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες και πριν την συγκομιδή.
Το πρώτο κλάδεμα που γίνεται είναι το κλάδεμα μόρφωσης και εφαρμόζονται συνήθως το ατρακτοειδές, το μονόκλωνο ή λεπτή άτρακτος, το V και το Y.
Έπειτα, γίνεται κλάδεμα στα μέσα με τέλη του χειμώνα όταν το δέντρο είναι σε λήθαργο, με στόχο τη διατήρηση του σχήματος που έχει δοθεί στο δέντρο και την αφαίρεση των ξερών κλάδων ώστε το εσωτερικό της κόμης να έχει καλύτερη έκθεση στο ηλιακό φως και καλύτερο αερισμό. Με την επίτευξη του στόχου αυτού αυξάνεται η βλάστηση και τελικά η παραγωγικότητα του δέντρου. Το κλάδεμα γίνεται αφού τελειώσει η περίοδος των παγετών.
Αραίωμα των καρπών εφαρμόζεται όταν παρατηρείται υπερβολική παραγωγή καρπών. Η εποχή εφαρμογής του είναι μετά την πτώση των καρπών του Ιουνίου. Το κριτήριο για να θεωρηθεί η καρπόδεση υπερβολική είναι ο αριθμός φύλλων / καρπό. Στις πιο ζεστές περιοχές της χώρας αυτή η αναλογία είναι στα 15 φύλλα προς 1 καρπό, ενώ στις πιο ψυχρές περιοχές 22 φύλλα προς 1 καρπό.
Το αραίωμα καρπών γίνεται είτε με το χέρι είτε με εφαρμογή χημικών ουσιών. Τα κυριότερα χημικά σκευάσματα που εφαρμόζονται είναι η αυξίνη NAA, η BA (G-benzyl adenine, διάφορα σκευάσματα) και η Breviw 15 SG (metamitron). Για τους ερασιτέχνες καλλιεργητές προτείνεται η αραίωση με το χέρι.