Το κριθάρι (Hordeum vulgare) είναι ένα δημητριακό για το οποίο δεν έχουν καθοριστεί τα κέντρα προέλευσης και η φυλογενετική του εξέλιξη. Πιθανά κέντρα θεωρούνται η Μεσοποταμία, η Αιθιοποία, η Ερυθραία χάρη στην πλούσια ποικιλομορφία των βιοτύπων και ειδών, όπως επίσης η Κεντρική και Ανατολική Ασία. Λογίζεται ως το τρίτο κατά σειρά μετά το σιτάρι και τον αραβόσιτο με σημαντικές οικονομικές απολαβές. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις ως προς την καλλιέργεια του καθώς μπορεί να εξαπλωθεί σε περιοχές που το σιτάρι δεν είναι καλλιεργήσιμο ή η καλλιέργειά του δεν έχει υψηλές αποδόσεις. Η καλλιέργειά του αυξάνεται ολοένα και περισσότερο παγκοσμίως. Ευρωπαϊκές χώρες όπως είναι η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Μ.Βρετανία, το Βέλγιο, η Ελβετία και άλλες εμφανίζουν τις υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις
Στη χώρα μας το κριθάρι βρίσκεται στη τρίτη θέση σε εκταση καθώς προηγούνται το μαλακό και το σκληρό σιτάρι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO (Food and Agriculture Organization of United Nations), η καλλιεργούμενη έκταση κριθαριού στην Ελλάδα το 2016 ήταν περίπου 2.190.000 στρέμματα και η παραγωγή ξεπέρασε οριακά τους 405.900 τόνους.
Το κριθάρι είναι δημητριακός καρπός του αγγειόσπερμου, μονοκοτυλήδονου φυτού του είδους Hordeum vulgare (Κριθή η κοινή). Ανήκει στην οικογένεια των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae).
Βασίλειο: |
Plantae (Φυτά) |
Συνομοταξία: |
Magnoliophyta (Αγγειόσπερμα) |
Ομοταξία: |
Liliopsida (Μονοκοτυλήδονα) |
Τάξη: |
Cyperales (Κυπειρώδη) |
Οικογένεια: |
Poaceae (Ποοειδή) |
Γένος: |
Hordeum (Κριθή) |
Είδος: |
Hordeum vulgare (Κριθή η κοινή) |
Ριζικό σύστημα
Είναι ινώδες, διακλαδισμένο, όπως του σιταριού, με 5-7 δευτερογενείς εμβρυακές ρίζες. Φτάνει σε βάθος 1.8-2.1m. Συνήθως οι βαθύτερες ρίζες είναι εμβρυακής προέλευσης ενώ οι δευτερογενείς βρίσκονται στα επιφανειακά στρώματα.
Βλαστός
Τα στελέχη είναι κυλινδρικά, κοίλα, πλήρη μόνο στα γόνατα, με 5-8 μεσογονάτια. Το μήκος των μεσογονατίων αυξάνει από τη βάση προς την κορυφή. Το τελικό ύψος κυμαίνεται από 120-150cm. Το μεσογονάτιο κάτω από το στάχυ μπορεί να είναι ευθυτενές ή να κάμπτεται ανάλογα με την ποικιλία. Μπορεί επίσης ορισμένες ποικιλίες να έχουν ρόδινες αποχρώσεις λόγω παρουσίας ανθοκυανών.
Αδέλφια
Σε κανονικές πυκνότητες σποράς κάθε φυτό έχει 3-5 στελέχη, αλλά σε αραιές πυκνότητες έχει πολύ περισσότερα. Υπάρχουν όμως και οι τύποι με 1-2 μόνο στελέχη. Συνήθως τα δίστοιχα κριθάρια αδελφώνουν εντονότερα από τα εξάστοιχα.
Φύλλα
Οι κολεοί είναι συνήθως λείοι και σε εξαιρέσεις τριχωτοί. Η γλωσσίδα είναι μικρή και τα ωτία μεγαλύτερα από του σιταριού και της σίκαλης και αγκαλιάζουν τελείως το βλαστό. Το έλασμα έχει επιφάνεια κηρώδη (όταν καλύπτεται από ένα λευκωπό επίχρισμα) ή στιλπνή. Σε αντίθεση με το σιτάρι, το ανώτερο φύλλο είναι το μικρότερο από όλα τα άλλα και σε μερικές ποικιλίες είναι συνεστραμμένο. Συνήθως τα δίστοιχα κριθάρια έχουν στενότερα φύλλα από τα εξάστοιχα.
Ταξιανθίες
Γενικα, ο στάχυς του κριθαριού έχει σε κάθε κόμβο της ράχης τρία σταχύδια, καθένα από τα οποία φέρει ένα άνθος. Η ράχη έχει 10-30 κόμβους στο ίδιο επίπεδο και οι τριάδες των σταχυδίων είναι τοποθετημένες απέναντι στους διαδοχικούς κόμβους. Εάν τα μεσογονάτια της ράχης είναι βραχέα σχηματίζονται έξι κατακόρυφες γραμμές σταχυδίων γύρω από τη ράχη. Εάν τα μεσογονάτια είναι μεγάλα τα δύο ακραία σταχύδια έχουν περισσότερο χώρο να επεκταθούν πλευρικά και τοποθετούνται κάτω από τα αντίστοιχα του επόμενου κόμβου. Έτσι σχηματίζονται τέσσερις κατακόρυφες γραμμές. Τέλος, είναι δυνατό τα δύο ακραία σταχύδια κάθε κόμβου να μένουν ανανάπτυκτα οπότε σχηματίζονται μόνο δύο σειρές καρπών.
Κάθε σταχύδιο περιέχει ένα άνθος και συγκρατείται από ένα ζεύγος επιπέδων λεπύρων που καταλήγουν σε οξύ άκρο. Το άνθος είναι συνήθως επιφυές. Τα κύρια μέρη του άνθους είναι οι τρεις στήμονες και ο ύπερος με την ωοθήκη που περιέχει μια σπερματική βλάστηση και καταλήγει σε δισχιδές στίγμα.
Θερμοκρασία
Οι σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες (16-18°C) ευνοούν την βλαστητική ανάπτυξη, ενώ οι υψηλότερες (25-35°C) την αναπαραγωγική. Θερμοκρασίες κοντά στους 40°C δημιουργούν προβλήματα τόσο στη βλαστητική όσο και την αναπαραγωγική ανάπτυξη (διαφοροποίηση, γονιμοποίηση, γέμισμα καρπού). Λόγω της πρωιμότητάς του, το κριθάρι συνήθως αποφεύγει τις υψηλότερες θερμοκρασίες του τέλους της άνοιξης και επομένως το κακό γέμισμα και τις προσβολές από σκωριάσεις.
Σε σχέση με το σιτάρι, παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία στις χαμηλές θερμοκρασίες, γι’ αυτό απαιτείται προσοχή στην επιλογή του καταλληλότερου χρόνου σποράς ανάλογα με τις θερμοκρασίες του χειμώνα. Υπάρχουν ωστόσο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ποικιλίες ως προς την αντοχή τους στο ψύχος.
Παρόμοια με το σιτάρι, οι ποικιλίες υποδιαιρούνται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την αντοχή τους στις χαμηλές θερμοκρασίες και τις απαιτήσεις τους σε εαρινοποίηση: χειμωνιάτικες (ανθεκτικές στο ψύχος, πλάγιας ανάπτυξης και απαιτητικές σε εαρινοποίηση), ανοιξιάτικες (ευαίσθητες στο ψύχος και μη απαιτητικές σε εαρινοποίηση) και ενδιάμεσες.
Φωτοπερίοδος
Το κριθάρι είναι φυτό μεγάλης ημέρας. Η διαφοροποίηση του στάχυ επιταχύνεται σημαντικά όταν η φωτοπερίοδος αυξάνεται από τις 10 στις 16h. Φαίνεται ότι η φωτοπερίοδος και η θερμοκρασία αλληλεπιδρούν, δεδομένου ότι σε μακρές φωτοπεριόδους (17-25h) η διαφοροποίηση επιταχύνεται όσο αυξάνονται οι θερμοκρασίες. Υπάρχουν ωστόσο σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ποικιλιών ως προς τις απαιτήσεις σε φωτοπερίοδο. Σήμερα υπάρχουν πολλές ποικιλίες κριθαριού που χαρακτηρίζονται ως αδιάφορες στη φωτοπερίοδο.
Βροχόπτωση
Το κριθάρι δεν έχει ιδιαιτέρως ανάγκη τις βροχές. Είναι φυτό με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην ξηρασία από το σιτάρι και περισσότερο αποδοτικό στη παραγωγή σε ξηρικές συνθήκες. Οι μειωμένες απαιτήσεις σε ύψος βροχής είναι 200-250mm. Παρ’όλα αυτά η υπερβολική ξηρασία κατά το γέμισμα δημιουργεί λισβούς σπόρους με υψηλή περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες και επομένως χαμηλής ποιότητας για βυνοποίηση. Επομένως, σε πολύ ξηρό περιβάλλον καλλιεργούνται περισσότερο αποτελεσματικά οι κτηνοτροφικές ποικιλίες.
Δομή
Το κριθάρι ευδοκιμεί κυρίως σε πηλώδη και αργιλοπηλώδη εδάφη ενώ οι αποδόσεις του σε αμμώδη και συνεκτικά είναι χαμηλές. Έχει ανάγκη από καλά στραγγιζόμενα εδάφη επειδή υποφέρει από περίσσεια υγρασίας. Ο υδατικός ορίζοντας πρέπει να βρίσκεται οπωσδήποτε κάτω από τα 2m.
Γονιμότητα
Μπορεί να καλλιεργείται και να αποδίδει σε ικανοποιητικό βαθμό και σε εδάφη λιγότερο γόνιμα απ' ό,τι το σιτάρι.
Αντίδραση
Χρειάζεται εδάφη λιγότερο όξινα από το σιτάρι, με pH μεταξύ 6 και 7.5.
Αλατότητα
Έχει ίσως τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην αλατότητα από τα καλλιεργούμενα φυτά σε όλα σχεδόν τα στάδια ανάπτυξης. Στη Μεσοποταμία αντικατέστησε βαθμιαία το σιτάρι στα ήδη υποβαθμισμένα από τις συνεχείς αρδεύσεις εδάφη. Η ανθεκτικότητα στο αλάτι είναι διαφορετική μεταξύ των ποικιλιών.
Ο καρπός του κριθαριού χρησιμοποιείται κυρίως ως ζωοτροφή και δευτερευόντως ως πρώτη ύλη στη ζυθοποιία, ενώ σε μικρές μόνο ποσότητες στη διατροφή του ανθρώπου. Το κριθάρι σε σχέση με τα άλλα σιτηρά πλεονεκτεί, καθώς ο κόκκος έχει τα λέπυρα τα οποία προστατεύουν το έμβρυο κατά το φύτρωμα και δρουν σαν φίλτρο για διάφορες ουσίες.
Ζωοτροφή
Η κύρια χρήση του κόκκου κριθαριού είναι ως ζωοτροφή για πουλερικά, χοίρους, πρόβατα και βοοειδή. Παγκοσμίως, το 60% περίπου του κριθαριού που παράγεται χρησιμοποιείται για ζωοτροφές. Οι ποικιλίες κριθαριού που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές είναι ειδικά ανεπτυγμένες με χαρακτηριστικά όπως η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες που προσανατολίζονται ειδικά προς αυτή την χρήση. Κάποια ζώα μπορούν να τραφούν με ολόκληρο κριθάρι. Ωστόσο, πριν το κριθάρι τροφοδοτηθεί σε άλλα ζώα, αλέθεται με σφυρόμυλο ή ελασματουργείο ή μπορεί να ξεφλουδιστεί με κυλίνδρους που θερμαίνονται στον ατμό. Έτσι, το τελικό προϊόν τροφοδοσίας μπορεί να είναι ολόκληρο, αλεσμένο, νιφάδες ή σφαιροποιημένο κριθάρι. Τέλος ενώ οι κόκκοι κριθαριού είναι το κύριο μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, σε ορισμένες περιπτώσεις τα ίδια τα φυτά κριθαριού μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κτηνοτροφικός σανός για τα ζώα.
Aνθρώπινη κατανάλωση
Λιγότερο από το μισό του κριθαριού που παράγεται σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων που καταναλώνονται απευθείας από τον άνθρωπο. Μόνο μια μικρή ποσότητα κριθαριού χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα για την παραγωγή τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, το κριθάρι καλλιεργείται για ανθρώπινη κατανάλωση, όπου άλλα σιτηρά δεν ευδοκιμούν. Όταν καταναλώνεται ως δημητριακό, χρησιμοποιείται γενικά το κριθάρι χωρίς φλοιό, επειδή η απουσία του καθιστά το προϊόν πιο εύγευστο και ευκολότερο στην επεξεργασία. Το καλυμμένο κριθάρι μπορεί επίσης να ξεφλουδιστεί, να αλετθεί και να γυαλιστεί για να παραχθεί ένα προϊόν που μοιάζει με ρύζι. Το γυαλισμένο κριθάρι χρησιμοποιείται σε χυλούς και σούπες και ως υποκατάστατο ρυζιού. Άλλες χρήσεις τροφίμων περιλαμβάνουν νιφάδες κριθαριού, αλεύρι για ψήσιμο (είτε μόνο του είτε σε μείγματα με αλεύρι σίτου) για την παραγωγή ψωμιού και κράκερ, γκριλ, δημητριακά πρωινού, πιλάφι, νουντλς και παιδικές τροφές. Τέλος κριθάρι χρησιμοποιείται για την παραγωγή αποσταγμένων οινοπνευματωδών ποτών όπως ουίσκι, βότκα και τζιν, καθώς και για την παρασκευή ξυδιού και βυνοποιημένων ποτών.
Η σπορά του κριθαριού γίνεται συνήθως την εποχή του φθινοπώρου όταν οι χειμώνες είναι δριμείς γίνεται την εποχή της άνοιξης. Για δεδομένη ποικιλία οι φθινοπωρινές σπορές είναι πιο αποδοτικές από τις ανοιξιάτικες εκτός αν το χειμώνα επικρατήσουν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.Το φθινόπωρο το κριθάρι πρέπει να σπέρνεται 10-15 ημ. νωρίτερα από το σιτάρι εξαιτίας της μειωμένης ανθεκτικότητας του κριθαριού στο κρύο. Οι πρώιμες σπορές διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό γόνιμων στελεχών/φυτών γι’ αυτό και υπερέχουν σημαντικά από τις όψιμες στο χειμωνιάτικο κριθάρι. Κατά μέσο όρο για την Ελλάδα η σπορά πρέπει να γίνεται από τα μέσα μέχρι τέλη Νοεμβρίου. Η ανοιξιάτικη σπορά γίνεται όσο το δυνατό νωρίτερα (μετά το πέρας των ανοιξιάτικων παγετών) για να αποφευχθούν οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού που μειώνουν τις αποδόσεις και υποβιβάζουν την ποιότητα. Έτσι, πρέπει να γίνεται από το τέλος Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ανάλογα με την περιοχή.
Αν προορίζεται για βόσκηση, το κριθάρι σπέρνεται πολύ νωρίτερα (μέσα Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου).
Αποστάσεις Φύτευσης
Το κριθάρι όπως και το κριθάρι έχει την ικανότητα να ρυθμίζει την ανάπτυξή του (αυτορρυθμιστική ικανότητα), ανάλογα με την πυκνότητα της φυτείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνήθως ευδιάκριτη άριστη πυκνότητα για αποδόσεις σε καρπό. Γενικά, η αυξημένη πυκνότητα μειώνει σημαντικά τον αριθμό των αδελφιών, των καρπών/στάχυ και το μέσο βάρος των καρπών, ενώ αυξάνει σημαντικά τον αριθμό των στάχεων/επιφάνεια εδάφους.
Οι ποσότητες του σπόρου μπορεί να κυμαίνονται από 4-17kg/στρ. και εξαρτώνται από την ποικιλία και την πρακτική καλλιέργειας. Έτσι, οι ποσότητες του σπόρου είναι μεγαλύτερες όταν υπάρχουν κίνδυνοι από χαμηλές θερμοκρασίες, σε γόνιμα και υγρά εδάφη, σε αγρούς με ζιζάνια ή όταν χρησιμοποιούνται μικρόσωμες ποικιλίες με ανορθωμένο φύλλωμα. Για μεσογειακές περιοχές οι ποσότητες πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 10-12kg/στρ. Εάν αποσκοπείται η παραγωγή βιομάζας, οι δόσεις αυτές πρέπει να αυξηθούν περίπου κατά 50%. Είναι όμως δυνατόν να επιτυγχάνονται αρκετά υψηλές αποδόσεις και με ποσότητες 2.5-5 kg/στρ. με την προϋπόθεση ότι ο αγρός είναι καθαρός από ζιζάνια.
Τρόπος σποράς
Η γραμμική σπορά με σπαρτικές μικρών σιτηρών είναι η πιο συχνή μέθοδος που χρησιμοποιείται σήμερα. Οι καλύτερες αποστάσεις μεταξύ των γραμμών σποράς είναι 16-18cm, ενώ μεγαλύτερες φαίνεται ότι μειώνουν τις αποδόσεις. Είναι επίσης δυνατό να γίνει και σπορά χύδην, ιδιαίτερα όταν το κριθάρι προορίζεται να συγκαλλιεργηθεί με άλλο φυτό. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται λιπασματοδιανομέας ή κοινή σπαρτική χωρίς τους σωλήνες διανομής του σπόρου και ακολουθεί οδοντωτό σβάρνισμα για κάλυψη του σπόρου (οι ποσότητες του σπόρου φτάνουν τα 15-18kg/στρ.).
Το βάθος σποράς ξεκινά από τα 2.5-3.5cm σε υγρές περιοχές και μπορεί να φτάσει τα 7.5cm στις ξηρότερες. Για τη χώρα μας συνιστάται ένα μέσο βάθος 5cm.
Το κριθάρι καλλιεργείται κυρίως ως ξηρικό, αν και αντιδρά θεαματικά στην άρδευση. Άρδευση χρειάζεται μόνο κατά τις ξηρές χρονιές, ενώ δεν απαιτείται σε περιοχές με υψηλές βροχοπτώσεις. Σε περιοχές με χαμηλά ύψη βροχής, οι συμπληρωματικές αρδεύσεις ευνοούν τις αποδόσεις των καλλιεργειών.
Από μελέτη που έχει γίνει της πορείας της ημερήσιας υδατοκατανάλωσης φαίνεται ότι αυτή είναι ελάχιστη από το φύτρωμα μέχρι το τέλος του αδελφώματος. Υπερεπάρκεια νερού σε αυτή την περίοδο έχει ανεπιθύμητες επιδράσεις. Πάντως στην περίοδο αυτή συνήθως δεν υπάρχει πρόβλημα έλλειψης νερού. Οι απαιτήσεις αυξάνονται ολοένα και περισσότερο την περίοδο που παρατηρείται ο μέγιστος ρυθμός βλαστητικής ανάπτυξης και η αιχμή τοποθετείται γύρω στην άνθηση. Οι συνθήκες καλλιέργειας καθορίζουν τη μέγιστη υδατοκατανάλωση, σε ξηρικές συνθήκες είναι περίπου 3mm/ημ., ενώ σε αρδευόμενες φτάνει τα 8-9mm. Η ολική υδατοκατανάλωση ετησίως ανέρχεται σε 400mm περίπου για ξηρικές καλλιέργειες και μεσογειακό περιβάλλον, αλλά μπορεί να είναι και διπλάσια υπό αρδευόμενες συνθήκες.
Το άζωτο όπως και ο φωσφόρος απορροφώνται συνεχώς μέχρι την ωρίμανση του καρπού ενώ η απορρόφηση του καλίου διακόπτεται λίγο μετά το ξεστάχυασμα για να εντοπιστούν τελικά οι γνωστές στα σιτηρά απώλειες κατά την ωρίμανση. Παρατηρείται επίσης συγκέντρωση αζώτου και φωσφόρου, αλλά στασιμότητα στην περιεκτικότητα καλίου στους στάχεις.
Θρεπτικό στοιχείο |
Περιεκτικότητα (kg/στρ.) |
|
Ολική |
Καρπών |
|
Άζωτο |
9-13.7 |
7-10.4 |
Φωσφόρος |
1.8-2.2 |
1.4-1.7 |
Κάλιο |
15.6-17.4 |
2.2-2.9 |
Το κριθάρι αντιδρά θετικά στην προσθήκη αζώτου, εκτός και αν περιορίζεται από την εδαφική υγρασία. Η επαρκής ποσότητα αζώτου ευνοεί την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, το αδέλφωμα, το φύλλωμα, το ύψος του βλαστού και το μέγεθος του στάχυ. Οι υπερβολικές ποσότητες αζώτου επίσης προκαλούν πλάγιασμα και οψιμίζουν την καλλιέργεια. Η καλλιέργεια νέων ποικιλιών με υψηλή αντοχή στο πλάγιασμα επέτρεψε την χορήγηση μεγαλύτερων δόσεων αζώτου και αύξησε τις αποδόσεις.
Η περίσσεια αζώτου στο έδαφος κατά την ίδια περίοδο αυξάνει αρκετά την περιεκτικότητα των καρπών σε πρωτεΐνη. Η αύξηση αυτή αποδεικνύεται ωφέλιμη όταν το κριθάρι προορίζεται για κτηνοτροφή ωστόσο είναι ανεπιθύμητη όταν καλλιεργείται για βυνοποίηση.Στην πρώτη περίπτωση η δεύτερη δόση του αζώτου μπορεί (επιφανειακή λίπανση) να καθυστερήσει και μέχρι το τέλος του αδελφώματος ενώ στη δεύτερη συνιστώνται πρώιμες εφαρμογές αζώτου (πριν ή κατά τη σπορά και μέχρι τα πρώτα στάδια του αδελφώματος).
Όσο αυξάνεται η ποσότητα του εφαρμοζόμενου αζωτούχου λιπάσματος τόσο αυξάνεται και η περιεκτικότητα πρωτεΐνης των καρπών. Οι ποσότητες του αζωτούχου λιπάσματος μπορεί να κλιμακώνονται από 5-15kg N/στρ. ανάλογα με την περιοχή (γονιμότητα εδάφους, εδαφική υγρασία) και το σκοπό της καλλιέργειας.
Επάρκεια φωσφόρου διασφαλίζει καλό γέμισμα των καρπών και συσχετίζεται με υψηλότερο εκχύλισμα βύνης. Επιπλέον συντελεί στην πρώιμη άνθηση των καρπών της καλλιέργειας και μαζί με το άζωτο οφελεί την ανάπτυξη του φυτού.Οι συνιστώμενες δόσεις κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 4-6kg P2O5/στρ. Είναι όμως πιθανό να μη χρειαστεί προσθήκη σε εδάφη με μακρά προϊστορία φωσφορικής λίπανσης.
Το κάλιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης και σχετίζεται κυρίως με τον ομαλό μεταβολισμό των ζαχάρων και την ιοντική ισορροπία στους ιστούς.
Συνήθως το κριθάρι δεν αντιδρά θεαματικά στην προσθήκη καλίου. Σε περιπτώσεις εδαφών που είναι σε κάλι συνιστώνται 5-10kg K2O/στρ.
Τα πιο κοινά ζιζάνια του κριθαριού ανήκουν στις οικογένειες Asteraceae, Poaceae και Brassicaceae και είναι τα εξής:
Τα ζιζάνια μπορεί να μειώσουν την απόδοση και να υποβαθμίσουν την ποιότητα του συγκομιζόμενου προϊόντος. Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των ζιζανίων είναι απαραίτητη. Τα ζιζανιοκτόνα είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως γι’ άυτό και παρατηρείται ανθεκτικότητα στα ζιζανιοκτόνα. Η ανάπτυξη της ανθεκτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. . Ένας τρόπος επίλυσης θα μπορούσε να είναι η αμειψισπορά, χρησιμοποιώντας πατάτες, κράμβη και φασόλια μεταξύ των καλλιεργειών σιτηρών. Οι διαφορετικές ημερομηνίες σποράς του κριθαριού, οι καλλιεργητικές τεχνικές και τα ζιζανιοκτόνα μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα να ανάπτυξης ανθεκτικότητας. Ο βιολογικός έλεγχος των ζιζανίων αφορά στη χρήση φυσικών εχθρών ενός φυτού, όπως έντομα, ακάρεα και ασθένειες για τη μείωση ή/και τον έλεγχο του πληθυσμού των ζιζανίων. Θεωρείται μια οικονομική λύση, αποτελεσματική και φιλική προς το περιβάλλον μέθοδος, αλλά χρειάζεται χρόνος έως ότου να ολοκληρωθούν οι φάσεις ανάπτυξης των φυσικών εχθρών και εγκατάστασή τους. Ο βιοέλεγχος δεν θα σκοτώσει τα ζιζάνια, αλλά είναι δυνατόν να μειώσει τον πληθυσμό τους σε σημαντικό βαθμό ή/και να διευκολύνει τον έλεγχό τους με χρήση άλλων μεθόδων.
Σε κάθε περίπτωση, πριν υιοθετήσετε οποιοδήποτε μέτρο διαχείρισης ζιζανίων καλό είναι από έναν γεωπόνο.
Στην Ελλάδα το στάδιο της συγκομιδής γίνεται με τη χρήση θεριζοαλωνιστικών μηχανών, κατ’εξοχήν τον Ιούνιο. Κατά τη συγκομιδή στα κριθάρια που προορίζονται για βυνοποίηση συνιστάται τα φυτά να θερίζονται στο στάδιο του κηρώδους καρπού και να ξεραίνονται κατά λωρίδες στον αγρό. Τα φυτά αλωνίζονται μετά από 3-4 ημέρες με θεριζοαλωνιστική εφοδιασμένη με το κατάλληλο εξάρτημα συλλογής κομμένων φυτών. Οι καρποί που σπάνε υποβιβάζουν σε μεγάλο βαθμό την αξία της παρτίδας του κριθαριού για βυνοποίηση και πολλές φορές χαρακτηρίζεται ως ακατάλληλη. Για να αποφευχθεί όσο το δυνατόν το σπάσιμο των καρπών κατά το αλώνισμα πρέπει να ρυθμίζουμε κατάλληλα το μηχανισμό της αλωνιστικής, με ιδιαίτερη προσοχή. Το κριθάρι που καλλιεργείται για βιομάζα πρέπει να θερίζεται στο στάδιο του γαλακτώδους καρπού.
Η παραγωγή των σπόρων του σιταριού είναι εποχιακή, ενώ η κατανάλωσή τους συνεχής, συνεπώς η αποθήκευση τους είναι απαραίτητη. Η αποθήκευση είναι ασφαλής όταν συγχρόνως η ποσότητα και η ποιότητα του αποθηκευμένου σπόρου παραμένουν αμετάβλητες.
Η αποθήκευση των σπόρων γίνεται με την ενσάκισή τους ή χύμα στην αποθήκη του παραγωγού, συνηθέστερα στους αποθηκευτικούς χώρους των αγοραστών, που είναι απλές αποθήκες και σιλό μεταλλικά ή από μπετόν, διαφόρων μεγεθών και διαστάσεων. Ενώ τα ενσακισμένα σιτηρά με απλές επεμβάσεις μπορούμε να τα συντηρήσουμε για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς να υποστούν αλλοιώσεις, τα χύμα αντίθετα διατρέχουν πολλούς κινδύνους να αλλοιωθούν.
Οι διάφοροι εχθροί που προσβάλλουν την καλλιέργεια του κριθαριού είναι όμοιοι με εκείνους του σιταριού και είναι οι εξής:
Σιδηροσκώληκες
Οι Σιδηροσκώληκες ζουν στο έδαφος και τρέφονται με σπόρους ρίζες και οργανική ύλη. Η πιο μεγάλη ζημιά απ' αυτόν τον εχθρό προκαλείται από τις προνύμφες την εποχή της άνοιξης. Εκείνη την περίοδο αναπτύσσονται και προτιμούν να τρέφονται με σπόρους χάρη της υψηλής θρεπτικής τους αξίας. Οι προνύμφες του σιδηροσκούληκα εντοπίζουν τους σπόρους από το CO2 που παράγουν κατά τη διάρκεια της βλάστησης. Είναι ικανά να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στα μικρά φυτά την άνοιξη.
Τα ακμαία εμφανίζονται στο τέλος του καλοκαιριού και διαχειμάζουν στο έδαφος στα κελλιά όπου έγινε η νύμφωση. Την άνοιξη γίνεται η ωοτοκία στο έδαφος και οι προνύμφες προσβάλλουν τα νεαρά φυτά όπως γίνεται και με την προσβολή του αραβόσιτου.
Αγρότιδες
Οι αγρότιδες ή κοφτοσκούληκα ή καραφατμέ (agrotis spp) ανήκουν στην τάξη των λεπιδόπτερων. Όλα τα φυτά που έχουν τρυφερό βλαστό μπορούν να είναι ξενιστές τους. Οι εχθροί αυτοί υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη. Η πιο κοινή, η Agrotis segetum είναι λίγο πυκνότερη στα ανατολικά μέρη. ι Η ποιοτική ζημιά που κάνουν προκαλώντας στοές στον κόνδυλο είναι σοβαρή. Σε υγρές συνθήκες, οι τραυματισμοί μπορεί να προκαλέσουν προσβολή από Fusarium ή Erwinia, τα οποία μπορεί να αυξήσουν τη ζημιά.
Όπως συμβαίνει και στην προσβολή του αραβόσιτου με τον ίδιο τρόπο και στο σιτάρι/κριθάρι οι εχθροί αυτοί προσβάλλουν ως κάμπιες τα νεαρά φυτά με αποτέλεσμα την αποκοπή του στελέχους κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Έτσι προκαλούνται πολλά κενά στη φυτεία σε σημείο να είναι απαραίτητη η επανασπορά του αγρού όταν οι προσβολές είναι σοβαρές. Συνήθως έχουν 1 γενεά τον χρόνο.
Κάραβος
Τα τέλεια έντομα εξέρχονται το Μάϊο και προσβάλλουν τους καρπούς στο στάχυ κατά τη νύχτα. Ωοτοκούν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και οι προνύμφες προσβάλλουν τη νύκτα τα φύλλα και τα στελέχη του σιταριού. Οι προσβολές απ' αυτόν τον εχθρό διαρκούν όλο το χειμώνα και την επόμενη άνοιξη οι προνύμφες νυμφώνονται στο έδαφος. Αντιμετωπίζονται με αμειψισπορά και με εντομοκτόνα εδάφους.
Χλώροπας
Το ακμαίο εμφανίζεται την άνοιξη (Μάϊος) και γεννά στη βάση του στάχυ μια ανοιχτοπράσινη προνύμφη που αρχικά προσβάλλει το κάτω μέρος του στάχυ και στη συνέχεια κατεβαίνει στο καλάμι όπου γίνεται νύμφη στο ύψος του 1ου-2ου κόμβου. Διέρχεται το καλοκαίρι στα υπολείμματα της καλλιέργειας και το φθινόπωρο εξέρχονται τα ακμαία της δεύτερης γενιάς που γεννούν στη βάση των νεαρών φυτών. Οι προνύμφες τρώνε τον κόμβο εσωτερικά και νυμφώνονται επιτόπου.
Αποτέλεσμα της πρώτης προσβολής είναι ατροφικά καλάμια και άγονοι, λευκοί στάχεις, ενώ της δεύτερης είναι καθυστέρηση της ανάπτυξης, υπερβολικό αδέλφωμα ή και θάνατος των φυταρίων.
Aντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με καλλιεργητικούς τρόπους (κάψιμο καλαμιάς, πρώιμες ποικιλίες, άφθονη φωσφορική λίπανση, αμιψεισπορά χωρίς αγρωστώδη).
Οσινέλλα
Πρόκειται για ένα δίπτερο που εμφανίζεται την άνοιξη και ωοτοκεί στα νεαρά φύλλα του φυτού, προσβάλλει και το σιτάρι.
Κηκιδόμυγα
Πρόκειται για ένα καταστρεπτικό έντομο όσον αφορά στην καλλιέργεια του σιταριού το οποίο προσβάλλει και την κριθαροκαλλιέργεια.
Βλαστορρήκτης
Τα ακμαία ωοτοκούν το Μάϊο στα στελέχη του κριθαριού και οι προνύμφες (λευκές, μήκους περίπου 12mm) εισδύουν στο εσωτερικό του στελέχους, τρέφονται από αυτό και το διαυλακώνουν μέχρι τη βάση του. Προς τα τέλη καλοκαιριού νυμφώνονται στη βάση του στελέχους και διαχειμάζουν. Η προσβολή απ' αυτόν τον εχθρό εκδηλώνεται με κακή ανάπτυξη, ατροφικούς στάχεις και αυξημένη τάση για πλάγιασμα και θραύση των στελεχών, ειδικότερα μετά το ξεστάχυασμα. Η καταπολέμηση γίνεται κυρίως με καλλιεργητικά μέσα (αναστροφή,όχι κάψιμο) της καλαμιάς μετά τη συγκομιδή, πρώιμη συγκομιδή, αμιψεισπορά με ανθεκτικά φυτά όπως βρώμη, αραβόσιτο και μη αγρωστώδη)
Βρωμούσες
Είναι έντομα που προσβάλλουν καλλιέργειες του σιταριού και του κριθαριού. Ο εχθρός αυτός απορροφά τους χυμούς των φύλλων του κριθαριού , στελεχών και τέλος των αναπτυσσόμενων καρπών. Οι έντονες προσβολές απ' αυτόν τον εχθρό αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με ψεκασμούς οργανοφωσφορικών.
Αφίδες
Οι Αφίδες ανήκουν στην υπεροικογένεια Aphidoidea στη σειρά Sternorrhycha της τάξης Homoptera στην οποία έχουν καταγραφεί περί τα 4000 είδη. Οι αφίδες είναι γνωστές και ως μελίγκρα, ψείρα ή φυτόψειρα. Είναι μυζητικά έντομα και τρέφονται σχεδόν συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι από τις κυριότερες κατηγορίες εντόμων που αποτελούν παθογόνων ιών στα φυτά. Παρόμοια στο σιτάρι και στο κριθάρι προσβάλλουν όλα τα υπέργεια όργανα.
Ακρίδες
Τα περισσότερο ζημιογόνα είδη αυτού του εχθρού του κριθαριού στην Ελλάδα είναι τα Calliptamus italicus L. και Dociostaurus maroccanus Thymb. Προσβάλλει επίσης το φυτό του σιταριού.
Θρίπας
Τα ακμαία του Θρίπα ωοτοκούν την άνοιξη μεταξύ στελέχους και κολεών και οι εξερχόμενες προνύμφες προσβάλλουν τους στάχεις που δεν έχουν εμφανισθεί ακόμη απομυζώντας τις ωοθήκες των ανθέων. Αποτέλεσμα της προσβολής από τον εχθρό είναι η αγονία και απόπτωση των σταχυδίων, σε βαθμό ώστε σε μερικές περιπτώσεις να μένει γυμνή η ράχη του στάχυ. Αντιμετωπίζονται με κάψιμο της καλαμιάς και σπορά πρώιμων ποικιλιών για να αποφευχθούν οι προσβολές στο ευπαθές στάδιο των φυτών.
Σκωριάσεις
Το κριθάρι προσβάλλεται από τις τρεις σκωριάσεις που προσβάλουν το σιτάρι. Ωστόσο, είναι λιγότερο ευπαθές σε αυτές και έτσι δεν δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.
Ωίδιο
Το κριθάρι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη προσβολή από ωίδιο. Το ωίδιο είναι ικανό να μειώσει τις αποδόσεις του δημητριακού έως και 25%. Έχουν δημιουργηθεί ανθεκτικές ποικιλίες στην ασθένεια με ενσωμάτωση γόνων από το Hordeum spontaneum ή με άλλες βελτιωτικές τεχνικές. Ένας τρόπος αποτελεσματικής αντιμετώπισης είναι η με επίπαση του σπόρου με διασυστηματικά μυκητοκτόνα.
Σεπτοριώσεις
Προκαλούνται από τους μύκητες Septoria tritici Rob. & Desm. και S. nodorum Berk., οι οποίοι δημιουργούν κηλίδες με σκούρες παρυφές στα φύλλα. Οι αρχικές μολύνσεις ξεκινούν από πυκνιδιοσπόρια που προέρχονται από φυτά που έχουν μολυνθεί ή σπόρους που μολύνουν τα φυτικά όργανα νωρίς την άνοιξη και σχηματίζουν αρχικά μικρές κηλίδες που αργότερα μεγαλώνουν.Συγχρόνως, στο κέντρο τους σχηματίζονται διάσπαρτα μικρά πυκνίδια. Η ασθένεια ευνοείται από δροσερό και υγρό καιρό, οπότε καταστρέφεται σημαντικό μέρος της φωτοσυνθετικής επιφάνειας και παράγονται σπόροι παραμορφωμένοι ή μικρού βάρους. Οι σεπτοριώσεις καταπολεμούνται με απολύμανση των σπόρων, καταστροφή ή αναστροφή στο έδαφος των μολυσμένων φυτικών υπολειμμάτων, αμιψεισπορά με μη αγρωστώδη και ανθεκτικές ποικιλίες.
Σήψη των ριζών και του λαιμού
Η προσβολή του κριθαριού από την ασθένεια αυτή είναι μικρή. Προκαλείται από το μύκητα Ophiobolus graminis Sacc. Προσβάλλονται οι μόνιμες ρίζες και το κατώτερο μεσογονάτιο. Τα προσβεβλημένα φυτικά όργανα αποκτούν μαύρο χρώμα και οι ρίζες γίνονται εύθραυστες. Τα συμπτώματα στα φυτά του σιταριού γίνονται έντονα συνήθως κατά το ξεστάχυασμα, οπότε τα προσβεβλημένα φυτά είναι καχεκτικά, κιτρινίζουν και μαραίνονται ενώ οι στάχεις είναι κενοί ή παράγουν πολύ συρρικνωμένους καρπούς. Οι προσβολές στον αγρό συνήθως παρουσιάζονται κατά κηλίδες. Είναι περισσότερο έντονες σε εδάφη χαμηλής γονιμότητας. Ως τρόπο αντιμετώπισης χρησιμοποιουνται κυρίως με αμιψεισπορές 2-3 ετών χωρίς αγρωστώδη.
Καθώς οι εκτατικές καλλιέργειες αναφέρονται πάντα σε αρκετά μεγάλες εκτάσεις, έτσι η γεωργία ακριβείας φαντάζει ο ιδανικός σύμμαχος για έναν αγρότη αυτών των καλλιεργειών, όπως είναι το κριθάρι. Παρακάτω θα δούμε τις μεθόδους γεωργίας ακριβείας που χρησιμοποιούνται σε τέτοιες καλλιέργειες της υπαίθρου.
Πρωταρχικό βήμα σε καλλιέργειες τέτοιων εκτάσεων είναι ο διαχωρισμός σε ζώνες διαχείρισης, ούτως ώστε να εφαρμοστούν οι διάφορες μέθοδοι γεωργίας ακριβείας αποτελεσματικά.
Επόμενο μέλημα είναι ένας μετεωρολογικός σταθμός ο οποίος μπορεί να αποβεί πολύ σημαντικός για το κριθάρι, καθώς ο αγρότης μπορεί να λαμβάνει δεδομένα ακόμα και στο κινητό του για τον καιρό και το περιβάλλον στον αγρό, όπως την υγρασία του εδάφους, την ταχύτητα του αέρα, τη θερμοκρασία, κλπ..
Μία άλλη μέθοδος είναι η χαρτογράφηση του αγρού. Αυτό γίνεται είτε με τη βοήθεια δορυφορικών φωτογραφιών, είτε ακόμα καλύτερα μέσω φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από drone (εναέρια, μη επανδρωμένα μέσα) με απλές, υπερφασματικές ή θερμικές κάμερες. Ακόμα μπορούν να δημιουργηθούν χάρτες παραγωγής για μία καλύτερη εικόνα του αγρού μέσω αισθητήρων στη θεριζοαλωνιστική μηχανή. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με τη χαρτογράφηση που έχει επέλθει με τηλεσκοπικά μέσα, μπορούν να είναι χρήσιμα με το κατάλληλο πρόγραμμα (software) όπως για παράδειγμα το GIS, λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων και χαρτών, συνδυαστικά με τη χαρτογράφηση που έχει γίνει έχοντας ένα GPS ικανό για να ελέγχει την ακριβή τοποθεσία.
Τα drones και τα επίγεια μέσα όμως, μπορούν να φανούν χρήσιμα και σε καλλιεργητικές εργασίες. Οι ψεκασμοί μπορούν να εφαρμοστούν μέσω αυτών ώστε να μην υπάρχει μεγάλο ποσοστό απορροών, σαφώς ακολουθώντας πάντα τα πρότυπα και κανονισμούς για τους ψεκασμούς. Με την χρήση ενός drone δεν υπάρχει αντίστοιχη διασπορά, όπως σε ένα τυπικό ψεκαστικό μηχάνημα κάνοντας τον ψεκασμό πιο ακίνδυνο και ευκολότερο, καθώς ο χειρισμός του drone γίνεται από απόσταση. Ακόμα μέσω των κατάλληλων αισθητήρων μετρώνται οι δείκτες βλάστησης (πχ. NDVI και NDRE). Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος της παραγωγής με πρόβλεψή της και συνάμα έλεγχο για πιθανές ελλείψεις στη λίπανση ή την άρδευση, όπως και για την ύπαρξη ασθενειών και ζιζανίων. Επίσης η γεωργία ακριβείας μπορεί να βοηθήσει στις στοχευμένες εισροές ώστε να μην είναι η καλλιέργεια οικονομικά και περιβαλλοντικά ασύμφορη.
Τέλος, ένα χρήσιμο εργαλείο στην γεωργία ακριβείας είναι η μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του εδάφους. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουμε τη μεταβλητότητα του εδάφους, έχοντας πληροφορίες βασικές για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να επέμβουμε με τις διάφορες εισροές (πχ. άρδευση), όπως το πορώδες αλλά και την αλατότητα του εδάφους.
Η συλλογή όλων αυτών των δεδομένων μπορεί να αποθηκευτεί στο λεγόμενο Internet of Things, όπου σε βρίσκονται βάσεις δεδομένων με τα εκάστοτε χαρακτηριστικά της καλλιέργειας, στην προκειμένη περίπτωση του κριθαριού, προκειμένου να ειδοποιείται ο αγρότης, σύμφωνα και με δικά του παλαιότερα δεδομένα, ή αγροτών της ίδιας περιοχής, για το ποιες αποφάσεις πρέπει να λάβει ώστε να επέμβει στο χωράφι του έγκαιρα και χωρίς υπερβολές.
Το άροτρο αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το βασικότερο εργαλείο της κύριας κατεργασίας του εδάφους. Για δεκάδες αιώνων υπήρξε το εργαλείο - σύμβολο της γεωργίας.
Τα άροτρα διακρίνονται σε άροτρα με υνία ή υνάροτρα, που αποτελούν και τον κλασικό τύπο, καθώς και σε άροτρα με δίσκους (δισκάροτρα). Στα άροτρα μπορεί να συμπεριληφθούν επίσης εργαλεία που δεν κάνουν πραγματικό όργωμα αλλά ψευδοόργωμα όπως οι καλλιεργητές βαρέος τύπου (chisel) κ.ά. Στην κατηγορία των αρότρων περιλαμβάνονται επίσης και ειδικά εργαλεία που αναφέρονται ως ειδικά άροτρα. Συνήθως στον όρο "άροτρα" περιλαμβάνονται τα υνάροτρα.
Το υνάροτρο είναι ίσως το σημαντικότερο εργαλείο κατεργασίας του εδάφους που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο. Με το υνάροτρο το έδαφος κόβεται σε λωρίδες, χαλαρώνεται, θρυμματίζεται και αναστρέφεται ενσωματώνοντας στο έδαφος σχεδόν ό,τι υπάρχει στην επιφάνεια.
Η σπορά στα πεταχτά είναι η αρχαιότερη μέθοδος και συνιστάται στη διασκόρπιση των σπόρων στην επιφάνεια του εδάφους σε τυχαίες θέσεις. Ο σπόρος διασκορπίζεται σε καλλιεργημένο ήδη έδαφος ή σπανιότερα και σε ακαλλιέργητο. Παλαιότερα η διασκόρπιση γίνονταν από εργάτη - σπορέα. Σήμερα χρησιμοποιούνται ειδικά μηχανήματα ή ακόμη και αεροπλάνα. Μετά τη διασκόρπιση γίνεται, κατά κανόνα, ενσωμάτωση και κάλυψη του σπόρου με μηχανικά μέσα. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για τη σπορά στα πεταχτά είναι οι λιπασματοδιανομείς με έναν ή δύο περιστρεφόμενους δίσκους, με παλινδρομικώς κινούμενο στόμιο (βραχίονα) ή με ρεύμα αέρα. Τα ίδια μηχανήματα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διασπορά και άλλων υλικών που βρίσκονται σε κοκκώδη κυρίως μορφή. Σπορά στα πεταχτά μπορεί να γίνει και με αεροπλάνα. Η χρήση τους όμως περιορίζεται σε πολύ μεγάλες εκτάσεις και σε έκτακτες μόνο περιπτώσεις.