Το φυτό τσία, ή αλλιώς χία ή κία είναι ετήσιο φυτό, γνωστό από την αρχαιότητα καθώς αποτελούσε σημαντική διατροφική επιλογή στο Μεξικό ήδη από το 3.000 π.Χ, το οποίο άρχισαν να το εξάγουν από το 1.500 π.Χ.. Προέρχεται από την ισπανική Σάλβια και καλλιεργείται για εμπορικούς σκοπούς κυρίως για την διατροφή του ανθρώπου. Εκτός από την διατροφή χρησιμοποιήθηκε και ως πρώτη ύλη σε φάρμακα, στη ζωγραφική και στην παρασκευή αρωμάτων.
Βιολογική ταξινόμηση: ανήκει στην οικογένεια Lamiaceae και στο είδος Salvia hispanica.
Ανάπτυξη φυτού: είναι ετήσιο φυτό με όρθια ανάπτυξη που διακλαδίζεται. Φτάνει σε ύψος το 1 με 1,5 μέτρο.
Βλαστός: είναι τετράγωνου σχήματος και ελάχιστα φέρει χνούδι.
Φύλλα: έχουν μίσχο, χνούδι και οδοντωτό περίγραμμα, με μήκος περίπου 10 εκατοστά και πλάτος 5 εκατοστών.
Σπόρος: είναι οβάλ σχήματος, μήκους το πολύ 2 χιλιοστών και χρώματος καφέ διαφόρων αποχρώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εμφανίζονται με ανοιχτό γκρι χρώμα.
Το τσία καλλιεργείται για τους σπόρους της οι οποίοι πωλούνται είτε ολόκληροι είτε αλεσμένοι για την παρασκευή ποτών υψηλής θρεπτικής αξίας. Τα τελευταία χρόνια είναι πιο διαδεδομένη η χρήση τους και στην ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία. Πλέον, μετά την ανακάλυψη των θεραπευτικών της ιδιοτήτων, η καλλωπιστική της χρήση είναι πολύ περιορισμένη παρ’ ότι αποτελεί φυτό ιδιαίτερης αισθητικής. Επιπλέον, χρησιμοποιείται και για τη διατροφή των ζώων όπως τα βοοειδή, όρνιθες και ψάρια λόγω της περιεκτικότητάς του σε ω-3 λιπαρά.
Οι σπόροι και κατ’ επέκταση και το αλεύρι από chia είναι πλούσιο σε ω-3 λιπαρά, φυτικές ίνες, ασβέστιο και πρωτεΐνες και για τον λόγο αυτό έχει κατακτήσει μία θέση στην καθημερινή διατροφή των ανθρώπων.
Η καλλιέργεια τσία θεωρείται καλλιέργεια χαμηλών εισροών ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την γονιμότητα του εδάφους, την ποικιλότητα και μειώνει την διάβρωση του εδάφους. Επίσης, είναι 17 φορές λιγότερο ενεργοβόρος καλλιέργεια σε σχέση με τις συμβατικές. Συνεπώς έχει κριθεί ως μία καλλιέργεια συνυφασμένη με την αειφόρο γεωργία έχοντας χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα.
Τέτοιου είδους καλλιέργειες παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον στη γεωργία καθώς ο στόχος πλέον για τις καλλιέργειες είναι διπλός: να προσαρμόζονται οι καλλιέργειες στις κλιματικές αλλαγές και να μη συμβάλουν στη διαιώνιση του προβλήματος.
Ο βιολογικός κύκλος της καλλιέργειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και για τον λόγο αυτό διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει είναι το υψόμετρο. Πιο συγκεκριμένα, όσο χαμηλότερο είναι το υψόμετρο (περίπου κάτω από 900 μέτρα) τόσο μικρότερος είναι ο βιολογικός κύκλος. Ενδεικτικά, σε τέτοιες περιοχές μπορεί να είναι από 100 έως 150 ημέρες, ενώ σε μεγαλύτερα υψόμετρα μπορεί να φτάσει και έως 180 ημέρες. Αυτός ο παράγοντας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν η καλλιέργεια προορίζεται για εμπορική χρήση.
Το τσία είναι φυτό με χαμηλές απαιτήσεις σε ώρες φωτός και γι’ αυτό είναι φυτό της τροπικής και υποτροπικής ζώνης. Επίσης, είναι πολύ ευαίσθητο στον παγετό καθ’ όλη τη διάρκεια ανάπτυξής του, επομένως δεν θα πρέπει να επιλέγονται περιοχές με υψηλή πιθανότητα παγετού. Αναπτύσσεται σε διάφορους τύπους εδαφών αλλά όταν ο στόχος είναι η αυξημένη απόδοση, επιλέγονται τα πηλοαμμώδη εδάφη και τα καλά στραγγιζόμενα αργιλοπηλώδη.
Πριν γίνει η σπορά της καλλιέργειας προτείνεται πρώτα να γίνεται χειμωνιάτικο όργωμα σε μικρό βάθος για τη διαχείριση των ζιζανίων τα οποία αποτελούν σημαντικό εχθρό της καλλιέργειας. Για να γίνει η σπορά καλή πρακτική είναι πριν γίνει προετοιμασία της σποροκλίνης να γίνεται κατεργασία με άροτρο, ώστε να αφρατέψει το έδαφος για καλύτερο αερισμό και αποστράγγιση και στη συνέχεια να γίνει κατεργασία με φρέζα, ώστε να μην υπάρχουν μεγάλα συσσωματώματα. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται σε μεγάλο βαθμό η πιθανότητα να παρασυρθούν οι μικροί σε μέγεθος σπόροι από την απορροή του νερού.
Η σπορά πρέπει να γίνεται επιφανειακά χωρίς να ξεπερνάει τα 10 mm ώστε να μπορέσει να βγει εκτός εδάφους. Ενδεικτικές αποστάσεις φύτευσης μεταξύ των γραμμών είναι 70 με 80 εκατοστά και 600 με 800 γραμμάρια σπόρο στο στρέμμα, με τα 600 γραμμάρια να είναι η επικρατέστερη επιλογή. Μετά τη σπορά πρέπει να γίνεται καλό πότισμα του εδάφους, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί ο σπόρος αλλά με προσοχή ώστε να μην νεροκρατά το έδαφος και μολυνθούν τα νεαρά φυτά. Το φυτό τσία είναι πολύ ανθεκτικό από τη στιγμή που θα βλαστήσει σε μεγάλο εύρος κατακρημνισμάτων.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της καλλιέργειας είναι η ικανοποιητική ανάπτυξή του σε μέτρια γόνιμα εδάφη καθώς και σε όξινα εδάφη με μέτρια ξηρασία. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε λίπανση, μπορεί να αναπτυχθεί και χωρίς να γίνει κάποια επέμβαση αλλά για μερική αύξηση των αποδόσεων μπορεί ο παραγωγός να προσθέσει έως και 10 κιλά αζώτου στο στρέμμα, αφού πρώτα προηγηθεί ανάλυση εδάφους. Συνεπώς, είναι καλλιέργεια χαμηλών εισροών λιπασμάτων.
Στις εμπορικές, βιολογικές καλλιέργειες είναι σημαντική η διαχείριση της γονιμότητας του εδάφους. Η γονιμότητα μπορεί να εξασφαλιστεί με ποικίλους τρόπους. Οι πιο συνήθεις είναι η αμειψισπορά, η χλωρή λίπανση με ψυχανθή, οργανικές ύλες και τα λιπάσματα που δεν διαλύονται στο έδαφος. Η αμειψισπορά επιλέγεται πολύ συχνά καθώς δεσμεύει άζωτο με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται ούτε αζωτούχος λίπανση.
Όσον αφορά την άρδευση, μπορεί το φυτό τσία να έχει ανάγκη από υγρασία για να ξεκινήσει την ανάπτυξή του, αλλά ως ώριμο φυτό δεν ανέχεται τα υγρά εδάφη. Είναι ξηρική καλλιέργεια όταν εξασφαλίζονται 400 με 1000 χιλιοστά βροχής. Εάν δεν μπορούν να εξασφαλιστούν, μπορούν να γίνουν το πολύ 8 ποτίσματα κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου.
Σε εμπορικές καλλιέργειες η συγκομιδή του τσία γίνεται με τη χρήση θεριζοαλωνιστικής μηχανής που έχει τροποποιηθεί μερικώς για να αυξηθούν οι αποδόσεις. Η τροποποίηση που γίνεται κυρίως είναι η μικρή ανύψωση της ανέμης για την αποφυγή καταστροφής των ταξιανθιών στις κορυφές των στελεχών. Ωστόσο, στο φυτό τσία δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα όλες οι ταξιανθίες, με την ταξιανθία του κεντρικού βλαστού να ωριμάζει πρώτη σε σχέση με των πλάγιων. Συνεπώς το μειονέκτημα της μηχανικής συγκομιδής έγκειται στο γεγονός ότι ακόμα και αν γίνει, όταν ωριμάσουν και οι πλάγιες ταξιανθίες θα έχει χαθεί σημαντικό ποσοστό αποδόσεων από την όψιμη συγκομιδή των ταξιανθιών του κεντρικού βλαστού.
Τα ζιζάνια είναι ο σημαντικότερος εχθρός της καλλιέργειας τσία, καθώς η καλλιέργεια τον πρώτο ενάμιση μήνα αναπτύσσεται πολύ αργά και τα ζιζάνια την ανταγωνίζονται έντονα για θρεπτικά στοιχεία, νερό και ήλιο με αποτέλεσμα να μην της επιτρέπουν να αναπτυχθεί. Η αντιμετώπισή τους είναι απαραίτητη έως ότου αναπτυχθεί το φύλλωμά της τόσο ώστε να καλύπτει την επιφάνεια του εδάφους.
Ayerza,R. ,2014. Chia flowering season prediction using day length data of 11 selected locations. Rev. Ind. y Agríc. de Tucumán.
Ayerza,R.,W. Coates, 2005. Chia: Rediscovering a Forgotten Crop of the Aztecs. The University of Arizona Press. Tucson.
Ayerza,R.,W. Coates, 2009a. Influence of environment on growing period and yield, protein, oil and a-linolenic content of three chia (Salvia hispanica L.) selections. Industrial Crops and Products.
Cahill, J.P. 2005. Human Selection and Domestication of Chia (Salvia hispanica L.). Journal of Ethnobiology.
Muñoz, L. A., A. Cobos, O. Diaz, J. M. Aguilera. 2013. Chia Seed (Salvia hispanica): An Ancient Grain and a New Function Food. Food Reviews International.