Η ακτινιδιά κατάγεται από την ορεινή περιοχή της Νοτιοδυτικής Κίνας, από όπου και μεταφέρθηκε στις αρχές του αιώνα στη Νέα Ζηλανδία και από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο. Καλλιεργείται κυρίως στην Κίνα, Ιαπωνία, Ν. Ζηλανδία, ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Ελλάδα. Είναι φυτό πολυετές, φυλλοβόλο, δίοικο και αναρριχώμενο. Αποτελεί μια εξελισσόμενη σε έκταση και παραγωγή καλλιέργεια.
Τα ελληνικά ακτινίδια εξάγονται σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ η Ελλάδα ήταν η δεύτερη σε παραγωγή ακτινιδίων ευρωπαϊκή χώρα για τα έτη 2014 και 2015. Στην Ελλάδα καλλιεργείται στη ζώνη της ροδακινιάς, της ελιάς και σε περιοχές με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες όπως η Άρτα, η Καβάλα, η Λάρισα και σε περιοχές με δενδροκομική παράδοση όπως η Πιερία, η Ημαθία, η Πέλλα.
Η σημαντικότερη ζώνη παραγωγής είναι η Μακεδονία. Εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας στην καλλιέργεια της ακτινιδιάς έχει ξεκινήσει στο νομό Ημαθίας με δειλά βήματα από το 1994, χωρίς, όμως, η παραγωγή των βιολογικών ακτινιδίων σύμφωνα με τον κανονισμό 2092/91 της Ε.Ε., να είναι μια εύκολη υπόθεση.
Η ακτινιδιά ανήκει στην τάξη Theales και στην οικογένεια Actinidiaceae. Υπάρχουν πολλά είδη ακτινιδιάς, σπουδαιότερα είναι τα: A.deliciosa, A. chinensis και A. arguta. Είναι φυτό δικοτυλήδονο και αναρριχόμενο. Μοιάζει με το αμπέλι, οι κληματίδες του όμως περιελίσσονται και αυξάνουν πολύ γρήγορα.
Έχει παρατηρηθεί αύξηση κληματίδας μέχρι και 10cm την ημέρα, η δε ετήσια βλάστηση ξεπερνά τα 3-4m. Τα φύλλα είναι απλά, μεγάλα, στρογγυλωπά και εναλλάσσονται κανονικά. Έχουν χρώμα πράσινο βελούδο και η επάνω επιφάνεια είναι στιλπνή. Το φυτό είναι δίοικο. Τα άνθη φέρονται στις μασχάλες των φύλλων των 5-6 πρώτων γονάτων των κληματίδων του έτους.
Στα θηλυκά δένδρα τα άνθη φέρονται σε ταξιανθία 1-3 ανθέων και καθώς η ταξιανθία εκπτύσσεται μερικά από τα παράπλευρα αναπτυσσόμενα άνθη πέφτουν και έτσι δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχουν άνθη μονήρη, ταξιανθία με 2 άνθη ή και ταξιανθία με 3 άνθη. Τα αρσενικά δένδρα ανθίζουν όπως και τα θηλυκά με τη διαφορά ότι τα άνθη φέρονται 3-5 μαζί σε ταξιανθία και επιπλέον δεν παρατηρείται ανθόπτωση. Έτσι τα αρσενικά δένδρα παράγουν πολύ περισσότερα άνθη από ό, τι τα θηλυκά και φυσικά αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για την επιτυχή επικονίαση-γονιμοποίηση των ανθέων και για την παραγωγή.
Τα άνθη είναι μεγάλα λευκά, φέρουν όλα τα όργανα αλλά μερικά από αυτά είναι ατελή και έτσι το άνθος μορφολογικά είναι ερμαφρόδιτο, λειτουργικά όμως είναι αρσενικό ή θηλυκό. Το άνθος είναι υπόγυνο. Τα αρσενικά δένδρα ανθίζουν νωρίτερα από τα θηλυκά (πρωτανδρία) χωρίς όμως αυτό να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, κατά κανόνα, ικανοποιητικής καρπόδεσης. Είναι εντομόγαμο είδος και η μεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως με την βοήθεια διαφόρων εντόμων καθώς και της μέλισσας, αν και τα άνθη της ακτινιδιάς είναι γνωστό ότι δεν προσελκύουν ιδιαίτερα την μέλισσα.
Ο νεαρός καρπός με τον ποδίσκο του μοιάζει με ποντικό. Ο ώριμος καρπός αποκτά μέγεθος περίπου τόσο όσο και ένα αυγό της κότας, αν και αυτό εξαρτάται από την ποικιλία καθώς και από άλλους παράγοντες. Ο καρπός είναι πολύ μικρού έως πολύ μεγάλου μεγέθους. Εξωτερικά περιβάλλεται από χνούδι, ο φλοιός του είναι καφέ χρώματος. Η σάρκα είναι πράσινου χρώματος και στο εσωτερικό υπάρχει η λευκή καρδιά.
Είναι ράγα, περιέχει πολλά σπέρματα, μικρά, μαύρα, μέχρι και 1500, ακτινωτά τοποθετημένα. Έχει γεύση υπόξινη, αρωματώδη και ευχάριστη όταν είναι καλά ώριμος. Περιέχει μεγάλες ποσότητες βιταμίνης C, ανόργανων αλάτων καθώς επίσης και πρωτεολυτικών ενζύμων που είναι κατάλληλα για την τρυφεροποίηση του κρέατος. Το φυτό αρχίζει να καρποφορεί από το τρίτο έτος (ή και από το δεύτερο αν το θελήσει ο παραγωγό), μπαίνει στην πλήρη καρποφορία στο 5ο ή 6ο έτος και καρποφορεί επί πολλά έτη.
Υπάρχουν πολλά είδη και ποικιλίες ακτινιδιάς. Στο είδος A. Deliciosa (πρασινόσαρκες ποκιλίες) η κύρια ποικιλία που δίνει τη παραγωγή των ακτινιδίων σε παγκόσμια κλίμακα είναι η Hayward. Ο καρπός της έχει μεγάλο μέγεθος και σχήμα ωοειδές. Ο φλοιός έχει χρώμα ανοιχτό καφέ και καλύπτεται από τρίχες.
Η σάρκα είναι πράσινη, με το κεντρικό τμήμα κρεμ-λευκό και γεύση γλυκιά. Ωριμάζει το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου. Σαν φυτό υπολείπεται σε ζωηρότητα και παραγωγικότητα, χαρακτηρίζεται ως μέσης παραγωγικότητας δένδρο, έναντι των άλλων ποικιλιών. Παρουσιάζει το φαινόμενο των πλακέ καρπών (πεταλούδες). Χαρακτηρίζεται ως οψιμανθής και είναι επιδεικτική στους χειρισμούς, μεταφορά και συντήρηση.
Κλιμακτηρικός καρπός πολύ ευαίσθητος στο αιθυλένιο. Θεωρείται ποικιλία εκλεκτής ποιότητας. Εξίσου υπάρχουν και πολλές παραλλαγές και μεταλλάξεις της Hayward. Στο είδος A. Chinensis, οι σπουδαιότερες ποικιλίες είναι οι κιτρινόσαρκες όπως η Zespri Gold, κ.ά., ενώ στις κοκκινόσαρκες ποικιλίες, οι σημαντικότερες είναι οι RedSun και EnzaRed.
Η ακτινιδιά δίνει καρπούς από το 2ο χρόνο της ηλικίας της, αλλά σε πλήρη καρποφορία (μέγιστη απόδοση) μπαίνει από τον 7ο χρόνο. Η απόδοση κατά στρέμμα κυμαίνεται στους 2-4 τόνους. Η παραγωγική ζωή του υπολογίζεται πάνω από 50 χρόνια.
Η ακτινιδιά πολλαπλασιάζεται εγγενώς με σπόρο και αγενώς, με φυλλοβόλα μοσχεύματα και με ιστοκαλλιέργεια.
Με τον εγγενή πολλαπλασιασμό δεν αναπαράγεται πιστά η ποικιλία και τα σπορόφυτα πρέπει να εμβολιαστούν με την επιθυμητή ποικιλία. Τα δενδρύλλια, που παράγονται κατά αυτό τον τρόπο, καθυστερούν να μπουν σε καρποφορία. Ως πιο κατάλληλος θεωρείται ο σπόρος της ποικιλίας Bruno. Οι σπόροι της ακτινιδιάς βλαστάνουν δύσκολα. Ο σπόρος πρέπει αρχικά να στρωματωθεί για 2 τουλάχιστον εβδομάδες σε θερμοκρασία 4-5oC πριν σπαρθεί και στη συνέχεια για να βλαστήσει τοποθετείται σε μεταβαλόμενες θερμοκρασίες μέρας/νύχτας.
Ως πιο κατάλληλες θεωρούνται οι θερμοκρασίες 21oC κατά τη μέρα και 10oC κατά τη νύχτα. Ο σπόρος σπέρνεται σε βάθος 2-3mm και το δοχείο καλύπτεται με πλαστικό για να μην ξεραθεί το υπόστρωμα. Οι σπόροι για να βλαστήσουν χρειάζονται μια χρονική περίοδο 4-6 εβδομάδες. Τα σπορόφυτα μόλις σχηματίσουν το δεύτερο φύλλο μεταφυτεύονται προσεκτικά σε μικρά γλαστράκια με αποστειρωμένο υπόστρωμα. Σαν υπόστρωμα ανάπτυξης μπορεί αρχικά να χρησιμοποιηθεί μίγμα τύρφης και περλίτη σε αναλογία 1:1.
Ο εμβολιασμός της ακτινιδιάς είναι σχετικά απλός. Ως πιο κατάλληλη εποχή εμβολιασμού θεωρείται η άνοιξη όταν αρχίζει να σηκώνει ο φλοιός του υποκειμένου. Εφαρμόζεται ο αγγλικός εμβολιασμός νωρίς την άνοιξη, με εμβόλια που συλλέγονται έγκαιρα (όταν οι οφθαλμοί βρίσκονται σε λήθαργο) και διατηρούνται σε θερμοκρασία 5-7oC, κατάλληλα συσκευασμένα σε σακούλα πολυαιθυλενίου. Κατά τα τέλη του καλοκαιριού (αρχές Σεπτεμβρίου) εφαρμόζεται με επιτυχία η μέθοδος του ενοφθαλμισμού με όρθιο Τ. Τα εμβόλια, μέχρι που να εκπτυχθούν οι οφθαλμοί πρέπει να προστατεύονται με χάρτινες σακούλες ή να σκιάζονται ελαφρά.
Τα ακτινιδιά αγενώς πολλαπλασιάζεται με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα (μη ικανοποιητικό ποσοστό ριζοβολίας), με φυλλοφόρα μοσχεύματα (ικανοποιητικό ποσοστό ριζοβολίας), με μοσχεύματα ριζών, με εναέριες καταβολάδες και με την τεχνική in vitro. Τα ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα πρέπει να συλλέγονται κατά τα τέλη φθινοπώρου ή κατά τα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης πάντοτε πριν από την έκπτυξη των φύλλων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να έχουν μήκος περίπου 20cm. Τα φυλλοφόρα μοσχεύματα συλλέγονται κατά τη βλαστική περίοδο (τέλη Ιουνίου με αρχές Οκτωβρίου). Τα μοσχεύματα για να ριζοβολήσουν χρειάζονται μια περίοδο περίπου 8 εβδομάδων. Οι μέθοδοι πολλαπλασιασμού με μοσχεύματα ριζών και με εναέριες καταβολάδες δε συνηθίζονται. Η τεχνική in vitro έχει δώσει πολύ καλά αποτελέσματα.
Η ακτινιδιά είναι φυτό δίοικο και εντομόφιλο. Για να εξασφαλιστεί ικανοποιητική σοδειά, είναι αναγκαία η φύτευση στον ακτινιδεώνα αρσενικών και θηλυκών φυτών, σύγχρονης άνθησης. Τα αρσενικά φυτά συνήθως διαμορφώνονται υψηλότερα από τα θηλυκά, για λόγους που σχετίζονται με την καλή επικονίαση των ανθέων. Χρειάζεται εντομοεπικονίαση, για την παραγωγή καρπών εμπορεύσιμου μεγέθους.
Τα άνθη της ακτινιδιάς δεν είναι και τόσο ελκυστικά στα έντομα (δεν εκκρίνουν νέκταρ και η γύρη τους απελευθερώνεται σε ξηρά συσσωματώματα, που συλλέγονται δύσκολα από τις μέλισσες). Η γύρη της ακτινιδιάς είναι πιο ελκυστική στις μέλισσες, όταν είναι υγρή είτε το πρωί όταν έχει διαβραχεί από τη δροσιά ή μετά από βροχή. Τα θηλυκά άνθη μπορούν να επικονιαστούν και να καρποδέσουν για 7-9 ημέρες μετά το άνοιγμά τους.
Τα άνθη αυτά αν και τα επισκέπτονται μέλισσες είναι λιγότερο ελκυστικά. Όταν οι κλιματικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, μεγάλες ποσότητες γύρης μπορεί να μεταφερθούν με τον άνεμο. Το άνθος όταν επικονιαστεί, τα στίγματά του συνήθως καφετιάζουν και μαραίνονται, ενώ στα μη επικονιασθέντα άνθη γενικά παραμένουν λευκά, με τα στίγματα αμετάβλητα. Τα αρσενικά φυτά παράγουν ζωτική γύρη μόνο για 2-3 ημέρες μετά την άνθηση. Τα πιο κατάλληλα έντομα σε ότι αφορά τη μεταφορά της γύρης είναι οι μέλισσες και οι βομβύνοι. Οι βομβύνοι είναι πιο αποτελεσματικοί από τις μέλισσες γιατί μεταφέρουν περισσότερη γύρη σε κάθε επίσκεψη άνθους.
Συνιστάται η τοποθέτηση μελισσοκυψελών μέσα στον ακτινιδεώνα. Ο χρόνος και η διάρκεια άνθησης των θηλυκών και αρσενικών ποικιλιών της ακτινιδιάς ποικίλλει από ποικιλία σε ποικιλία. Η συνάνθηση των θηλυκών και αρσενικών φυτών είναι επιτακτική ανάγκη, αν λάβουμε υπόψη ότι τα θηλυκά άνθη είναι ελκυστικά τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά το άνοιγμά τους και τα αρσενικά άνθη απελευθερώνουν ζωτική γύρη σε περιορισμένη χρονική περίοδο παρόμοιας διάρκειας.
Η ποσότητα και η ζωτικότητα της γύρης των διαφόρων αρσενικών κλώνων ποικίλλει από κλώνο σε κλώνο. Για την εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής σοδειάς, η σχέση θηλυκών προς αρσενικών φυτών πρέπει να είναι 7:1. Οι γυρεόκοκκοι βλαστάνουν μέσα σε 7 ώρες από τη στιγμή που πέσουν στο στίγμα και τα πιο πόλλα άνθη έχουν γονιμοποιηθεί εντός 40-70 ωρών μετά την επικονίαση. Η γύρη της ακτινιδίας συλλέγεται εύκολα από άνθη λίγο πριν από το διαχωρισμό των πετάλων τους.
Μετά τη συλλογή αποκόποτονται οι ανθήρες και αποξηραίνονται σε θερμοκρασία 30oC ή σε 25oC και σχετική υγρασία 50-70% (πάνω σε λευκό γυαλιστερό χαρτί). Ακολούθως, τοποθετείται σε γυάλινο βάζο με SiO2 και διατηρείται σε θερμοκρασία -20oC. Μπορεί κατά αυτό τον τρόπο να διατηρήσει τη ζωτικότητά της για 2 χρόνια. Η γύρη βλαστάνει εύκολα με τη μέθοδο της κρεμαστής σταγόνας, σε υπόστρωμα σακχαρόζης 10% με βορικό οξύ (10ppm) και σε θερμοκρασία 25oC.
Το αραίωμα των καρπών έχει ως στόχο την παραγωγή καρπών επιθυμητού και εμπορεύσιμου μεγέθους. Το αραίωμα πρέπει να λαμβάνει χώρα νωρίς τον Ιούνιο καθώς οι καρποί μεγαλώνουν ταχύτατα τις πρώτες 40-50 ημέρες από στιγμή άνθισης. Αυτό συμβαίνει συνήθως στις ποικιλίες Monty (που παράγει μικρούς καρπούς), Abbott (έχει 3 καρπούς συνήθως κατά ταξικαρπία και με το αραίωμα απομακρύνονται οι 2 στα πλάγια και μένει ο μεσαίος) και Hayward, και στις Bruno μόνο αν φέρουν μεγάλο φορτίο ή τα φυτά είναι αδύναμα.
Για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ωριμότητας των καρπών κατά την συγκομιδή, ως κριτήριο ωριμότητας χρησιμοποιείται η περιεκτικότητα του χυμού σε διαλυτά στερεά (μέτρηση με διαθλασίμετρο), η συνεκτικότητα της σάρκας που μετριέται με ειδικό όργανο (pressure tester-plumger tip 8mm) σε Kg/cm2 (3-4Kg/cm2) και ο αριθμός των μερών από την πλήρη άνθηση (180-200 μέρες). Ως ελάχιστη τιμή των διαλυτών στερεών κατά την ωρίμανση, θεωρείται το ποσοστό 7-8%.
Η μέτρηση πρέπει να γίνεται στους καρπούς που είναι υγιείς, εντός μιας ώρας από την στιγμή αποκοπής τους από το φυτό (κλιμακτηριακός καρπός). Η μέτρηση για να είναι σωστή και έγκυρη, θα πρέπει από κάθε ποικιλία να λαμβάνεται ένα δείγμα 10 καρπών. Θεωρείται ως το πιο αξιόπιστο κριτήριο. Πολλές φορές οι παραγωγοί προχωρούν σε πρόωρη συγκομιδή καρπών, λόγω του κινδύνου των πρώιμων παγετών.
Δυστυχώς, οι καρποί αυτοί στερούνται γεύσης, γίνονται μαλακοί με αργό ρυθμό και γενικά ζαρώνουν. Αν δε γίνει η συγκομιδή τους αργότερα, τότε θα μαλακώσουν, θα διατρέξουν κίνδυνο να ζημιωθούν από το ενδεχόμενο ενός παγετού (και ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η ποιότητά τους) και θα μειωθεί η ικανότητα τους να συντηρηθούν.
Η ακτινιδιά ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα και θερμό υγρό καλοκαίρι. Το ενήλικο δέντρο κατά τη ληθαργική περίοδο ανέχεται θερμοκρασία μέχρι -6 έως -9oC . Κατά το φούσκωμα των οφθαλμών αρχικά και αργότερα, όταν αρχίσει η έκπτυξη της βλάστησης (νωρίτερα από το αμπέλι) η αντοχή της μειώνεται. Θερμοκρασίες -1,5oC για 30' ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική ζημιά.
Τα άνθη δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να ζημιωθούν από παγετό, γιατί η ανθοφορία επισυμβαίνει κατά τα μέσα Μαΐου. Οι ανάγκες της σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών είναι σχετικά μικρές (500-700 ώρες κάτω από 7oC). Δεν ανέχεται ισχυρούς ανέμους στις αρχές της βλαστικής περιόδου, γιατί προκαλούν σοβαρά σπασίματα στους νεαρούς βλαστούς και φυλλόπτωση. Η ζημιά είναι πιο έντονη στις παραθαλάσσιες ανεμόπληκτες περιοχές. Συνιστάται η δημιουργία φυτυφραχτών για την προστασία της καλλιέργειας.
Η ακτινιδιά ευδοκιμεί σε εδάφη αργιλλοπηλώδη, βαθιά, πλούσια σε οργανική ουσία, με καλή αποστράγγιση, μικρή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο και pH 5,5-7. Σε εδάφη με pH μικρότερο του 5 και μεγαλύτερο του 7 ενδέχεται να εκδηλωθούν τροφοπενιακά προβλήματα μικροστοιχείων. Καλά προσαρμόζεται στα ελαφρά και χαλικώδη εδάφη, αλλά με επαρκές πότισμα, καθώς και με την παροχή ανόργανων και οργανικών λιπάνσεων. Δε θεωρουνται κατάλληλα τα πηλώδη, τα αργιλλώδη, τα πολύ ασβεστώδη και με κακή αποστράγγιση εδάφη.
Η ακτινιδιά απαιτεί κλίμα με σταθερή υγρασία, ειδικά στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους, όπου κατανέμονται οι περισσότερες ρίζες, αλλά σε μια ποσότητα που να μην προκαλεί προβλήματα ασφυξίας στο ριζικό σύστημα. Έτσι από τον 1ο χρόνο και καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του, είναι απαραίτητο να γίνονται συχνά ποτίσματα, ίσως και ανά 2 ημέρες, κατά την περίοδο βλάστησης και κυρίως κατά την καρπόδεση καθώς και σε όλη τη περίοδο αύξησης του καρπού, προσφέροντας κάθε χρόνο τουλάχιστον 700-800mm νερού κατά μονάδα επιφάνειας με πότισμα.
Η λειψυδρία την άνοιξη προκαλεί συστροφή στα φύλλα που είναι νεαρά, με περιφερειακό κάψιμο, ενώ το καλοκαίρι αργά παρατηρείται φυλλόπτωση που είναι πρόωρη και έχουμε αναστολή ανάπτυξης του καρπού. Η φυλλόπτωση μπορεί να είναι αποτέλεσμα ισχυρών ανέμων, λόγω της έντονης διαπνοής των φύλλων. Το πόσο συχνά γίνεται το πότισμα εξαρτάται από την υδατοϊκανότητά του εδάφους καθώς και από τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες.
Όταν δεν βρέχει, είναι απαραίτητα 2 ποτίσματα την εβδομάδα. Η περιεκτικότητα του νερού που προορίζεται για πότισμα σε ολικά άλατα πρέπει να είναι μικρότερη από 700ppm όταν αυτό γίνεται με αυλάκια και μικρότερη από 300ppm όταν γίνεται με το σύστημα στάγδην.
Η βασική λίπανση του αζώτου γίνεται με διασπορά και ενσωμάτωση του στο έδαφος περίπου στα μέσα Φεβρουαρίου. Σε κάποιες περιοχές μπορεί να ξεκινήσει από τα τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Σε ό,τι αφορά την επιφανειακή λίπανση του αζώτου, γίνεται εφαρμογή του επιφανειακά σε δύο ισόποσες δόσεις.
Η 1η δόση γίνεται ένα μήνα πριν την πλήρη άνθιση και η 2η μετά από την καρπόδεση. Ο φώσφορος προστίθεται ολόκληρος κατά την βασική λίπανση, ιδανικά στο τέλος του φθινοπώρου (ή αν υπάρχει ανάγκη και τέλος χειμώνα). Αφού αναμειχθεί με κοπριά, ενσωματώνεται στο έδαφος σε βάθος τουλάχιστον 20 cm. Εφαρμόζεται κατά μήκος της γραμμής φύτευσης και σε απόσταση περίπου 50 cm από τον κορμό. Η προτεινόμενη δόση ισχύει μετά από την ασβέστωση, που καλό θα ήταν να έχει προηγηθεί τουλάχιστον 6 μήνες πριν. Το κάλιο προστίθεται κατά το στάδιο της βασικής λίπανσης.
Η κρυσταλλική μορφή μπορεί να δοθεί και με το σύστημα της στάγδην άρδευσης. Η χορήγηση του ασβεστίου γίνεται μέσα φθινοπώρου, τουλάχιστον 6 μήνες πριν την εγκατάσταση της καλλιέργειας και προτού συμβεί οποιαδήποτε λίπανση, με ομοιόμορφη διασπορά και καλή ενσωμάτωση στο έδαφος, σε βάθος 20 cm. Σε περίπτωση που στο έδαφος υπάρχει εμφάνιση υψηλών τιμών pH ή και ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) μπορεί να προκληθούν τροφοπενίες στα δένδρα. Στην περίπτωση αυτή συνιστάται έλεγχος με φυλλοδιαγνωστική ανάλύση στα μέσα της περιόδου βλάστησης (Αύγουστος - Σεπτέμβριος) για να αντιμετωπιστούν τυχόν ελλείψεις με ψεκασμούς, αλλά πρέπει να επιλεχθούν και οι κατάλληλες ποικιλίες/υποκειίμενα.
Η χορήγηση του μαγνησίου γίνεται κατά την βασική λίπανση και πριν γίνει η εγκατάσταση των δέντρων με καλή διασπορά και ενσωμάτωση στο έδαφος, μαζί με τα άλλα βασικά λιπάσματα. Η χορήγηση του σιδήρου εφαρμόζεται τέλος χειμώνα (στο δεύτερο 15ήμερο του Φεβρουαρίου), με ελαφριά ενσωμάτωση στο έδαφος ή μέσω του συστήματος της στάγδην άρδευσης, πριν την έναρξη της βλαστικής περιόδου, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Σε περίπτωση που διαγνωστεί έλλειψη, γίνεται διαφυλλική λίπανση με χηλικό σίδηρο κατά την περίοδο της έντονης βλάστησης την άνοιξη, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή και πάλι. Η χορήγηση του ψευδάργυρου γίνεται και αυτή τέλος χειμώνα (το δεύτερο 15ήμερο του Φεβρουαρίου) με ελαφρά ενσωμάτωση στο έδαφος ή μέσω του συστήματος στάγδην άρδευσης λίγο πριν ή με την εγκατάσταση της καλλιέργειας. Αν τα αποτελέσματα της ανάλυσης του εδάφους δείξουν ανεπάρκεια στο συγκεκριμένο στοιχείο, συνιστάται να προστεθεί κοπριά κάθε 2-3 έτη. Σε περίπτωση που διαγνωστεί έλλειψη ψευδαργύρου όταν έχουμε ικανοποιητική ανάπτυξη του φυλλώματος, θα πρέπει να γίνει διαφυλλική λίπανση με χηλικό ψευδάργυρο την άνοιξη, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Η χορήγηση μαγγανίου εφαρμόζεται τέλος του χειμώνα, ενσωματώνοντας το στο έδαφος σε λωρίδες κατά μήκος και κοντά στην γραμμή των δέντρων ή μέσω του συστήματος στάγδην άρδευσης. Σε περίπτωση που υπάρχει μεγάλη έλλειψη του στοιχείου αυτού όταν το δέντρο είναι στο στάδιο ικανοποιητικής ανάπτυξης του φυλλώματος του, μπορεί να χρειαστούν και διαφυλλικοί ψεκασμοί με χηλικό μαγγάνιο (Μn-EDTA 15%), σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή και πάλι.
Η χορήγηση χαλκού εφαρμόζεται τέλος χειμώνα, ενσωματώνοντας το στο έδαφος ή μέσω του συστήματος στάγδην άρδευσης πριν την έναρξη της βλάστησης. Σε περίπτωση που η επάρκεια του χαλκού είναι χαμηλή κατά την πρώτη περίοδο βλάστησης, συνιστάται φυλλοδιαγνωστική ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν προβλήματα τροφοπενίας και ο παραγωγός θα πρέπει να προβεί στη λύση της διαφυλλικής λίπανσης με χηλικό χαλκό την άνοιξη, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Το βόριο αποτελεί επίσης ένα στοιχείο απαραίτητο στην ακτινιδιά και η εφαρμογή του γίνεται στο έδαφος νωρίς την άνοιξη, το αργοτέρο μία εβδομάδα πριν την άνθηση. Η αποφυγή της πολύ πρώιμης εφαρμογής είναι απαραίτητη γιατί οδηγεί σε απώλειες λόγω της έκπλυσης. Στην περίπτωση διάγνωσης τροφοπενίας στο στοιχείο αυτό, συνιστάται φυλλοδιαγνωστική και εφαρμογή 1-3 ψεκασμών πριν ή μετά την άνθηση, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή (συνήθης συγκέντρωση 0,5% βορικό κάλιο). Εάν χρειαστεί, γίνεται επανάληψη του ψεκασμού το φθινόπωρο, ένα μήνα πριν την έναρξη φυλλόπτωσης (αρχές Οκτωβρίου) με ισχυρή συγκέντρωση βορικού καλίου ή βόρακα 0,3%. Στην περίπτωση συγκέντρωσης υψηλής ποσότητας βορίου στο έδαφος, θα πρέπει να αποφεύγονται τα βοριούχα λιπάσματα ή ζιζανιοκτόνα και γίνει έλεγχος της συγκέντρωσης βορίου στο αρδευτικό νερό. Επίσης, συνιστάται έκπλυση με νερό άρδευσης καλής ποιότητας (Β<0,5mg/L).
Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός ακτινιδεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων.
Συνιστάται κατά τη προετοιμασία η προσθήκη 4-6 τόνων κοπριάς, 25-35Kg υπερφωσφορικού και 25-35Kg θειϊκού καλίου. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται με μπάλα χώματος και χρονικά από τον Νοέμβριο μέχρι αργά την άνοιξη. Σε παγετόπληκτες περιοχές συνίσταται να φυτεύονται μετά τη διέλευση των παγετών.
Η καλλιέργεια του εδάφους πρέπει να είναι επιφανειακή, γιατί η ακτινιδιά έχει επιπόλαιο ριζικό σύστημα. Συνιστάται η χρησιμοποίηση μόνιμου χλοοτάπητα (αγρωστώδη ή ψυχανθή), αλλά οι συνήθεις λιπάνσεις, ιδιαίτερα του αζώτου και οι αρδεύσεις πρέπει να αυξηθούν, για να αναπληρωθούν οι απώλειες σε λιπαντικά στοιχεία και νερό που απορροφώνται από τον χλοοτάπητα. Ο χλοοτάπητας θα πρέπει να κουρεύεται συχνά, κυρίως κατά την άνοιξη (περίοδος παγετών) και κατά την επικονίαση (για να προσελκύει μέλισσες).
Η ακτινιδιά φυτεύεται κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης της ακτινιδιάς, ανάλογα με το σύστημα μόρφωσης είναι οι εξής:
1. Γραμμοειδές: Μεταξύ των γραμμών 4-5m και επί της γραμμής 6-7m
2. Ημικρεββατίνα: Μεταξύ των γραμμών 5-5,5m και επί της γραμμής 6-6,5m
3. Κρεββατίνα: Μεταξύ των γραμμών 4-5,5m και επί των γραμμών 5,5m
Το φυτό αρχίζει να αναπτύσσεται την άνοιξη και καθώς αυξάνει σε ύψος περίπου ενός μέτρου σταματάει η αύξηση σε ύψος κόβοντας την κορυφή του φυτού. Το φυτό φωτοσυνθέτει και το ριζικό του σύστημα αναπτύσσεται. Τα φυτά δέχονται όλες τις περιποιήσεις πότισμα, λίπανση, βοτάνισμα.
Την επόμενη άνοιξη το φυτό κλαδεύεται χαμηλά και πλάγιοι ζωηροί βλαστοί εκπτύσσονται. Από αυτούς επιλέγουμε 1-2, του πιο ζωηρούς, και αυτοί ή αυτός θα αποτελέσει τον κορμό του δένδρου. Καθώς ο βλαστός αυξάνει όταν φθάσει στο σύρμα αν επιλέξουμε το σχήμα Γ οδηγείται δεξιά ή αριστερά, αν είναι να εφαρμοστεί το Τ διακλαδίζεται, αριστερά-δεξιά.
Τα πιο δημοφιλή σχήματα διαμόρφωσης του ακτινιδίου είναι το γραμμοειδές (κορδόνι), η ημικρεβατίνα και η κρεββατίνα ή πέργολα. Τα σχήματα αυτά χρειάζονται ειδική υποστήριξη με μόνιμους πασσάλους και χονδρά σύρματα. Επί πλέον, κάθε φυτό πρέπει να φυτευθεί μεταξύ δύο πασσάλων για καλύτερο καταμερισμό του φορτίου, όταν φορτωθούν με καρπούς.
Ημικρεβατίνα:
Το φυτό αναπτύσσεται ως μονόκορμο ή δίκορμο, και όταν φθάσει στο ύψος των συρμάτων τότε διακλαδίζεται. Το σχήμα αυτό μπορεί να σχηματιστεί από μια μόνον παραγωγική μονάδα βλάστησης, που να είναι στηριγμένη σε σύρμα και σε ύψος 1,80-2m από το έδαφος. Στο ύψος αυτό και σε απόσταση 80-100cm από το κεντρικό σύρμα, και προς τις δύο πλευρές του, τοποθετούμε 2-4 σύρματα, που προσδένονται σε ισχυρά οριζόντια δοκάρια.
Κρεβατίνα:
Στη διαμόρφωση του σχήματος αυτού το φυτό πρέπει να έχει δύο κορμούς και πολλούς οριζόντιους κλάδους (κορδόνια) από τους οποίους θα αναπτυχθούν βλαστοί, που θα σχηματίσουν τους καρποφόρους κλάδους. Οι καρποφόροι αυτοί βλαστοί απλώνονται πάνω από τα σύρματα και υποβαστάζονται από αυτά. Οι βλαστοί πρέπει να αραιώνονται σε απόσταση μεταξύ τους 20-30cm και να αφαιρούνται όλοι οι υπόλοιποι βλαστοί που τους ανταγωνίζονται.
Το κλάδεμα καρποφορίας είναι πολύ μεγάλης σημασίας εργασία και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται σωστά και κάθε χρόνο. Με το κλάδεμα καρποφορίας επιδιώκεται η εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής για τη συγκεκριμένη χρονιά, αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία νέας βλάστησης που θα φέρει την καρποφορία της επόμενης χρονιάς. Το κλάδεμα καρποφορίας αρχίζει ουσιαστικά μετά το τρίτο ή τέταρτο έτος που έχει τελειώσει η διαμόρφωση του σχήματος. Το κλάδεμα καρποφορίας μπορεί να είναι πολύ μακρύ, μακρύ ή βραχύ.
Η συγκομιδή των ακτινιδίων πρέπει να γίνεται με ελαφρύ τράβηγμα του καρπού μέχρι να γίνει η αποκοπή του από τον ποδίσκο του, που παραμένει στον κλάδο, ή να αποκοπεί ο ποδίσκος, με ψαλίδα πολύ κοντά στον καρπό. Συλλέγεται προσεκτικά με τα χέρια και η περίοδος συγκομιδής τους ξεκινάει περίπου τέλη Οκτωβρίου αφού έχουν εξασφαλίσει τον κατάλληλο βαθμό ωριμότητας (6,2oBrix). Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την ημερομηνία απαγορεύεται η συγκομιδή ακτινιδίων κάτω από αυτό το όριο (6,2oBrix).
Για την διάθεση των ακτινιδίων σε όλα τα άλλα στάδια εμπορίας που ακολουθούν το στάδιο τυποποίησης-συσκευασίας, της εισαγωγής και της εξαγωγής, θα πρέπει αυτά να έχουν αποκτήσει τουλάχιστον 9,5ο Brix.
Οι καρποί του ακτινιδίου μπορούν να συντηρηθούν πάνω από 6 μήνες, αν τοποθετηθούν σε ψυκτικούς χώρους μέσα σε 24 ώρες από τη στιγμή της συλλογής τους, με θερμοκρασία 0oC και σχετική υγρασία 95%. Απαιτείται συσκευασία σε κιβώτια μιας στρώσης, που καλύπτονται με φύλλα πολυαιθυλενίου, ώστε να μη χαθεί νερό και ζαρώσουν κατά την περίοδο μακράς συντήρησης. Η Hayward μπορεί να συντηρηθεί έως 5-6 μήνες.
Όπως όλα τα φυτά έτσι και η ακτινιδιά έχει τους εχθρούς της και τις ασθένειες.
Μύκητες:
Νηματώδεις:
Οι νηματώδεις αποτελούν συνήθως πρόβλημα σε αμμώδη εδάφη. Τοπική εφαρμογή νηματωδοκτόνων λύνει μερικώς το πρόβλημα. Καλό είναι να μην καλλιεργείται το έδαφος διότι έτσι μεταφέρουμε τους νηματώδεις σε όλο το κτήμα. Κάθε γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται να πλένεται πριν εισέλθει στον οπωρώνα.
Βαμβακάδα:
Το κοκκοειδές αυτό (Pseudaulacaspis pentagona) είναι ο σοβαρότερος εχθρός και προσβάλλει τον κορμό, τα κλαδιά και τους καρπούς, είτε ως θηλυκό ακμαίο που είναι σκεπασμένο με προστατευτικό κάλυμμα, είτε ως νυμφικό στάδιο του αρσενικού το οποίο επίσης φέρει ένα επίμηκες ασπίδιο. Πολλαπλασιάζεται με μεγάλη ταχύτητα και έχει τρεις γενιές το έτος. Το έντομο απορροφάει χυμούς από το φυτό και προκαλεί την εξασθένησή του έως και την ξήρανση κληματίδων. Προκαλεί επίσης προσβολές στους καρπούς.
Φυτοφθόρα:
Σοβαρό πρόβλημα της ακτινιδιάς σε υγρά – κακώς αεριζόμενα εδάφη αποτελεί η φυτοφθόρα, που προσβάλλει το λαιμό του δένδρου. Όταν παρατηρείται προσβολή από φυτοφθόρα καλό είναι να εφαρμόζεται ξελάκκωμα των δένδρων το φθινόπωρο και να εφαρμόζεται γαλαζόπετρα ή βορδιγάλλειος πολτός με βούρτσα έτσι ώστε το υγρό να φθάσει μέχρι το ριζικό σύστημα του δένδρου. Επίσης υπάρχουν πολλά και καλά φάρμακα για την καταπολέμηση της φυτοφθόρας (ridomil, aliette).
Αρμιλλάρια:
Προκαλεί σηψηριζίες. Σε αρκετούς οπωρώνες ακτινιδιάς παρατηρείται προσβολή των δένδρων από τος μύκητες (alternatia και stemphyllium) με τραγικές συνέπειες στη βλάστηση και την καρποφορία. Τα συμπτώματα είναι κηλίδωση ή περιφερειακό κάψιμο των φύλλαων, πρόωρη φυλλόπτωση, μικρό μέγεθος καρπών, ηλιόκαμα και φυσικά μειωμένη έως μηδενική εμπορική αξία των καρπών. Τα εγκεκριμένα φάρμακα για την ακτινιδιά Propineb, Iprodione, καταπολεμούν την ασθένεια.
Βοτρύτης:
Από τους μύκητες ο βοτρύτης αποτελεί πρόβλημα κυρίως κατά τη συντήρηση των καρπών. Η προσβολή προκαλεί σημαντικές απώλειες στα ψυγεία όταν ο καιρός κατά την περίοδο συγκομιδής είναι βροχερός. Η προσβολή γίνεται στο χωράφι ακόμη όταν ο καρπός είναι μικρός και τα κονίδια του μύκητα εγκαθίστανται στα σέπαλα.
Κατά την είσοδο του καρπού στο ψυγείο εισάγεται και το μόλυσμα. Όταν ο καρπός αρχίσει να μαλακώνει τότε προσβάλλεται από το μύκητα στην περιοχή του ποδίσκου. Στη συνέχεια ο καρπός σχηματίζει σημαντικές ποσότητες αιθυλενίου και φυσικά επέρχεται το μαλάκωμα των καρπών με τραγικές συνέπειες για τον παραγωγό ή τον έμπορα. Εφαρμογή όζοντος στο ψυγείο σε συγκέντρωση 0,3 ppm ελέγχει την ασθένεια και το αιθυλένιο.
Βακτήρια:
Crown gall:
Προκαλεί τον καρκίνο των ριζών
Bacterial blight:
Προσβάλλει τα κλειστά άνθη (πέταλα) αλλά με βροχερό καιρό μπορεί να προσβάλλει και τα φύλλα.
PSA – Ψευδομονάδα:
Πολύ επικίνδυνη ασθένεια, έχει εντοπιστεί και στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει ανθεκτική ποικιλία. Προσβάλλει τον κορμό, τους βλαστούς, τα φύλλα και τελικά το δένδρο πεθαίνει. Κόκκινο υγρό εξέρχεται από τις πληγές του δένδρου.
Η ακτινιδιά είναι από τα λίγα οπωροφόρα που μπορεί να καλλιεργηθεί και να παραχθούν καρποί χωρίς καμία επέμβαση με φάρμακα ή με πολύ περιορισμένη χρήση. Έτσι δίνεται η δυνατότητα παραγωγής βιολογικών ακτινιδίων ή με το σύστημα της ολοκληρωμένης διαχείρισης (ΣΟΔ).
Για την καταπολέμηση των εχθρών και ασθενειών της ακτινιδιάς πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικό πρόγραμμα ψεκασμών σύμφωνα με τις γεωργικές προειδοποιήσεις του ΥΠΑΑΤ.
Βιβλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.
Ειδική δενδροκομία Τόμος II, "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.