Ο όρος εσπεριδοειδή αναφέρεται σε μία ομάδα φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρυτοειδή. Συγκεκριμένα, τα εσπεριδοειδή ή ξινόδεντρα ανήκουν στην οικογένεια των Aurantiacceae ή Hesperideae και από τα γένη της οικογένειας αυτής μας ενδιαφέρει, περισσότερο το γένος Citrus. Καλλιεργούνται στις τροπικές ή ημιτροπικές καθώς και στις εύκρατες χώρες. Τα φύλλα και τα άνθη τους μυρίζουν όμορφα και τα είδη των εσπεριδοειδών που καλλιεργούνται μπορούν να καταταχθούν με βάση το χρώμα του καρπού. Συγκεκριμένα, με χρώμα καρπού πορτοκαλί (εκτός από τη Φράπα), και με το φλοιό τους να αποσπάται από τη σάρκα, είναι: η Πορτοκαλιά (Citrus sinensis), η Μανταρινιά (Citrus nobilis), η Νεραντζιά ή Κιτρομηλιά, η Φράπα και η Περγαμοντιά. Περιλαμβάνει, επίσης, φυλλοβόλα εσπεριδοειδή όπως την Ιαπωνική ή τρίφυλλη πορτοκαλιά, με καρπό που δεν τρώγεται αλλά το είδος χρησιμοποιείται ως υποκείμενο.
Τα εσπεριδοειδή είναι καλλιέργεια με μεγάλη οικονομική σημασία, καθώς αποτελούν της κύρια καλλιέργεια πολλών περιοχών της χώρα μας και η παραγωγή εσπεριδοειδών κατ’ έτος καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μετά την ελιά. Ο κύριος όγκος της παραγωγής εντοπίζεται σε ορισμένες κυρίως περιοχές, όπως Αργολίδα, Άρτα, Λακωνία, Χανιά, Κορινθία, Ηλεία, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία, Μεσσηνία, Τροιζηνία, κ.ά..
Βασικό στοιχείο της καλλιέργειας στη χώρα μας είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσπεριδοειδών αποτελείται από ντόπιες ή εισαχθείσες αλλά παλιές ποικιλίες που παράγουν προϊόντα κατώτερης ποιότητας. Επιπλέον, οι ποικιλίες που καλλιεργούνται σε μεγαλύτερη έκταση ωριμάζουν σχεδόν ταυτόχρονα την παραγωγή τους, στο μέσο σχεδόν της εμπορική περιόδου και τα προϊόντα τους πρέπει να διατεθούν στην αγορά σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτά είναι τα βασικά μειονεκτήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη διάθεση της παραγωγής κάθε χρονιά και γι' αυτό θα πρέπει να εφαρμοσθεί αναδιάρθρωση των υπαρχόντων ποικιλιών.
Πρόκειται για θάμνους ή δέντρα με ύψος 5-15μ., με αγκαθωτούς βλαστούς και φύλλα κατ’ εναλλαγή. Τα περισσότερα εσπεριδοειδή είναι αειθαλή, αλλά υπάρχουν και φυλλοβόλα που αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Τα φύλλα φέρουν ελαιογόνους αδένες, όπως και ο φλοιός του καρπού. Επίσης, τα φύλλα είναι απλά ή φέρουν πτερύγιο, μονήρη ή σύνθετα και το άνθος των εσπεριδοειδών είναι υπόγυνο, με 20-40 στήμονες, 5 σέπαλα και 5 πέταλα λευκά ή λευκοιώδη.
Η ωοθήκη είναι πολύχωρος, 6-14 καρπόφυλλα. Τα άνθη των εσπεριδοειδών είναι κυρίως ερμαφρόδιτα, επίγυνα, αυτογόνιμα ή σταυρογόνιμα, με ωραίο άρωμα και είναι μεμονωμένα ή σε ταξιανθίες κορύμβου. Ο καρπός είναι εσπερίδιο, είδος ράγας, στρογγυλό-επίμηκες, μήκους 4-30cm και διάμετρο 4-20cm. Έχει φλοιό που αποτελείται από το δερματώδες έγχρωμο και λευκό εσωτερικό στρώμα σα βαμβάκι από κυτταρίνη (albedo) – εξωκάρπιο που περιβάλλει τα καρπόφυλλα (εδώδιμο εσωκάρπιο), ο αριθμός των οποίων εξαρτάται από το είδος.
Ο καρπός είναι σπερμοφόρος ή άσπερμος και διακρίνεται από το χαρακτηριστικό χρώμα (καροτενοειδή) και άρωμά του. Ο χυμός είναι πλούσιος σε κιτρικό οξύ, στο οποίο οφείλεται η καυστική του γεύση, ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C), καροτενοειδή (β-καροτένιο-προβιταμίνη Α), ουσίες που προσδίδουν πικράδα (λιμονίνη, ναριγκίνη) και ανάλογα με το είδος, σάκχαρα και ανθοκυάνες (αιματόσαρκα). Το γένος Citrus έχει μεγάλη εμπορική αξία, καθώς πολλά από τα είδη ανήκουν σε αυτό, και καλλιεργούνται για τον εδώδιμο καρπό που καταναλώνεται νωπός, για την παραγωγή χυμού, γλυκισμάτων, ζαχαροπήκτων, αιθέριων ελαίων, κ.λπ..
Ο όρος tangerine χρησιμοποιείται κυρίως στις Η.Π.Α. για τις ποικιλίες μανταρινιάς, στην Αυστραλία και Κίνα για εκείνες μόνο των οποίων οι καρποί είναι βαθιά χρωματισμένοι.
Κοινό μανταρίνι (Citrus reticulata Blanco):
Εδώ ανήκουν οι ποικιλίες Τύπου Clementine (Κλημεντίνη): Arrufatina, Bekria, Esbal. Fina, Guillermina, κ.ά., «Dancy» tangerine, Ponkan (Nangpur Santra ή Warnurco ή «Honey» orange) και άλλες ποικιλίες να είναι Cravo, Ellendale, Encore, Fairchild, Fortune, κ.ά.
Ομάδα Satsuna:
Εδώ οι ποικιλίες χωρίζονται ανάλογα με την πρωιμότητά τους σε 5 κατηγορίες. Οι πλέον γνωστές είναι οι Ιαπωνικές (Unshiu) ποικιλίες.
Ομάδα Κλημεντίνης (Clementine):
Υπερ-πρώιμες ποικιλίες Marisol, υποκείμενα Carrizo Citrange, Citrumelo 1452, Tangelo Orlando και η Caffin στο υποκείμενο Citrumelo 1452, οι πρώιμες ποικιλίες De Nulles, SRA63 και Πόρου στα υποκείμενα Carrizo Citrange, Citrumelo 1452 και Tangelo Orlando
Μεσογειακή μανταρινιά ή Willow leaf mandarin:
Καλύμνου, Χίου, Χανίων και άλλες ντόπιες, όπως και Avana di Palermo, Avana di Paterno και Tardivo di Ciaculi
King mandarin
Υβρίδια μανταρινιάς ή μανταρινοειδή:
Φυσικά υβρίδια (Hassaku, Iyokan, Natsudaidai or Natsumikan, Temple”orange – Tangor, Ortanique) Υβρίδια από προγράμματα βελτίωσης (Murcott, Tangelos)
Κοινό:
Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στα νησιά μας. Οι καρποί ωριμάζουν τον Δεκέμβριο και πρέπει να διατεθούν στην αγορά μέσα στο δίμηνο Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου. Αρηότερα αρχίζουν να φουσκώνουν, χάνουν το χυμό τους και την ποιότητα τους. Τα κοινά μανταρίνια περιέχουν αρκετούς σπόρους, ανεπιθύμητο χαρακτηριστικό για την εσωτερική και την ευρωπαϊκή αγορά. Μικροποσότητες που άρχισαν να χυμοποιούνται τα τελευταία χρόνια, για εσωτερική χρήση κυρίως, δε φαίνεται να λύνουν το πρόβλημα διάθεσης των κοινών μανταρινιών. Για τους παραπάνω λόγους η ποικιλία αυτή θα πρέπει να αντικατασταθεί στο μεγαλύτερο ποσοστό της.
Ομάδα Satsuma:
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες στην ομάδα που ωριμάζουν τους καρπούς τους από πολύ πρώιμα έως όψιμα, που δημιουργήθηκαν στην Ιαπωνία και την Ισπανία. Προτιμώνται οι πρώιμες, ειδικότερα οι κλώνοι ή ποικιλίες Clauselina (Ισπανική επιλογή), Miyagawa Wase και Okitsu (συγκομιδή από τέλη Σεπτεμβρίου) και ειδικότερα στις περιοχές Κέρκυρας, Θεσπρωτίας, Άρτας, Μαγνησίας, Πρέβεζας, Αιτωλοακαρνανίας και γενικά στις ψυχρότερες περιοχές της χώρας, στα υποκείμενα Citranges και Tangelo Orlando.
Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται συνήθως με εμβολιασμό δηλαδή με ενοφθαλμισμό της επιθυμητής ποικιλίας σε σπορόφυτα υποκείμενα. Η εφαρμογή της μεθόδου του εγκεντρισμού με βλαστούς, συμβαίνει μόνο σε μερικές περιπτώσεις, όταν γίνεται επανεμβολιασμός παλαιών φυτειών για αλλαγή ποικιλίας. Ο πολλαπλασιασμός πολλών ειδών γίνεται με φυλλοφόρα ή άφυλλα μοσχεύματα και με εναέριες καταβολάδες.
Η παραγωγή των δενδρυλλίων γίνεται συνήθως σε υπαίθρια φυτώρια ή σε δοχεία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η παραγωγή τους σε δοχεία κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος. Χαρακτηριστικό των σπόρων των περισσότερων εσπεριδοειδών, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή υποκειμένων, είναι ο υψηλός βαθμό πολυεμβρυονίας.
Το ζυγωτικό σπορόφυτο είναι συνήθως αδύνατο και γι' αυτό το παραγόμενο από αυτό υποκείμενο είναι επίσης αδύνατο. Τα υπόλοιπα όμως σπορόφυτα, που προέρχονται από το νούκελλο και ονομάζονται νουκελλικά ή απογαμικά, έχουν τους ίδιους χαρακτήρες με το μητρικό φυτό. Επομένως, είναι ομοιόμορφα και δίνουν καλά υποκείμενα, μόνο όταν οι σπόροι προέρχονται από μητρικό φυτό με επιθυμητούς χαρακτήρες. Κατάλληλο μητρικό φυτό για παραγωγή σπόρου θεωρείται όταν είναι υγιές, απαλλαγμένο από ιώσεις και οι σπόροι του δίνουν σπορόφυτα ζωηρά, ομοιόμορφα και δέντρα με ικανοποιητική ανάπτυξη στον οπωρώνα. Τα νουκελλικά ή απογαμικά σπορόφυτα είναι ζωηρά, φέρουν αγκάθια και έχουν ορθόκλαδη βλάστηση, αλλά αν δεν εμβολιαστούν καθυστερούν να μπουν σε καρποφορία. Τα τελευταία χρόνια η δημιουργία και η καλλιέργεια νουκελικών ποικιλιών αυξάνεται συνεχώς λόγω της ζωηρότητας και παραγωγικότητάς τους, καθώς και της απαλλαγής τους από ιώσεις.
Οι σπόροι των εσπεριδοειδών στερούνται ληθάργου, αλλά χάνουν τη βλαστική τους ικανότητα σε περίπτωση ξήρανσης, γι' αυτό και θα πρέπει να φυτεύονται αμέσως μόλις εξαχθούν απ' τους ώριμους καρπούς. Μερικά όμως είδη, όπως το τρίπτερο και τα υβρίδιά του, ωριμάζουν τους καρπούς τους κατά το φθινόπωρο. Στην περίπτωση αυτή, αν η φύτευση των σπόρων γίνει την ίδια εποχή, πρέπει να κρατηθούν σε συνθήκες υγρής ψύξεως (-1oC έως 4oC) τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από τη φύτευση.
Η καλύτερη εποχή σποράς των σπόρων είναι η άνοιξη, όταν το έδαφος έχει ζεσταθεί (θερμοκρασία πάνω από 15oC). Η σπορά τους γίνεται σε γραμμές, που απέχουν 5-8 εκ. και οι σπόροι σπέρνονται πάνω στη γραμμή σε απόσταση 2.5 εκ. Έπειτα από τη σπορά τους πιέζονται ελαφρά μέσα στο χώμα και καλύπτονται με ένα στρώμα καθαρής ποταμίσιας άμμου σε βάθος 1.5-2εκ., που όμως μέχρι να εμφανιστούν τα σπορόφυτα, πρέπει να διατηρείται υγρό. Μόλις αποκτήσουν ύψος 20-30εκ. μεταφυτεύονται στο φυτώριο. Η καλύτερη εποχή μεταφυτεύσεώς τους είναι η άνοιξη, όταν έχουν παρέλθει οι παγετοί. Ο εμβολιασμός των σποροφύτων γίνεται συνήθως το φθινόπωρο.
Το υποκείμενο που έχει χρησιμοποιηθεί μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των καρπών. Η πορτοκαλιά εμβολιασμένη πάνω σε P. trifoliata παράγει καρπούς άριστης ποιότητας με περισσότερα διαλυτά στερεά αλλά οι καρποί ωριμάζουν νωρίτερα, εμβολιασμένη πάνω στη λεμονιά την Τραχύκαρπη παράγει καρπούς με χονδρότερο φλοιό, λιγότερα οξέα και συνήθως λιγότερα διαλυτά στερεά. Ο βοτρυόκαρπος ως υποκείμενο δεν επιδρά τόσο δυσμενώς στην ποιότητα των καρπών του εμβολίου όσο η λεμονιά η τραχύκαρπη.
Εγκατάσταση οπωρώνα: Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση μιας εσπεριδοφυτείας, δέχεται πριν τη φύτευση άροση σε βάθος 30-40 εκ. Η άροση έχει ως στόχο την καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους, η οποία συμβάλλει σε καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δέντρων. Πριν από τη φύτευση του οπωρώνα γίνεται η επισήμανση των θέσεων φυτεύσεως των δενδρυλλίων, η διάνοιξη των λάκκων (διαστάσεων 45x45 εκ.) και ακολουθεί η φύτευσή τους. Η απόσταση της φύτευσης εξαρτάται από τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και τη ζωηρότητα βλάστησης της ποικιλίας που θα καλλιεργηθεί.
Οι αυξημένες απαιτήσεις των εσπεριδοειδών τόσο σε νερό όσο και σε θρεπτικά στοιχεία καθιστούν απαραίτητη την καταστροφή των ζιζανίων με την καλλιέργεια του εδάφους, με τη χρήση ζιζανιοκτόνων ή και με συνδυασμό των δύο μεθόδων. Χρειάζεται προσοχή όταν εφαρμόζεται καλλιέργεια του εδάφους να μη γίνεται σε βάθος μεγαλύτερο των 10 εκ., διότι τα εσπεριδοειδή είναι επιπολαιόριζα και πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να καταστραφούν οι επιφανειακές ρίζες.
Όταν χρησιμοποιούμε ζιζανιοκτόνα θα πρέπει να επιλέγεται το καταλληλότερο προϊόν και η εφαρμογή του να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις υποδείξεις του παρασκευαστή. Τελευταία, προτιμώνται τα ζιζανιοκτόνα γενικής χρήσης. Η πρώτη επέμβαση μπορεί να γίνει Σεπτέμβριο – Οκτώβριο οπότε τα ζιζάνια δε θα δυσκολεψουν στη συγκομιδή και μειώνουν τον κίνδυνο από παγετό. Το καλοκαίρι μπορεί να επαναληφθεί ένας η περισσότεροι ψεκασμοί για την καταστροφή νέων ζιζανίων.
Το πιο συνηθισμένο σύστημα φύτευσης είναι το κατά τετράγωνα και σε αποστάσεις φύτευσης 5-7μ.. Όταν φυτεύονται ποικιλίες παρθενοκαρπικές, ή ποικιλίες σπερμοφόρες αλλά αυτογόνιμες τότε δε χρειάζονται επικονιάστριες ποικιλίες. Αντίθετα, αν η ποικιλία είναι αυτόστειρη και σπερμοφόρος τότε πρέπει να φυτευτεί εκτός από την κύρια ποικιλία και η κατάλληλη επικονιάστρια ποικιλία.
H καλύτερη εποχή φύτευσης είναι η άνοιξη. Τα δενδρύλλια μετά τη φύτευση τους χρειάζονται υποστήριξη στον κορμό τους και προστασία από τον ήλιο και τα διάφορα ζώα. Συνήθως, ο κορμός περιβάλλεται από λευκό ειδικό χαρτί ή πλαστικό με τη μορφή κυλίνδρου. Σε περίπτωση που η περιοχή του μελλοντικού οπωρώνα πλήττεται από δυνατούς ανέμους θα πρέπει ταυτόχρονα να γίνει εγκατάσταση ανεμοφράκτη.
Το κατεξοχήν σχήμα διαμόρφωσης των εσπεριδοειδών είναι το ελεύθερο κύπελλο με 3-5 βραχίονες. Εφόσον επιλεγούν οι βασικοί βραχίονες στη συνέχεια εφαρμόζεται ελαφρύ κλάδεμα για να εισέλθει το δέντρο γρήγορα στην καρποφορία.
Η παραγωγή καρπών συνδέεται με την ανθοφορία, την καρπόδεση και την ανάπτυξη των καρπών. Στα ενήλικα εσπεριδοειδή η απουσία παρεμποδιστών ουσιών ανθοφορίας ευνοούν το σχηματισμό καρποφόρων οφθαλμών. Η ανθοφορία παρατηρείται μετά από μία περίοδο χαμηλών θερμοκρασιών, ή ξηρασίας, ή μετά από μέτριες θερμοκρασίες και σύντομες φωτοπεριόδους. Οι ψηλές θερμοκρασίες και η παρουσία καρπών στα δέντρα δεν ευνοούν το σχηματισμό ανθέων. Το γιββερελλικό οξύ, όταν παρέχεται κατά την περίοδο της διαφοροποίησης των οφθαλμών, μειώνει τον αριθμό των καρποφόρων οφθαλμών και αυξάνει το φύλλωμα των ταξιανθιών.
Θεωρείται ισχυρός παρεμποδιστής ανθοφορίας της πορτοκαλιάς. Στην περίπτωση αυτή και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, δύο επεμβάσεις των 10 ppm μειώνουν σημαντικά την παραγωγή ανθοφόρων βλαστών. Έτσι η επίδραση αυτή του γιββερελλικού οξέος μπορεί να φανεί χρήσιμη στην εξάλειψη φαινομένων παρενιαυτοφορίας των δέντρων. Μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί, με χημικές ουσίες επίσπευση του χρόνου εισόδου των σποροφύτων σε ανθοφορία, ενώ με το γιββερελλικό οξύ επιτεύχθηκαν αποτελέσματα νεανικότητας σε ενήλικο φυτικό υλικό.
α εσπεριδοειδή αρχίζουν να καρποφορούν 3-5 χρόνια από τότε που φυτεύονται και οι καρποί μπορούν να συγκομιστούν 5-6 μήνες από την ανθοφορία, ανάλογα με την ποικιλία και το περιβάλλον. Η συγκομιδή των καρπών αρχίζει από το φθινόπωρο και τελειώνει την άνοιξη, ενώ οι "δίφορες", όπως ονομάζονται ποικιλίες, δίνουν καρπούς συνέχεια.
Οι καρποί των εσπεριδοειδών δεν ωριμάζουν μετά την αποκοπή τους από το δέντρο, όπως συμβαίνει με άλλους, γι' αυτό και είναι σημαντικό να κοπεί ο καρπός στο σωστό στάδιο ωρίμανσης. Γενικά, οι καρποί θεωρούνται ώριμοι, όταν φτάσουν σε στάδιο ανάπτυξης που να τρώγονται με ευχαρίστηση.
Η αφαίρεση , από υγιή και ενήλικα εσπεριδόδεντρα, μέρους της βλάστησής τους, μειώνει αναλογικά την παραγωγή τους. Το κλάδεμα ακόμη σε νεαρά δέντρα, που δεν έχουν εισέλθει σε καρποφορία, καθυστερεί την είσοδό τους σε καρποφορία. Γι' αυτό το κλάδεμα πρέπει να περιορίζεται σε επεμβάσεις μορφώσεως του σχήματος των δέντρων και διευκόλυνσης των διάφορων καλλιεργητικών εργασιών.
Η θέση που γίνεται η εναποθήκευση των τροφών, δεν είναι η ίδια μεταξύ των φυλλοβόλων δέντρων και των αειθαλών εσπεριδόδεντρων. Στα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα η εναποθήκευση των τροφών γίνεται κυρίως στο ριζικό τους σύστημα. Επομένως το κλάδεμά τους κατά τη ληθαργική περίοδο των δέντρων μειώνει ελάχιστα την ποσότητα των εναποθηκευμένων τροφών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στα εσπεριδοειδή όμως οι υδατάνθρακες εναποθηκεύονται στα φύλλα, στους τρυφερούς βλαστούς και στους ξυλοποιημένους κλάδους των δέντρων. Μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών εναποθηκεύεται στο ριζικό τους σύστημα.
Η εναποθηκευμένη ποσότητα τροφών φτάνει στο maximum κατά τα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, είτε λίγο πριν από την έκπτυξη της νέας βλάστησης. Συνεπώς αφού η βλάστηση ενός εσπεριδοειδούς αποτελεί σημαντικό αποθηκευτικό χώρο, το κλάδεμα, που μειώνει τη βλάστηση αυτή, αναγκάζει το δέντρο να δημιουργήσει νέα βλάστηση, που αποβαίνει σε βάρος της παραγωγικότητάς του. Τα εσπεριδόδεντρα, που δεν έχουν επάρκεια υδατανθράκων και αζώτου, παρουσιάζουν ασθενική βλάστηση και μικρή καρποφορία. Αν τα δέντρα παρουσιάζουν έλλειψη υδατανθράκων και επάρκεια αζώτου, τότε ευνοείται η ανάπτυξη ζωηρής βλάστησης. Όταν όμως οι υδατάνθρακες και το άζωτο βρίσκονται σε κανονικά επίπεδα, τότε επιτυγχάνεται κανονική βλάστηση και ικανοποιητική καρποφορία.
Η εποχή του κλαδέματος δεν είναι κρίσιμη για τα εσπεριδοειδή. Μεγαλύτερη ανανέωση βλάστησης επιτυγχάνεται με το ανοιξιάτικο κλάδεμα και η μικρότερη με το φθινοπωρινό κλάδεμα. Το φθινοπωρινό κλάδεμα ευνοεί την ανάπτυξη ενός όψιμου κύματος βλάστησης, που είναι πολύ ευαίσθητο στους παγετούς του χειμώνα. Η εποχή του κλαδέματος μπορεί να επηρεαστεί από την παρουσία ώριμων καρπών πάνω στα δέντρα.
Αραίωμα καρπών:
Στα εσπεριδοειδή, κυρίως σε ορισμένες ποικιλίες, το αραίωμα των καρπών θεωρείται απαραίτητο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι ποικιλίες μανταρινιάς, που υπερκαρποφορούν και οι ποικιλίες, που έχουν τάση για υπερκαρποφορία και παραγωγή μικρού μεγέθους καρπών, καθώς και η ποικιλία Βαλέντσια της πορτοκαλιάς, που έχει τάση παρενιαυτοφορίας. Για το αραίωμα των καρπών των εσπεριδοειδών μπορεί να χρησιμοποιηθούν αρκετές ουσίες. Οι πιο πολλές απ' αυτές είναι ουσίες που προτρέπουν την παραγωγή αιθυλενίου.
ο κλίμα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της τοποθεσίας, που θα εγκατασταθεί μια εσπεριδοφυτεία. Το κλίμα είναι εκείνο που καθορίζει την ύπαρξη της εσπεριδοφυτείας και την ποιότητα των εσπεριδόκαρπων. Η μελέτη του ανάγλυφου του εδάφους δεν είναι μόνο αναγκαία για την απομάκρυνση των ψυχρών ρευμάτων αέρος και την παγετοπροστασία των εσπεριδοφυτειών, αλλά και για την αντιμετώπιση της διάβρωσης και ασφυξίας του εδάφους, καθώς και για την εφαρμογή του καταλληλότερου συστήματος ποτίσματος της εσπεριδοφυτείας.
Το κλίμα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της τοποθεσίας, που θα εγκατασταθεί μια εσπεριδοφυτεία. Το κλίμα είναι εκείνο που καθορίζει την ύπαρξη της εσπεριδοφυτείας και την ποιότητα των εσπεριδόκαρπων, ενώ το έδαφος και το νερό καθορίζουν την παραγωγικότητα της εσπεριδοφυτείας. Οι θερμοκρασίες κάτω από 0oC θεωρούνται επικίνδυνες για τα εσπεριδοειδή, κυρίως, όταν διατηρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, γιατί προξενούν σοβαρές ζημιές στην παραγωγή και μερικές φορές και στα δέντρα.
Ακόμα και οι υψηλές θερμοκρασίες, τουλάχιστον για μερικές ποικιλίες, μπορούν να αποβούν επιζήμιες για την παραγωγικότητα μιας φυτείας και ενδεχομένως για την καρποπαραγωγή, που φέρει. Οι άνεμοι μεγάλης ταχύτητας, καθώς και οι ψυχροί άνεμοι μπορεί να προκαλέσουν ζημιά στα δέντρα, μείωση της βλάστησης, απώλεια καρπών και υποβάθμιση της ποιότητας αυτών. Κατά την επιλογή της τοποθεσίας εγκατάστασης της φυτείας πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η θερμοκρασία μιας γυμνής από δέντρα επιφάνειας είναι 2-4oC ψηλότερη από τη θερμοκρασία, που θα παρουσιάσει η ίδια επιφάνεια μετά τη δενδροφύτευσή της, λόγω περιορισμένης απομάκρυνσης των ψυχρών μαζών αέρος.
Τα διάφορα όργανα των εσπεριδοειδών ζημιώνονται στις πιο κάτω θερμοκρασίες:
Η ζημιά που προκαλείται από μια απότομη αύξηση της θερμοκρασίας είναι ανάλογη προς τις θερμοκρασίες, που επικράτησαν πριν από την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας και της εποχής, που σημειώνεται η αύξηση. Έχει παρατηρηθεί κατά την άνοιξη, πριν ακόμα το έδαφος ζεσταθεί, η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα να προκαλεί φυλλόπτωση, που συνοδεύεται και από αποξηράνσεις βλαστών στα δέντρα, μετά από διάστημα δύο ή τριών μηνών.
Όταν η θερμοκρασία του εδάφους είναι κάτω από 13oC, οι ρίζες δεν είναι ενεργώς λειτουργικές, με αποτέλεσμα η αυξημένη απώλεια νερού από τα δέντρα, με τη διαπνοή λόγω της ψηλής θερμοκρασίας του αέρα, να είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που μπορεί να αναπληρώσει ένα μη ενεργό ριζικό σύστημα σε κρύο έδαφος. Μια τέτοια κατάσταση όταν σημειωθεί κατά και αμέσως μετά την περίοδο της καρπόδεσης, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές απώλειες στην παραγωγή. Αν μάλιστα η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας είναι υπερβολικά ψηλή, τότε η παραγωγή μπορεί να καταστραφεί ολοσχερώς.
Η επιλογή μιας κατηφορικής τοποθεσίας, που καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, όπου τα ψυχρά ρέυματα διαφεύγουν ελεύθερα, αποτελεί θέση κατάλληλη για την εγκατάσταση εσπεριδοφυτειών. Η διάβρωση του εδάφους σε μια τέτοια τοποθεσία αποφεύγεται κυρίως με την εγκατάσταση, ενδιάμεσα στις σειρές φυτεύσεως των δέντρων, ζωνών από αγρωστώδη, διατηρούμενων σε χαμηλό ύψος. Σε εδάφη με μεγάλη κλίση ενδείκνυται η δημιουργία αναβαθμίδων. Σε επικλινή εδάφη το πιο κατάλληλο σύστημα ποτίσματος της εσπεριδοφυτείας θεωρείται το πότισμα με τεχνητή βροχή χαμηλού ύψους.
Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν σε ευρεία ποικιλία εδαφών, από τα πιο αμμώδη μέχρι τα αργιλώδη. Είναι γενικά αποδεκτό, ότι το πιο κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών είναι το μέσης συστάσεως, αμμοαργιλλώδες ή αργιλλοαμμώδες, διαπερατό, καλώς αποστραγγιζόμενο, νοτερό, βαθύ, μη αλατούχο, περιεκτικότητας σε ασβέστη όχι πάνω από 30% και να μην έχει καλλιεργηθεί με εσπεριδοειδή κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Η αντίδραση του εδάφους ποικίλλει από pH 5 (μετρίως όξινο) μέχρι pH 8.5 (μετρίως αλκαλικό). Σε τέτοια εδάφη επιτυγχάνονται ικανοποιητικές παραγωγές.
Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν και καλλιεργούνται σε θερμές περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις συχνά δεν υπερβαίνουν τα 20-300χιλ.. Έτσι δεν νοείται οπωρώνας χωρίς να διαθέτει νερό για άρδευση. Δεν είναι όμως απαραίτητα προϋπόθεση μόνο το άφθονο νερό, επιβάλλεται το νερό να είναι καλής ποιότητας (μικρή περιεκτικότητα σε άλατα) και να πλησιάζει την ποιότητα του πόσιμου νερού.
Τα εσπεριδοειδή είναι επιπολαιόριζα δένδρα και ως εκ τούτου οι αρδεύσεις πρέπει να γίνονται πιο τακτικά και με ποσότητα νερού τόση όση να καλύπτει τη ριζόσφαιρα που βρίσκεται σε βάθος μέχρι και 1μ.. Βέβαια το πόσο νερό θα εφαρμοστεί κάθε φορά και πόσο τακτικά θα γίνει η άρδευση εξαρτάται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους. Σε ελαφρά ή αμμώδη εδάφη οι αρδεύσεις είναι πιο συχνές ενώ σε συνεκτικότερα εδάφη πιο αραιές. Η ποσότητα του νερού που χρειάζεται ένας οπωρώνας ανά έτος κυμαίνεται, πέρα από τη βροχόπτωση, μεταξύ 300 και 500μ3/στρέμμα. Μέθοδοι άρδευσης: Υπάρχουν πολλοί τρόποι άρδευσης όπως και για τα άλλα οπωροφόρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να εφαρμόζεται εκείνη η μέθοδος που δεν επιτρέπει σπατάλη ύδατος, όπως τεχνητή βροχή, άρδευση με σταγόνες κ.λπ..
Η λίπανση των εσπεριδοειδών είναι επιβεβλημένη εργασία διότι είναι πολύ παραγωγικά δένδρα και δέχονται πολλές αρδεύσεις με αποτέλεσμα την έκλπυση των εδαφών. Έτσι επιβάλλεται η λίπανση ιδιαίτερα με αζωτούχα λιπάσματα να είναι γενναία (15.0-20.0 μονάδες Αζώτου/στρέμμα) και να γίνεται σε περισσότερες από μια φορές. Τα καλιούχα και φωσφορούχα λιπάσματα μπορούν να χορηγούνται μια φορά (φθινόπωρο ή χειμώνα), σε μισή ποσότητα από ότι τα αζωτούχα, σε ελαφρά εδάφη ή ανά διετία ή και τριετία σε πιο βαριά εδάφη.
Στα εσπεριδοειδή συχνά παρατηρούνται τροφοπενίες όπως σίδηρου, ψευδαργύρου, μαγνησίου, μαγγανίου, βορίου καθώς και άλλων ιχνοστοιχείων που προκαλούν χλώρωση των φύλλων, κορυφοξήρα και άλλα συμπτώματα τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τόσο την απόδοση όσο και την ανάπτυξη των δένδρων. Πολλές φορές πλεονασμός ορισμένων στοιχείων, που συνήθως προκαλείται από υπερβολική λίπανση με κάλι και φωσφόρο, μπορεί να εντείνει το πρόβλημα των τροφοπενιών. Γι’ αυτό καλό είναι να γίνεται ανάλυση εδάφους και φύλλων πριν εφαρμοστούν λιπάνσεις με τα βασικά στοιχεία καλίου και φωσφόρου. Για τη διόρθωση όλων των τροφοπενιών απαιτείται η εφαρμογή χημικών ενώσεων, που περιέχουν το αντίστοιχο ανόργανο στοιχείο, είτε στο έδαφος ή δια ψεκασμού στο φύλλωμα.
Γενικά οι καρποί θεωρούνται ώριμοι, όταν φτάσουν σε στάδιο ανάπτυξης, που να τρώγονται με ευχαρίστηση. Οι καρποί όμως των εσπεριδοειδών εξαιρούνται του γενικού αυτού κανόνα. Τα πορτοκάλια φτάνουν σε αποδεκτό στάδιο ωριμάνσεως 6-12 ή 14 μήνες μετά την ανθοφορία και μπορεί να συγκομίζονται μέσα σε μία περίοδο 2-3 μηνών, πριν να υπερωριμάσουν.
Τα γκρέιπφρουτ φτάνουν στο στάδιο της πλήρους ωριμάσεως πολύ σιγά και υπερωριμάζουν επίσης πολύ σιγά κι έτσι οι καρποί τους μπορεί να συγκομίζονται μέσα σε ένα διάστημα 6 ή 8 μηνών. Οι εσπεριδόκαρποι, όταν ωριμάσουν, περιέχουν λίγο άμυλο ή και καθόλου και πρέπει να παραμείνουν πάνω στο δέντρο μέχρι να αποκτήσουν αποδεκτή φαγώσιμη ποιότητα. Η ποιότητα αυτή των καρπών αποκτάται κατά την εποχή της συγκομιδής τους. Η συγκομιδή μπορεί να κρατήσει πάνω από 2 μήνες για τα μανταρίνια και πάνω από 8 μήνες για τα γκρέιπφρουτ. Στους εσπεριδόκαρπους ο κανονικός ρυθμός της αναπνοής είναι πολύ μικρότερος από εκείνο των καρπών, που περιέχουν άμυλο.
Έτσι, η έκλυση αιθυλενίου είναι μικρή, ανεξάρτητα αν οι καρποί προσβληθούν από παθογόνα ή έντομα ή δε δεχτούν τον κατάλληλο χειρισμό. Οι καρποί αυτοί κανονικά καταστρέφονται από παθολογικά αίτια.
Γενικά, η συγκομιδή των εσπεριδόκαρπων γίνεται με το χέρι. Μετά τη συλλογή οι καρποί τοποθετούνται προσεκτικά σε ειδικά τελάρα. Τοποθετούνται κυρίως εκείνοι οι καρποί που προορίζονται να καταναλωθούν σαν φρέσκοι και μεταφέρονται στο χώρο συσκευασίας. Τελευταία η χρησιμοποίηση χημικών ουσιών αποκοπής αύξησε την απόδοση των εργατών. Υπάρχει όμως και η μηχανική συγκομιδή με τη χρήση δονητών διαφόρων τύπων, που σείουν τους κορμούς ή τους βραχίονες των δέντρων. Τα εσπεριδοειδή, όπως και άλλες ομάδες φρούτων, χαρακτηρίζονται από εποχικότητα στην παραγωγή τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι διαθέσιμα σε μεγάλες ποσότητες ορισμένους μήνες του χρόνου, ενώ η ζήτησή τους είναι συνεχής.
Για να είναι δυνατή η κατανάλωσή τους σε μήνες μη παραγωγής πρέπει αυτά να έχουν αποθηκευτεί κατάλληλα. Η κατανάλωση εκτός εποχής ανεβάζει την τιμή του προϊόντος, με αποτέλεσμα να γίνεται οικονομικά συμφέρουσα η αποθήκευσή του. Η συντήρηση σε ψυγεία είναι η πιο αποτελεσματική και ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος στην αποθήκευση των εσπεριδοειδών για την αποφυγή της γήρανσης του καρπού και της ανάπτυξης μικροοργανισμών που οδηγούν τελικά στην απώλεια ποιότητας του φρούτου.
Μεσογειακή μύγα:
Αποτελεί έναν πολύ σοβαρό εχθρό για πολλές καλλιέργειες φρούτων. Η μόλυνση ξεκινάει με την έναρξη της ωρίμανσης των φρούτων και συνεχίζεται ενώ υπάρχουν ώριμα φρούτα. Για την αντιμετώπισή της συστήνεται η χρήση πιο ανθεκτικών ποικιλιών, οι δολωματικοί ψεκασμοί, καθώς και η μαζική παγίδευση.
Χρησιμοποιώντας παγίδες μπορούμε να παρακολουθούμε τον αριθμό των εντόμων και να τα καταπολεμήσουμε. Για τη μείωση του πληθυσμού του εντόμου σημαντικό ρόλο έχει η τακτική της συγκομιδής και καταστροφής/απομάκρυνσης όλων των προσβεβλημένων με το έντομο φρούτων, είτε είναι εσπεριδοειδή είτε άλλα είδη, αν υπάρχουν στον οπωρώνα (π.χ. σύκα, χρυσόμηλα, ρόδια).
Αφίδες εσπεριδοειδών:
Οι αφίδες είναι έντομα που προσβάλλουν πολλές καλλιέργειες, συμπεριλαμβανομένων και των εσπεριδοειδών. Προτιμούν την κάτω επιφάνεια φρέσκων φύλλων, από τα οποία απορροφούν τους φυτικούς χυμούς προκαλώντας το γνωστό "καρούλιασμα" των φύλλων. Επίσης, προσβάλλουν και τα άνθη, προκαλώντας την πτώση τους. Αυτοί οι εχθροί εκκρίνουν μελιτώδεις ουσίες πάνω στις οποίες αναπτύσσεται ο μύκητας της καπνιάς.
Εκτός των παραπάνω, ορισμένες αφίδες είναι και φορείς της ίωσης της Τριστέτσας. Για την αντιμετώπιση των αφίδων μπορεί να ελευθερωθούν φυσικοί τους εχθροί, όπως το αρπαχτικό Harmonia axyridis. Επίσης, μπορούν να γίνουν ψεκασμοί με άλατα καλίου είτε με εκχύλισμα τσουκνίδας, είτε με τη δραστική ουσία.
Φυλλοκνίστης:
Ο εχθρός αυτός (Phyllocnistis citrella) προσβάλλει τα νεαρά φύλλα, τα νεαρά φρούτα και τους νεαρούς βλαστούς, όπου και ωοτοκεί. Οι προνύμφες τρέφονται από τους ιστούς δημιουργώντας στοές που έχουν αργυρόχρωμη όψη και τα φύλλα "καρουλιάζουν". Ο φυλλοκνίστης αποτελεί πρόβλημα κυρίως σε νεαρά δέντρα.
Για να αντιμετωπιστεί θα πρέπει να γίνεται άρδευση νωρίς την άνοιξη για να δημιουργηθεί νέα βλάστηση πριν αναπτυχθούν αυξημένοι αριθμοί εντόμων. Επίσης, μπορεί να γίνει εισαγωγή ωφέλιμων εντόμων. Ακόμη, πρέπει να αφαιρούνται οι λαίμαργοι βλαστοί. Επίσης, βοηθάνε και οι ψεκασμοί με τη δραστική ουσία.
Θρίπες εσπεριδοειδών
Είναι έντομα που τρέφονται με υγρά από τα φυτά. Έχουν προτίμηση στους νεαρούς φυτικούς ιστούς, τα πρωτοεμφανιζόμενα φύλλα. Επίσης, στους καρπούς η προσβολή ξεκινά από τους μικρούς καρπούς, αμέσως μετά την καρπόδεση.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται ως αποφέλλωση υπό μορφή δακτυλίου, που μειώνει την εμπορικότητα του καρπού και εμποδίζει τη φωτοσύνθεση των φύλλων. Για τη μείωση της ζημιάς, οι ψεκασμοί με βρέξιμο θειάφι ή εκχύλισμα τσουκνίδας μετά την πτώση των πετάλων βοηθάει.
Ψευδόκοκκος εσπεριδοειδών:
Προκαλεί σημαντικές ζημιές στα εσπεριδοειδή και σε άλλες καλλιέργειες. Τα έντομα απορροφούν το χυμό του φυτού, περιορίζοντας έτσι τη ζωτικότητα του δέντρου και εκκρίνουν μελίτωμα μειώνοντας την εμπορικότητα του καρπού λόγω της βαμβακώδους εμφάνισης και της ανάπτυξης της καπνιάς, ενώ προκαλείται και καρπόπτωση.
Για να αντιμετωπιστεί θα πρέπει να γίνεται συστηματικό κλάδεμα, ψεκασμοί με θερινό λάδι κατά την εκκόλαψη του εντόμου, καθώς και ψεκασμοί με τη δραστική ουσία.
Κόκκινη ψώρα (Red scale)
Μυτηλόμορφη ψώρα
Ισέρια
Εριώδης αλευρώδης
Νηματώδης εσπεριδοειδών:
Προσβάλλει τις ρίζες των δέντρων και μειώνει την απόδοσή τους, ενώ δημιουργεί προβλήματα και στην επαναφύτευση. Τα συμπτώματα είναι η απώλεια της ζωτικότητας, ο μαρασμός των μικρών κλαδιών, η μείωση της ανάπτυξης και ο περιορισμός του μεγέθους του καρπού, αλλά και της παραγωγής.
Τα δέντρα που έχουν προσβληθεί δεν ανταποκρίνονται στη λίπανση. Οι ρίζες δεν αναπτύσσονται ικανοποιητικά και το χρώμα τους αλλάζει και φαίνονται σαν λερωμένες. Τα σημεία που έχουν μολυνθεί αποτελούν σημεία εισόδου και για άλλα παθογόνα. Για να αντιμετωπιστούν, βοηθάει η οργανική λίπανση από φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς, η αποφυγή μεταφοράς μολύσματος και να γίνονται σωστές καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση, κλάδεμα).
Κόκκινο άκαρι
Άκαρι των οφθαλμών
Σκωριώδης αράχνη
Ανθοτρήτης
Κορυφοξήρα εσπεριδοειδών:
Ο μύκητας Deuterophoma tracheiphila, που προκαλεί την ασθένεια αυτή, προσβάλλει κυρίως τις λεμονιές. Τα συμπτώματα είναι συνήθως απότομος μαρασμός και ξήρανση των ακραίων βλαστών. Τα φύλλα ξηραίνονται και παραμένουν στο δέντρο για μικρό χρονικό διάστημα.
Το ξύλο των δέντρων που έχουν μολυνθεί παρουσιάζει καφέ μεταχρωματισμό και μέσα σε 2-3 χρόνια ξεραίνονται. Για να αντιμετωπιστεί η συγκεκριμένη ασθένεια πρέπει τα προσβεβλημένα τμήματα των δέντρων να κλαδεύονται και να καίγονται. Μετά το κλάδεμα ή μετά από ζημιές από παγετό ή χαλάζι, πρέπει να γίνονται ψεκασμοί με χαλκό για τον περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας.
Επίσης, πρέπει να γίνεται έγκαιρη αντιμετώπιση των ζιζανίων στον οπωρώνα.
Κατά την εγκατάσταση φυτειών σε περιοχές που υπάρχει το παθογόνο, συστήνεται χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων, όπως το Troyer citrange, το C-32 και το C-35 citrange κ.ά.
Κομμίωση του λαιμού των εσπεριδοειδών:
Η ασθένεια αυτή προκαλείται, κυρίως από μύκητες του γένους Phytophthora. Τα συμπτώματα εμφανίζονται, συνήθως στο λαιμό των δέντρων σαν βρεγμένη περιοχή και επεκτείνονται προς τις ρίζες και τον υπόλοιπο κορμό. Επίσης, ο φλοιός σχίζεται και εκκρίνεται κόμμι (πίσσα).
Τα δέντρα που έχουν μολυνθεί είναι καχεκτικά, παρουσιάζουν φυλλόπτωση και στο τέλος ξηραίνονται. Τα συμπτώματα που οφείλονται σε προβλήματα κυκλοφορίας των χυμών περιλαμβάνουν κίτρινες νευρώσεις στα φύλλα, μικροφυλλία, μικροκαρπία και μειωμένη βλάστηση.
Για να αντιμετωπιστεί η ασθένεια συνίσταται χρήση ανθεκτικών υποκειμένων, όπως η κιτρομηλιά. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες όμως, υπάρχει περίπτωση να προσβληθούν και τα ίδια. Επίσης, οι εμβολιασμοί πρέπει να γίνονται σε ύψος 40-50 εκ. από το έδαφος και να αποφεύγεται το βρέξιμο των κορμών κατά την ώρα του ποτίσματος. Οι κορμοί των προσβεβλημένων δέντρων πρέπει να αλείφονται με χαλκό για να περιοριστεί η εξάπλωση του μύκητα.
Ξηρή σηψιρριζία των εσπεριδοειδών:
Προκαλείται από μύκητες του γένους Fusarium και τα συμπτώματα της παρουσιάζονται σαν ημιπληγία (ξήρανση μέρους του δέντρου) ή αποπληξία (ξήρανση όλου του δέντρου). Για να αντιμετωπιστεί είναι αναγκαίο τα τμήματα των δέντρων που έχουν προσβληθεί να κλαδεύονται και να καίγονται, ενώ αντίστοιχα η αντιμετώπιση των ζιζανίων πρέπει να γίνεται επίσης έγκαιρα.
Θα πρέπει να γίνεται χρήση ανθεκτικών υποκειμένων (πχ. Troyer Citrange) όταν η εγκατάσταση φυτειών γίνεται σε περιοχές όπου υπάρχει το παθογόνο. Επίσης, θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή μεταφοράς μολύσματος με γεωργικά μηχανήματα και εργαλεία. Ως μέτρο αντιμετώπισης του συγκεκριμένου προβλήματος εξετάζεται και η χρήση ανταγωνιστών των παθογόνων, όπως για παράδειγμα μύκητες του γένους Trichoderma ή βακτηρίων, όπως Bacillus subtilis, ή μυκορριζών.
Καπνιά των εσπεριδοειδών:
Προκαλείται από το μύκητα Capnodium oleae και τα συμπτώματα της εμφανίζονται σε φύλλα, βλαστούς και καρπούς ως μαύρο στρώμα καπνιάς. Η ασθένεια αναπτύσσεται σε μελιτώδη εκκρίματα εντόμων, όπως αφίδες ή διάφορα κοκκοειδή. Η εξάπλωση της καπνιάς σταματά με την αντιμετώπιση των εντόμων. Επίσης, οι ψεκασμοί με χαλκό συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ασθένειας και του μύκητα.
Αλτερναρίωση των εσπεριδοειδών
Ανθράκωση των εσπεριδοειδών
H ανθράκωση αποτελεί την πιο κοινή ασθένεια των εσπεριδοειδών σε παγκόσμιο επίπεδο. Προσβάλλει κυρίως δέντρα απεριποίητα κι εξασθενημένα από δυσμενείς εδαφοκλιματικές συνθήκες ή εμφανίζεται δευτερογενώς σε δέντρα προσβεβλημένα από κορυφοξήρα.
Ο μύκητας έχει διάφορες μορφές και στελέχη, για τα οποία έχουν αναφερθεί ότι προσβάλλουν και τους καρπούς των μηλοειδών και η ασθένεια είναι γνωστή ως πικρή σήψη (bitter rot). Τα συμπτώματα στους βλαστούς και τα κλαδιά μοιάζουν με της κορυφοξήρας και τελικά μπορεί να προκληθεί στα δέντρα ολική ξηρασία. Αυτή είναι η πιο σοβαρή μορφή της ασθένειας και ονομάζεται "ξήρανση κορυφών". Τα φύλλα παραμένουν νεκρά πάνω στο δέντρο όταν η αποξήρανση είναι απότομη. Στο περιθώριο μεταξύ υγιών και προσβεβλημένων ιστών είναι δυνατό να παρατηρηθεί έκκριση κόμμης, ενώ πάνω στους νεκρούς ιστούς σχηματίζονται μικρά μαύρα στίγματα που είναι οι καρποφορίες του παθογόνου. Στα προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονται σκούρες νεκρωτικές κηλίδες που έχουν ένα κόκκινο περιθώριο.
Για την αντιμετώπιση της ανθράκωσης θα πρέπει τα δέντρα να διατηρούνται σε καλή θρεπτική κατάσταση, να γίνεται αφαίρεση και κάψιμο των ξηρών κλαδιών, να αποφεύγεται η δημιουργία πληγών και τέλος να εκτελούνται προστατευτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα σκευάσματα ή με βιολογικά σκευάσματα.
Τριστέτσα των εσπεριδοειδών
Βιβλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.