Το επιστημονικό όνομα της συκιάς είναι Ficus carica και ανήκει στην οικογένεια Moraceae. Καλλιεργείται σε πολλές περιοχές του κόσμου. Αρχικά, η καλλιέργεια της ξεκίνησε στις παραμεσόγειες χώρες και από εκεί διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο. Ο καρπός της τρώγεται νωπός ή και αποξηραμένος. Σημαντικές ποσότητες σύκων παράγονται στην Τουρκία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, σε άλλες παραμεσόγειες χώρες, στις ΗΠΑ, στην Ινδία, στην Κίνα κ.α..
Η έκταση της καλλιεργούμενης συκιάς σε συστηματικούς οπωρώνες είναι πολύ μικρή (κυρίως Μεσσηνία, Εύβοια), αλλά πλέον η παραγωγή νωπών σύκων επεκτείνεται σε αρκετές περιοχές ακόμη και στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θράκη.
Οι περισσότερες συκιές βρίσκονται διάσπαρτες στα χωράφια και στις γειτονιές σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, με πολλές από αυτές να διαθέτουν και το κατάλληλο κλίμα για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας νωπών σύκων με ελκυστική τιμή. Υπάρχουν ακόμη και συνεταιρισμοί παραγωγών σύκου, οι οποίοι τυποποιούν αποξηραμένα σύκα εξαιρετικής ποιότητας, τα οποία και εξάγοουν σε άλλες χώρες.
Είναι δέντρο που ζει πολλά έτη και αναπτύσσεται σε ξηροθερμικό περιβάλλον και σε άγονα εδάφη των παραμεσόγειων χωρών και σε άλλες με παρόμοιο κλίμα. Σχηματίζει παραφυάδες, έχει φύλλα δερματώδη, παλαμοειδή και μεγάλα. Μετά την αποκοπή φύλλου ή του καρπού ρέει γαλακτώδες υγρό.
Το ξύλο της συκιάς είναι ευλύγιστο, με χρώμα φλοιού σταχτί-γκρίζο. Καρποφορεί σε βλαστούς του προηγούμενου ή του τρέχοντος έτους και πλαγιοκαρπεί. Το σύκο είναι κλειστή ταξιανθία, που φέρει πολλά άνθη στο εσωτερικό που είναι πολύ μικρά θηλυκά, αρσενικά ή και τα δυο γένη, ανάλογα την ποικιλία. Η συκιά είναι μονόφορη ή δίφορη.
Το σύκο όταν ωριμάσει σχάζει εύκολα μετά από βροχή. Ο καρπός τρώγεται νωπός, αποξηραμένος ή μεταποιημένος.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα ονομάστηκαν από τις περιοχές όπου αναπτύχθηκαν όπως η ποικιλία Καλαμών, Κύμης, Σμύρνης, Βασιλική, Βοδενών, Βασιλικά λευκά και μαύρα, Μαύρα Μαρκόπουλου, Αποστολιάτικα, Μπούκνα Σάμου, κ.ά. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ποτέ δεν έγινε προσπάθεια δημιουργίας νέων ποικιλιών όπως συνέβη με άλλα οπωροφόρα. Από τις ξένες ποικιλίες γνωστές είναι: Kadota (Dottato), Mision, Calimyrna (Sarilop, Aidin, Σμύρνης), Brown Turkey (Aubique Noire, Negro largo, San Piero), και άλλες.
Οι ποικιλίες συκιάς κατατάσσονται σε εκείνες που είναι μονόφορες και δίφορες και ανάλογα με το χρώμα του καρπού τους σε λευκές και μελανού χρώματος.
Διακρίνονται 4 τύποι ποικιλιών:
Άγρια συκιά Caprifig:
Ο καρπός της δεν τρώγεται και είναι χρήσιμος στην επικονίαση της ποικιλίας τύπου Σμύρνης και San Pedro, φυτεύοντας μερικά δέντρα στα σύνορα των κτημάτων και με τον ερινεασμό (όρνιασμα η αγριοσίκιασμα), δηλαδή κρεμώντας σύκα σε αρμαθιά πάνω στα δέντρα.
Τύπος Σμύρνης (Smyrna fig):
Απαιτεί επικονίαση – γονιμοποίηση για να σχηματίσει καρπούς. Ο ψήνας δε μπορεί να ωοτοκήσει διότι τα άνθη είναι μακρόστυλα. Παράγει μία κύρια καρποφορία τη δεύτερη, η πρώτη είναι ασήμαντη. Τα αποξηραμένα σύκα αυτής της ποικιλίας είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Κοινό (Common fig):
Οι καρποί είναι παρθενοκαρπικοί (ανεμόσυκα, ανθόσυκα, αποαστολιάτικα). Οι καρποί της πρώτης καρποφορίας σχηματίζονται στους βλαστούς του προηγούμενου έτους, ενώ οι καρποί της 2ης καρποφορίας σχηματίζονται στις μασχάλες των φύλλων των βλαστών του έτους. Οι περισσότερο εμπορικές ποικιλίες που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι οι: “Mision”, “Kadota” (syn. “Dottato”), κ.ά..
San Pedro fig:
Συνδυασμός του τύπου Σμύρνης και Κοινό. Οι καρποί της 1ης καρποφορίας είναι παρθενοκαρπικοί, ονομάζονται Αποστολίατικα (“brebas”), ενώ οι καρποί της 2ης καρποφορίας απαιτούν γονιμοποίηση από τον ψήνα. Αυτός ο τύπος ποικιλιών σπάνια καλλιεργείται σε εμπορική κλίμακα.
Λευκές μονόφορες:
Καλαμών (Νότια Ελλάδα – δίνει όγκο ξηρών σύκων) & Σμύρνης
Δίφορες λευκές:
Kadota (syn. Dottato, Florentine, White Kadota) Η.Π.Α. κονσερβοποίηση & ξηρά σύκα
Μονόφορες μελανού χρώματος:
Βασιλική (νωπή καλλιέργεια – εξαιρετικής ποιότητος) & Τούρκικη ή Μπούρσα (όψιμη, καρπός μεγάλου μεγέθους, ανθεκτικής στις μεταφορές – εξάγεται)
Δίφορες μελανού χρώματος:
Black Mission (συνώνυμα: Beers Black, Franciscan, Mission) Η.Π.Α., καλλιεργείται Ισπανία, Τουρκία, Ελλάδα και αλλού
Για ξήρανση (από ΥΠΑΑΤ): Καλαμών και Κύμης
Επιτραπέζια χρήση (από ΥΠΑΑΤ): Βασιλικά Μαύρα και Άσπρα, Mission μελανά, Λευκά Μεγάλα και οι Ιταλικές Gentile bianco και Kadota (Dottato, Florentine, White Kadota)
Ο πολλαπλασιασμός της συκιάς γίνεται συνήθως με παραφυάδες ή με μοσχεύματα σκληρού ξύλου. Τα μοσχεύματα μήκους 20-30εκ. προέρχονται κυρίως από τις κορυφές ετήσιων βλαστών. Η φύτευση τους γίνεται στο έδαφος το φθινόπωρο και καλύπτονται με χώμα για να καθυστερήσει η βλάστησή τους την άνοιξη. Τα μοσχεύματα ριζοβολούν και έτσι παράγεται ένα νέο φυτό. Επίσης, πολλαπλασιάζεται και με ιστοκαλλιέργεια.
Υπάρχουν δύο τύποι συκιάς:
Μονόφορη συκιά:
Καρποφορεί μια φορά το χρόνο και οι καρποί της σχηματίζονται στους βλαστούς του έτους. Οι καρποί μπορούν να αναπτυχθούν παρθενοκαρπικά χωρίς γονιμοποίηση και αυτό εξαρτάται από την ποικιλία.
Δίφορη συκιά:
Καρποφορεί δύο φορές το χρόνο, η πρώτη καρποφορία προέρχεται από καρπούς που σχηματίζονται στις κορυφές των βλαστών του παρελθόντος έτους και είναι πάντοτε παρθενοκαρπικά (Αποστολιάτικα), ενώ η δεύτερη καρποφορία προέρχεται από σύκα που σχηματίζονται σε βλαστούς του έτους και αναπτύσσονται παρθενοκαρπικά ή με γονιμοποίηση, ανάλογα την ποικιλία.
Τα σύκα αναπτύσσονται παρθενοκαρπικά ή αφού γονιμοποιηθούν. Γονιμοποιούνται μόνον τα σύκα της μονοφόρου συκιάς και τα σύκα της δεύτερης παραγωγή της διφόρου συκιάς. Για να επιτευχθεί παρθενοκαρπία με τεχνητά μέσα, πρέπει να ψεκαστούν τα σύκα που προορίζονται για νωπή κατανάλωση με αυξίνες, διαδικασία όμως, που δεν εφαρμόζεται στην πράξη.
Η επικονίαση των ανθέων γίνεται με τη βοήθεια ενός εντόμου που λέγεται ψήνας (Blastofaga grossorum). Το έντομο αυτό διαχειμάζει υπό μορφή προνύμφης στα σύκα της άγριας συκιάς που βρίσκονται στο δέντρο κατά τη χειμερινή περίοδο. Τα σύκα αυτά λέγονται κρατητήρες ή και όλυνθοι. Την άνοιξη μαζί με τη νέα βλάστηση εμφανίζονται τα νέα σύκα που λέγονται ερινεοί ή ορνιοί. Ο ψήνας συμπληρώνει το βιολογικό του κύκλο μέσα στους κρατητήρες. Όταν βγει αρχίζει να ψάχνει σύκα για να ωοτοκήσει και μπαίνει μέσα στους ερινέους για να ωοτοκήσει στα θηλυκά άνθη.
Τα αυγά γίνονται προνύμφες και μετά ακμαία. Τα ακμαία βγαίνουν από τα σύκα αλλά καθώς βγαίνουν παίρνουν και γύρη από τα αρσενικά άνθη. Τα ακμαία ψάχνουν σύκα για να ωοτοκήσουν και τη εποχή εκείνη τα σύκα της καλλιεργούμενης συκιάς έχουν αναπτυχθεί κα τα άνθη της είναι υποδεκτικά. Ο ψήνας μπαίνει μέσα και προσπαθεί να ωοτοκήσει. Τα άνθη όμως είναι μαρκόστυλα και δεν τα καταφέρνει, καταπονείται και τις πιο πολλές φορές πεθαίνει μέσα στο σύκο. Έτσι προσπαθώντας να ωοτοκήσει επικονιάζει τα άνθη.
Δυο – τρεις ψήνες είναι αρκετοί για να επικονιάσουν τα άνθη. Η άγρια συκιά λοιπόν απαιτείται για τη γονιμοποίηση των σύκων μερικών ποικιλιών της καλλιεργούμενης συκιάς, και γι’ αυτό συνιστάται η φύτευση μερικών αγρίων συκιών στον οπωρώνα. Σε περιοχές που δεν υπάρχουν πολλοί ψήνες γίνεται εκτροφή τους σε ειδικά εργαστήρια και αφήνονται στη συνέχεια ελεύθεροι στο περιβάλλον. Σε άλλη περίπτωση που δεν υπάρχουν άγριες συκιές, εφαρμόζεται ο ερινεασμός. Την κατάλληλη εποχή οι παραγωγοί συγκομίζουν αγριόσυκα και κρεμάνε ένα σχοινί στα δέντρα, διαδικασία που επαναλαμβάνεται 3-4 φορές.
Η συκιά είναι ένα από τα λίγα είδη του γένους Ficus που είναι φυλλοβόλο δέντρο. Τα ώριμα δέντρα μένουν χωρίς φύλλα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά οι οφθαλμοί τους έχουν τόσο μικρής διάρκειας λήθαργο που αν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ήταν πάνω από 15οC το δέντρο θα είχε συνέχεια βλάστηση.
Δεν έχει αντοχή στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, και μερικές ποικιλίες είναι τόσο ευαίσθητες στο ψύχος όσο οι πιο ανθεκτικές ποικιλίες πορτοκαλιάς. Θερμοκρασίες κάτω των 0οC (-3 έως -6οC) προκαλούν ζημιές στο υπέργειο τμήμα, ενώ θερμοκρασίες κάτω των -10οC καταστρέφουν ακόμη και το υπόγειο τμήμα.
Η συκιά παράγει καρπούς καλής ποιότητας όταν η θερμοκρασία του καλοκαιριού κυμαίνεται γύρω στους 30οC. Η ποιότητα των καρπών αλλοιώνεται σε θερμοκρασίες άνω των 40οC.
Οι βροχές κατά της περίοδο ωρίμανσης των καρπών είναι ανεπιθύμητες, γιατί ο καρπός σκάει και χάνει την εμπορική του αξία. Επιπλέον, διάφοροι μικροοργανισμοί εισέρχονται στον καρπό και τον καταστρέφουν.
Από πλευράς εδάφους, το δέντρο είναι ικανό να αναπτυχθεί σε ξηρά, αμμώδη, χαλικώδη και πετρώδη εδάφη αρκεί να υπάρχουν ρωγμές για να αναπτυχθούν οι ρίζες του. Έχει αντοχή στο ασβέστιο και τα αλατούχα εδάφη. Βεβαίως, το δέντρο αποδίδει πολύ καλύτερα όταν καλλιεργείται σε γόνιμα και εδάφη που στραγγίζουν καλά.
Η συκιά αντέχει σε συνθήκες ξηρασίας περισσότερο από όλα τα άλλα οπωροφόρα, όμως τα νεαρά δέντρα απαιτούν άρδευση αμέσως μετά τη φύτευση και μέχρι αυτά να εγκατασταθούν (1-2 έτη). Στα ώριμα δέντρα, όταν υπάρχει διαθέσιμο νερό, τότε εφαρμόζεται άρδευση κάθε 15 ημέρες. Ξερικοί συκεώνες υποφέρουν πέρα από την έλλειψη νερού και από τους νηματώδεις.
Ως γενικός κανόνας λίπανσης είναι η λίπανση με αζωτούχο λίπασμα, εφόσον η ετήσια βλάστηση της περασμένης χρονιάς ήταν μικρότερη των 35εκ.. Εφαρμογή 250-500g αζώτου/δέντρο εφάπαξ, τέλη χειμώνα – αρχές άνοιξης, εφόσον δεν αρδεύεται ο οπωρώνας ή σε 3-4 εφαρμογές, εφόσον αρδεύεται, ξεκινώντας από το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη μέχρι τον Ιούλιο.
Το κλάδεμα της συκιάς στοχεύει στην αραίωση των βλαστών με τρόπο ώστε αυτοί που θα μείνουν να αερίζονται και να φωτίζονται καλά. Επειδή το δέντρο δεν παράγει πλάγια βλάστηση και καρποφορεί σε βλαστούς του έτους κυρίως, πρέπει να εφαρμόζεται κλάδεμα ανανέωσης κάθε 2-3 χρόνια για να μη φεύγει η βλάστηση και η καρποφορία προς την περιφέρεια της κόμης. Έχει παρατηρηθεί ότι οι βραχύνσεις αυξάνουν την παραγωγή διότι παράγονται πολλοί πλάγιοι καρποφόροι βλαστοί, οψιμίζει όμως η ωρίμανση.
Αντίθετα, αν εφαρμοστεί κορφολόγημα των ετησίων βλαστών μετά την εμφάνιση των σύκων στο 5ο γόνατο από τη βάση των βλαστών, τότε πρωϊμίζει η ωρίμανση των καρπών. Βέβαια μιλάμε για πρωΐμιση ή οψίμιση καρπών όταν πρόκειται για νωπά σύκα κυρίως, διότι όταν πρόκειται για ξηρά σύκα τότε μας ενδιαφέρει βασικά η ποιότητα των καρπών και η απόδοση των δέντρων.
Η συγκομιδή των φρέσκων σύκων γίνεται όταν η επιδερμίδα τους αποκτήσει το χαρακτηριστικό χρώμα της ποικιλίας, οι καρποί αρχίσουν να μαλακώνουν και το δερματώδες περίβλημα αρχίζει να σκάει ελαφρώς. Όταν από τον ποδίσκο του καρπού βγαίνει γάλα αυτό σημαίνει ότι ο καρπός είναι άγουρος. Η ωρίμανση των σύκων είναι σποραδική και γι’ αυτό η συγκομιδή δεν γίνεται σε ένα χέρι. Αυτό αποτελεί και ένα από τα μειονεκτήματα της καλλιέργειας για παραγωγή νωπών σύκων, ωστόσο, αυτό την κάνει ιδιαίτερα ελκυστική σε επιχειρήσεις οικογενειακής μορφής.
Το σύκο είναι ευπαθής καρπός και για να μπορέσει να μεταφερθεί στις κοντινές ή μακρινές αγορές πρέπει να γίνει η συγκομιδή του όταν δεν είναι τελείως ώριμο, αλλά θα πρέπει να είναι γλυκό. Το σύκο δεν είναι κλιμακτηρικός καρπός και αν συγκομισθεί άγουρο τότε δεν ωριμάζει.
Η συκιά, όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν, παράγει ένα υγρό γαλακτώδες (γάλα) που περιέχει πρωτεολυτικά ένζυμα. Αν το γάλα αυτό έλθει σε επαφή με το δέρμα του ανθρώπου το ερεθίζει ή ακόμη προκαλεί και αλλεργικά επεισόδια. Για να αποφευχθεί αυτή η δυσάρεστη εμπειρία, συστήνεται στους συλλέκτες σύκων να φορούν γάντια και γενικά σε όλους τους ανθρώπους να μη συγκομίζουν άγουρα σύκα.
Η συγκομιδή των σύκων καλό είναι να γίνεται τις πρωινές ώρες, όταν επικρατούν χαμηλότερες θερμοκρασίες και κόβονται πάντοτε με τον ποδίσκο, διαφορετικά ο φλοιός του καρπού σπάει στο παρά τον ποδίσκο άκρο και υποβαθμίζεται η ποιότητα των σύκων. Οι καρποί πρέπει να τοποθετούνται σε αβαθή τελάρα ή καλάθια, έτσι ώστε να μην πιέζονται γιατί θα καταστραφούν.
Σύκα που προορίζονται για μακρινές αγορές, θα πρέπει να προψύχονται πριν τη μεταφορά τους.
Πρόψυξη στους 2οC σε συνδυασμό με συντήρηση σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα (συσκευασία σε κεσεδάκι και κάλυψη με ειδικό φιλμ) παρατείνει τη ζωή του καρπού και επιτρέπει τη μεταφορά. Εμβάπτιση των σύκων σε διάλυμα χλωριούχου ασβεστίου 4% παρατείνει τη μετασυλλεκτική ζωή των σύκων και περιορίζει τις προσβολές από μικρόβια.
Τα σύκα που προορίζονται για ξήρανση πρέπει η συγκομιδή τους να γίνεται όταν είναι πλήρως ώριμα, δηλαδή όταν αρχίζει η συρρίκνωση του φλοιού και ο καρπός έχει υψηλή περιεκτικότητα σακχάρων. Πολλές φορές οι παραγωγοί αφήνουν τα σύκα πάνω στο δέντρο μέχρι αυτά να πέσουν από μόνα τους.
Η ξήρανση των σύκων γίνεται στον ήλιο, κάτω από φύλλο πολυαιθυλενίου (λιάστρες), σε ειδικά ξηραντήρια που λειτουργούν με ηλιοσυλλέκτες και αερισμό, σε ειδικούς φούρνους ή συσκευές υπερύθρων και διαρκεί μέχρις ότου η περιεκτικότητά τους σε νερό φθάσει σε ποσοστό 16-17%. Στη συνέχεια τα αποξηραμένα (ξερά) σύκα πλένονται, στεγνώνονται και πηγαίνουν για συσκευασία και τυποποίηση (πάστωμα, κάλυψη με ζελατίνη, δέσιμο κ.λπ.).
Τα καλά αποξηραμένα σύκα διαθέτουν ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα, είναι ακέραια, δεν κολλάνε, μεταξύ τους, ο φλοιός είναι λεπτός και εύπεπτος και είναι απαλλαγμένα από προσβολές μυκήτων, εντόμων κ.λπ.. Τα σύκα μπορεί να υποστούν και θείωση (έκθεση σε SO2 η με ματαβισουλφίτ) με το πλύσιμο προκειμένου να λευκανθούν. Η παραγωγή ξερών σύκων και η εξαγωγή τους σε άλλες χώρες και κυρίως στις Η.Π.Α. έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Ένα φαινόμενο που συνήθως υποβαθμίζει την ποιότητα των σύκων ή ακόμη και μειώνει την παραγωγή, είναι το “σκάσιμο” του καρπού που είναι χαρακτηριστικό της ποικιλίας αφενός, των συνθηκών που επικρατούν και ιδιαίτερα της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος λίγο πριν από την ωρίμανση του καρπού.
Συνήθως μία απότομη βροχή ή άρδευση μετά από μακρά περίοδο ξηρασίας προκαλεί την απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων νερού και φυσικά οδηγεί στο “σκάσκιμο” των καρπών. Τα σκασμένα σύκα τρώγονται από τα πουλιά, προσβάλλονται από έντομα, μύκητες, βακτήρια και είναι ακατάλληλα για εμπορία.
Μερικές ποσότητες σύκων αξιοποιούνται από τις βιοτεχνίες ζαχαροπλαστικής για την παρασκευή ζαχαροπήκτων και άλλων προϊόντων.
Ο κηροπλάστης της συκιάς, κοκκοειδές, προσβάλλει βλαστούς, φύλλα και καρπούς και προκαλεί ζημιές στο δέντρο.
Μύγα της Μεσογείου:
Προσβάλλει τον καρπό όταν είναι σχεδόν ώριμος και προκαλεί το σκουλήκιασμα των σύκων. Η απεντόμωση των ξηρών σύκων επιβάλλεται πριν αυτά υποστούν επεξεργασία και συσκευασία.
Δροσόφιλα (Drosophila Suzukii), προσβάλλει πολλά είδη φρούτων (μοιάζει με εκείνη της μύγας της Μεσογείου), εισήχθη τελευταία και στην Ελλάδα.
Τα μικρολεπιδόπτερα Plodia και Ephestia προσβάλλουν τον υπό ξήρανση και ξηρό καρπό και προκαλούν σοβαρές ζημιές.
Ο μύκητας κερκόσπορα προκαλεί ζημιά στα φύλλα.
Η ενδόσηψη των σύκων που παρατηρείται οφείλεται κυρίως σε μύκητες ή και βακτήρια τα οποία μεταφέρονται από τους ερινεούς με τον ψήνα (το έντομο που μεταφέρει τη γύρη στα άνθη της ήμερης συκιάς).
Βιβλιογραφία:
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.