Η φακή Lens culinaris κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και τη Μικρά Ασία. Καλλιεργείται για το μικρό ομώνυμο εδώδιμο σπόρο του, που είναι ένα από τα σημαντικότερα όσπρια. Αποτελεί ένα από τα πρώτα φυτά που ξεκίνησε να καλλιεργεί συστηματικά ο άνθρωπος. Είναι ψυχανθές φυτό σε ό,τι αφορά την οικογένεια και ποώδες, ετήσιο και δικοτυλήδονο. Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες διαφορετικού μεγέθους και χρώματος σπέρματα, όπως ξανθά, πράσινα και καστανά. Οι καρποί της κυκλοφορούν στο εμπόριο ως ξερά όσπρια. Οι σπόροι έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη 20-28% και σίδηρο. Ανάλογα με το μέγεθος των σπόρων διακρίνουμε τις ποικιλίες σε μικρόσπερμες με διάμετρο σπόρων 2-6mm και σε μεγαλόσπερμες με διάμετρο 6-9mm.
Η φύτευση της στην Ελλάδα γίνεται στα μέσα Νοεμβρίου και ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με σπορά. Δύο είναι οι πιο σημαντικές Ελληνικές ποικιλίες:
Πελασγία:
Ποικιλία χαμηλών φυτών, ξεκίνησε να καλλιεργείται δοκιμαστικά στο νομό Ρεθύμνου και έφερε ικανοποιητικές αποδόσεις. Σχετικά πρώιμη ποικιλία, προσαρμόζεται εύκολα και είναι ανθεκτική στο ψύχος.
Αράχωβα:
Ποικιλία μικρών φυτών με λεπτά μικρά μυτερά φύλλα. Τα σπόρια της είναι στρογγυλά και έχουν χρώμα κιτρινωπό. Έχει ικανοποιητικές αποδόσεις, που φτάνουν και τα 250 κιλά σε κάθε στρέμμα. Σπέρνεται τους φθινοπωρινούς μήνες.
Η απόδοση στις ξηρικές καλλιέργειες είναι κατά μέσο όρο 100 kg/στρέμμα ενώ στα ποτιστικά 200 kg/στρέμμα.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες που διαφέρουν στο μέγεθος του φυτού, στο χρώμα των φύλλων, στο σχήμα και το χρώμα των σπόρων και των ανθών. Οι φακές χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ποικιλιών. Τις μεγαλόσπερμες, με τα μεγαλύτερα πλακουτσωτά σπόρια που φτάνουν σε διάμετρο τα 10 χιλιοστά και τις μικρόσπερμες των οποίων τα σπόρια φτάνουν τα 6 χιλιοστά. Είναι ανθεκτικό φυτό και αντέχει στην ξηρασία, στη ζέστη και στο κρύο έως και τους -15οC..
Η φακή είναι φυτό των εύκρατων περιοχών με ανθεκτικότητα στο ψύχος αν και σε περιοχές με ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες σπέρνεται συνήθως άνοιξη. Δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στη ξηρασία και στις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, με τις μικρόσπερμες ποικιλίες να θεωρούνται πιο ανθεκτικές από τις μεγαλόσπερμες. Οι άριστες θερμοκρασίες για την ανάπτυξη του φυτού είναι από 18 έως 30 °C. Η καλλιέργεια προτιμά εδάφη καλής αποστράγγισης, ελαφρά έως μέσης σύστασης με pH 6-8, επάρκεια σε ασβέστιο και μικρή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία.
Η φακή προσαρμόζεται σε ποικίλα εδάφη αλλά τα καταλληλότερα είναι τα ελαφρά έως μέσης σύστασης, με καλή αποστράγγιση. Δεν πρέπει να καλλιεργείται σε εδάφη με υψηλή οξύτητα επειδή δεν αντέχει σε αυτή.
Το όργωμα κατά τους φθινοπωρινούς μήνες και στη συνέχεια ένας καλλιεργητής, είναι αρκετά για την προετοιμασία του εδάφους ώστε να ακολουθήσει η σπορά. Η φακή σπέρνεται το φθινόπωρο με καταλληλότερη εποχή σποράς για την βόρεια Ελλάδα μετά τις 10 Νοεμβρίου, ενώ στην κεντρική και νότια Ελλάδα μετά τις 21 Νοεμβρίου. Οι σπόροι μπορούν και φυτρώνουν σε θερμοκρασία 4-6°C με άριστη θερμοκρασία βέβαια τους 15-25°C. Τα νεαρά φυτά αντέχουν τους παγετούς και όσο μικρότερα είναι τόσο μεγαλύτερη η αντοχή τους. Η σπορά γίνεται με σπαρτικές μηχανές σιτηρών με απόσταση μεταξύ τον γραμμών 25-30cm και βάθος 2-3cm, με συνιστώμενη ποσότητα είναι 8-9kg/στρέμμα για τις μικρόσπερμες και 10-11kg/στρέμμα για τις μεγαλόσπερμες.
Για την καλλιέργεια της φακής ένα όργωμα πρέπει να γίνει νωρίς το φθινόπωρο μόλις βρέξει και μαλακώσει το χώμα. Στη συνέχεια διασκορπίζεται το λίπασμα και ακολουθεί ψιλοχωμάτισμα του εδάφους με δισκοσβάρνα ή καλλιεργητή εδάφους. Αν η συγκομιδή γίνει με μηχανικά μέσα, το χωράφι θα πρέπει να γίνει επίπεδο χωρίς ανωμαλίες και πέτρες. Γι' αυτό αμέσως μετά τη σπορά ή στις αρχές της άνοιξης θα πρέπει να κυλινδριστεί με λείο κατά προτίμηση κύλινδρο που ισοπεδώνει τον αγρό και πιέζει τις πέτρες μέσα στο έδαφος.
Η καλλιεργητική πρακτική που χρησιμοποιείται στην φακή είναι η αμειψισπορά. Η φακή καλλιεργείται συνήθως σε χωράφια που προηγουμένως είχαν σιτάρι καθώς βελτιώνει τη γονιμότητα του εδάφους με το άζωτο που αφήνει. Σε αμειψισπορά με το σιτάρι μια επιστροφή φακής κάθε 2-3 χρόνια είναι καλή.
Ως ξηρική καλλιέργεια βασίζεται αποκλειστικά στις βροχοπτώσεις, μιας και δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε νερό. Όταν βέβαια υπάρχει η δυνατότητα άρδευσης, καλό είναι να γίνεται στα στάδια της άνθησης και καρπόδεσης.
Σε ό,τι αφορά τη λίπανση, συνήθως αρκεί η προσθήκη φωσφορούχου λιπάσματος 3-6 kg/ στρέμμα, ενώ η χορήγηση κατά τη σπορά ανόργανου λιπάσματος θειικής ή νιτρικής αμμωνίας 2-3 kg/ στρέμμα γίνεται μόνο σε πολύ φτωχά και άγονα εδάφη.
Η οροβάγχη και η κουσκούτα είναι πολύ γνωστά στην καλλιέργεια της φακής. Η σπορά καθαρού και πιστοποιημένου σπόρου και η αποφυγή των αγρών στους οποίους υπήρχε στο παρελθόν προσβολή αποτελούν ορισμένες μεθόδους για την αντιμετώπισή τους.
Εχθροί:
Αγρότιδες:
Η ζημιά προκαλείται από τις προνύμφες οι οποίες στα πρώτα στάδια ανάπτυξης που δε φέρουν μασητικού τύπου στοματικά μόρια, ξύνουν την επιδερμίδα της κάτω επιφάνειας των φύλλων αφήνοντας ανέπαφη την πάνω επιδερμίδα. Οι αναπτυγμένες προνύμφες τρέφονται με το έλασμα προκαλώντας τρύπες στα φύλλα, τους μίσχους και τα στελέχη μέχρι την πλήρη καταστροφή των φυτών.
Μαύρη αφίδα του φασολιού:
Μυζούν τους φυτικούς χυμούς προκαλώντας συστροφή των φύλλων, ανώμαλη ανάπτυξη των λοβών και ξήρανση των ανθών. Εκκρίνουν μελιτώδη αποχωρήματα, τα οποία ρυπαίνουν τα φύλλα και τους λοβούς και αναπτύσσονται μύκητες της καπνιάς. Εκτός από τις άμεσες αυτές ζημιές, οι αφίδες μπορούν να μεταδώσουν και διάφορους ιούς.
Πράσινο σκουλήκι:
Οι προνύμφες τρέφονται με το έλασμα προκαλώντας τρύπες στα φύλλα, τους μίσχους και τα στελέχη μέχρι την πλήρη καταστροφή των φυτών. Οι προσβεβλημένοι ιστοί αποτελούν πηγές εισόδου για παθογόνους μικροοργανισμούς, μύκητες, βακτήρια, προκαλώντας σήψη των φυτικών ιστών και υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή.
Βρούχος:
Αποτελεί το σοβαρότερο έντομο που προσβάλει τη φακή. Οι προνύμφες τρυπούν τους λοβούς και τους σπόρους τρώγοντας το εσωτερικό τους με αποτέλεσμα τη μείωση και την υποβάθμιση των σπόρων καθώς και της βλαστικής τους ικανότητας.
Πράσινη αφίδα του ροδάκινου:
Μυζώντας τους χυμούς προκαλεί έντονη συστροφή έως καρούλιασμα των φύλλων και χλώρωση-κιτρίνισμα με αποτέλεσμα δυσχέρεια των λειτουργιών τους. Σε περίπτωση σοβαρής προσβολής από νωρίς, προσβάλλει οφθαλμούς και άνθη και προκαλεί αναστολή της ανάπτυξης της ακραίας βλάστησης και μερική ξήρανση της ενώ μπορεί να προκαλέσει και φυλλόπτωση, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για τα νεαρά φυτά. Είναι επίσης σημαντικός φορέας πάρα πολλών σοβαρών ιώσεων. Επίσης το μελίτωμα που παράγει ρυπαίνει τα φύλλα και σε αυτό αναπτύσσονται μύκητες της καπνιάς με αποτέλεσμα να μαυρίζουν.
Ρύκτης των λοβών:
Οι προνύμφες εισέρχονται στους λοβούς και τρέφονται με τους πράσινους σπόρους διαβρώνοντάς τους. Στους λοβούς, στο σημείο εισόδου των προνυμφών, σχηματίζονται καφέ κηλίδες, ενώ εσωτερικά γεμίζουν με τα περιττώματα των προνυμφών. Το έντομο προσβάλει κυρίως τις όψιμες ποικιλίες αλλά δεν προκαλεί σοβαρή οικονομική ζημία στις καλλιέργειες.
Ασθένειες:
Ασκοχύτωση:
Το παθογόνο προσβάλει τα φύλλα, τα στελέχη και τους λοβούς των φυτών. Στα πράσινα μέρη των φυτών σχηματίζονται καστανές, κυκλικές κηλίδες, ελαφρώς βυθισμένες και με πιο σκούρο περιθώριο. Πάνω στις κηλίδες σχηματίζονται τα πυκνίδια του μύκητα, από τα οποία και σε συνθήκες υψηλής υγρασίας εξέρχεται κιτρινοκόκκινη βλεννώδης μάζα που αποτελείται από τα σπόρια του μύκητα. Στα φύλλα οι κηλίδες εμφανίζονται πιο νωρίς από ότι στα στελέχη. Προσβολή των λοβών οδηγεί σε μόλυνση των σπόρων πάνω στους οποίους σχηματίζονται καστανές-ροζ κηλίδες ή μπορεί να μην εμφανίζονται και καθόλου συμπτώματα. Οι προσβεβλημένοι σπόροι εμφανίζονται συρρικνωμένοι και μικρότεροι σε μέγεθος.
Ανθράκωση:
Στα φύλλα σχηματίζονται πάνω στις νευρώσεις γωνιώδεις, νεκρωτικές, βυθισμένες κηλίδες, αρχικά κεραμιδί και αργότερα καστανόμαυρου χρώματος. Με υγρό καιρό, στο κέντρο της κηλίδας σχηματίζονται ρόδινες μάζες σπορίων. Κηλίδες εμφανίζονται και στους μίσχους, στα στελέχη και στους λοβούς και κατ’ επέκταση στους σπόρους πάνω στους οποίους σχηματίζονται καστανές κηλίδες με πορφυρή άλω. Τα προσβεβλημένα φυτά κιτρινίζουν και ξηραίνονται, ενώ παράλληλα μειώνεται και η εμπορική αξία των προϊόντων.
Περονόσπορος:
Η ασθένεια συνήθως εμφανίζεται την άνοιξη. Προσβάλλονται τα φύλλα και οι βλαστοί των φυτών. Αρχικά, στα φύλλα εμφανίζονται χλωρωτικές κηλίδες που προοδευτικά μεγαλώνουν και συνενώνονται καλύπτοντας όλη την επιφάνεια του ελάσματος. Η περιφέρεια των προσβεβλημένων φύλλων συστρέφεται προς τα κάτω. Στην κάτω επιφάνεια των προσβεβλημένων φύλλων αναπτύσσεται λευκή ως γκριζωπή εξάνθηση που αποτελείται από τις καρποφορίες του μύκητα. Οι προσβεβλημένοι βλαστοί είναι λίγο μεγαλύτεροι των υγιών και στην κορυφή τους αναπτύσσουν μορφή ροζέτας.
Πύθιο:
Πρόκειται για ασθένεια που προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού που έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή με το έδαφος σε υπαίθριες καλλιέργειες και στα θερμοκήπια. Αν και η ασθένεια είναι συχνή, συνήθως προσβάλλονται λίγα φυτά σποραδικά στη σειρά και σπάνια οι προσβολές είναι καθολικές. Οι σπόροι, οι ρίζες και ο νεαρός βλαστός εμφανίζουν μαλακή σήψη και «λιώνουν», ενώ σε μεγαλύτερα φυτά εμφανίζεται έλκος στο λαιμό. Τα νεαρά φυτά καταρρέουν και ξηραίνονται.
Ριζοκτόνια:
Οι σπόροι, οι ρίζες και ο νεαρός βλαστός εμφανίζουν μαλακή σήψη και «λιώνουν», ενώ σε μεγαλύτερα φυτά εμφανίζεται έλκος στο λαιμό. Τα νεαρά φυτάρια καταρρέουν και ξηραίνονται λίγο πριν ή μόλις βγουν από το έδαφος. Σε μικρής ηλικίας φυτά ο μύκητας προσβάλει το λαιμό προκαλώντας υδαρείς, μαλακές κηλίδες, οι ιστοί καταρρέουν και τα φυτά πεθαίνουν. Στα μεγαλύτερης ηλικίας φυτά το παθογόνο περιορίζεται στους εξωτερικούς ιστούς του φλοιώματος προκαλώντας επιμήκεις κηλίδες κόκκινου-καφέ χρώματος. Προοδευτικά οι κηλίδες μεγαλώνουν και συνενώνονται περιβάλλοντας το βλαστό και τελικά το φυτό πεθαίνει. Ο μύκητας προσβάλει και τις ρίζες των φυτών, στο σημείο ακριβώς κάτω από τη γραμμή του εδάφους, όπου εμφανίζονται κόκκινο-καφέ κηλίδες που αυξάνουν σε αριθμό και σε μέγεθος και επεκτείνονται σε όλες τις ρίζες.
Ιός του μωσαϊκού του μπιζελιού (PSBMV):
Προκαλεί ελαφριά χλώρωση και νανισμό, λέπτυνση και καρούλιασμα των φύλλων προς τα κάτω, διαφανή και διεσταλμένα νεύρα και παραμόρφωση της κορυφής. Τα προσβεβλημένα φυτά δίνουν μειωμένη παραγωγή λοβών και σπόρους με σχισμένη επιφάνεια. Η συμπτωματολογία επηρεάζεται από την ποικιλία και την ηλικία των φυτών, τη φυλή του ιού και τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ έχει αναφερθεί η παρουσία του ιού σε φυτά που προέρχονταν από μολυσμένο σπόρο, χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα (λανθάνουσα μόλυνση).
Η καταπολέμηση των ζιζανίων μπορεί να γίνει είτε μηχανική με βοτάνισμα και σκάλισμα, είτε καλλιεργητικά με την πρακτική της αμειψισποράς, είτε και με χημική καταπολέμηση.
Η συγκομιδή είναι πολύ σημαντική για τη φακή επειδή το χρονικό διάστημα της είναι πολύ περιορισμένο. Η συγκομιδή γίνεται όταν τα φυτά αρχίζουν να κιτρινίζουν μέχρι να ξεραθούν. Η πρώιμη συγκομιδή έχει ως αποτέλεσμα να μην γίνεται καλό γέμισμα των σπόρων, αντίθετα στην όψιμη συγκομιδή υπάρχει ο κίνδυνος τινάγματος των σπόρων. Η συγκομιδή γίνεται με δύο τρόπους, είτε με τα χέρια, είτε με θεριζωαλονιστική μηχανή, όταν οι σπόροι έχουν υγρασία 12-14%. Η συγκομιδή ακολουθεί τα εξής στάδια: θερισμός, αποξήρανση των φυτών που θερίστηκαν για 1-3 ημέρες και τέλος, αλωνισμός με μηχανές. Η συγκομιδή της σήμερα γίνεται μηχανικά.
Ο θερισμός, όπως αναφέρθηκε στο χρόνο συγκομιδής, γίνεται μόλις κιτρινίσουν τα φυτά, με θεριστική μηχανή. Τα κομμένα φυτά συγκεντρώνονται σε γραμμές, αφήνονται να ξεραθούν και αλωνίζονται με τις κοινές θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Με τον τρόπο αυτό, περιορίζονται στο ελάχιστο οι απώλειες από τινάγματα σπόρων στον αγρό και επιπλέον, οι σπόροι που συγκομίζονται έχουν ομοιόμορφο χρωματισμό. Μετά τον αλωνισμό, ο σπόρος που συγκομίζεται θα πρέπει να καθαριστεί. Η εργασία αυτή γίνεται από ειδικές μηχανές, τα καθαριστήρια.
Βιβλιογραφία:
Γεωργία Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας, Δημήτριος Μπιλαλης, Παναγιώτα Παπαστυλιανού, Ηλιας Σ. Τραυλός, Εκδ. πεδίο