Η αλόη είναι ένα από τα δημοφιλέστερα παχύφυτα που συχνά συναντάμε σε πολλούς κήπους καθώς και σπίτια. Γένος με 300 περίπου είδη φυτών που έχουν ως κοινό γνώρισμα ένα σύστημα από σαρκώδη φύλλα, χωρίς κορμό συνήθως, τα οποία σχηματίζουν ρόδακα. Οι αλόες παίρνουν μερικές φορές τις διαστάσεις μεγάλων δενδρωδών φυτών. Διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος: κάποια είδη είναι φυτά εσωτερικών χώρων, ενώ άλλα μπορεί να φτάσουν το ύψος αρκετών μέτρων και γι' αυτό θα πρέπει να καλλιεργούνται σε μεγάλους κήπους, κυρίως στις μεσογειακές περιοχές.
Το πολύτιμο παχύρευστο υγρό από τα φύλλα της αλόης είναι βασικό συστατικό σε πολλά σκευάσματα, καθώς έχει δεκάδες φαρμακευτικές χρήσεις που είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Με πιθανή καταγωγή από την Βόρεια Αφρική, τις Κανάριους Νήσους και το Πράσινο Ακρωτήρι, πολλά είδη έχουν εγκλιματιστεί σε χώρες με εύκρατο κλίμα, όπου καλλιεργούνται για τα όμορφα φύλλα και τις θεαματικές ταξιανθίες τους. Στις τροπικές χώρες, από μερικά είδη αλόης κατασκευάζονται πολύ ανθεκτικά σχοινιά και χοντρά υφάσματα. Η αλόη βέρα μεγαλώνει σε άνυδρα κλίματα, συναντάται ευρέως στην Αφρική καθώς και σε άλλες άνυδρες περιοχές.
Η καλλιέργεια της αλόης στην Ελλάδα, έχει αναπτυχθεί αισθητά τις τελευταίες δεκαετίες και παρατηρούνται καλλιέργειές της σε όλους τους νομούς της Κρήτης (Λασιθίου, Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων). Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί συνεταιρισμοί και εταιρείες για την προώθηση και επεξεργασία της αλόης αλλά και των προϊόντων της.
Η αλόη (Aloe vera) ανήκει στην οικογένεια Aloaceae και η διάκριση της από συγγενή είδη μπορεί να γίνει από το γεγονός ότι σχηματίζει απλή ή ελαφρώς διακλαδισμένη ταξιανθία, ενώ τα φυτά παράγουν πολλές παραφυάδες. Είναι ένα πολυετές παχύφυτο βραδείας ανάπτυξης, που φτάνει μέχρι τα 160cm σε ύψος, δεν σχηματίζει κεντρικό βλαστό ή και στην περίπτωση που σχηματίζει έχει μικρό μήκος που φτάνει μέχρι τα 30cm. Τα φύλλα είναι 16-20 στον αριθμό, με ελαφριά όρθια ανάπτυξη και σχηματίζουν πυκνή διάταξη ροζέτας στην βάση τους ή οποία ανοίγει προς τα πάνω. Είναι παχιά και σαρκώδη με πλατύ και λογχοειδές σχήμα, οδοντωτά στην περιφέρεια, λόγω των λευκών αγκάθων μήκους περίπου 2mm. Αποτελούνται από τέσσερα στρώματα: τον φλοιό, τον υποφλοιώδη χιτώνα (sap), το στρώμα της κόλλας (latex) και το παρέγχυμα (πολφός).
Ο φλοιός τους εξωτερικά είναι σκληρός και κηρώδης και εσωτερικά εμπεριέχει ένα υγρό σαν γέλη, το οποίο επιτρέπει την αποθήκευση νερού και θρεπτικών συστατικών και συμβάλλει στην επιβίωση του φυτού σε περιόδους ξηρασίας. Σε νεαρή ηλικία, έχουν ένα ελαφρύ πράσινο χρώμα το οποίο αλλάζει σε βαθύ πράσινο κατά την ωρίμανση, ενώ στην επιφάνεια των ελασμάτων μπορεί κάποιες ποικιλίες να εμφανίσουν λευκά στίγματα. Φυτρώνουν απευθείας από τη βάση του φυτού, χωρίς μίσχο και κυκλικά, και μπορεί να ξεπεράσουν τα 50cm σε μήκος, και τα 8-10cm σε πλάτος, ενώ το πάχος τους είναι περίπου 5cm. Tα άνθη αναπτύσσονται από το κέντρο του φυτού με μορφή απλής ή διακλαδιζόμενης βοτρυώδους ταξιανθίας που φέρεται στο άκρο ανθοφόρου βλαστού μήκους 60-90cm.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, τριμερή, μήκους μέχρι 3cm, διογκωμένα στην περιοχή της ωοθήκης με αποχρώσεις που ποικίλουν από κίτρινο ως πορτοκαλί ή κόκκινο. Ο καρπός είναι κάψα, πολυχώρος, πολύσπερμος και φέρει χωρίσματα κατά μήκος των χώρων της ωοθήκης τα οποία κατά την ωρίμανση διαχωρίζονται και γίνεται η απελευθέρωση των σπόρων. Οι σπόροι είναι χρώματος σκούρου καφέ, έχουν μήκος 7mm και φέρουν πτερύγια.
Αλόη η δενδρώδης (Aloe arborescens ή aloe arborea)
Κατάγεται από τη νότιο Αφρική και είναι δενδρώδες είδος, που φτάνει το ύψος των 4 μέτρων, χάρη σε ένα ψηλό, μη διακλαδισμένο στέλεχος, στην άκρη του οποίου σχηματίζεται ένας θύσανος φύλλων. Τα άνθη του, που είναι κόκκινα, κάνουν την εμφάνιση τους τον Ιούνιο.
Αλόη η αθερώδης (Aloe aristata)
Κατάγεται από τη νότιο Αφρική, είναι ανθεκτική και μπορεί να καλλιεργηθεί στο ύπαιθρο σε κλίματα όχι υπερβολικά ψυχρά, ούτε και πολύ υγρά. Είδος με περιορισμένο ανάστημα (ύψος 10-15 εκ.), έχει πορτοκαλί άνθη, ενωμένα σε βότρεις μήκους 30 εκ. περίπου.
Αλόη η μεμακρυσμένη (Aloe distans)
Παρουσιάζει μια λίγο ή πολύ διακλαδισμένη ταξιανθία, με ύψος 50 εκατοστών και κόκκινου χρώματος, που κάνει την εμφάνιση της αρχές καλοκαιριού. Τα φύλλα είναι γλαυκά, μυτερά και αγκαθωτά στην άκρη. Είναι ένα είδος με περιορισμένο ανάστημα (ύψος 20-25 εκατοστών).
Αλόη η θηριώδης (Aloe ferox)
Με προέλευση από τη νότιο Αφρική, είναι είδος βραδείας ανάπτυξης και μπορεί να ξεπεράσει το ύψος των 3μέτρων. Τα άνθη της ανοίγουν τον Μάρτιο και είναι ενωμένα σχηματίζοντας μακριούς βότρεις.
Αλόη η σαπωναρία (Aloe saponaria)
Ο ρόδακας αποτελείται από μεγάλα ζωηρά πράσινα φύλλα, με μικρές ανοιχτόχρωμες κηλίδες και οδοντωτή αγκαθωτή παρυφή. Παράγει ταξιανθία ύψους μέχρι 70 εκατοστών.
Αλόη η ραβδωτή (Aloe striata)
Χαρακτηριστικό αυτού του είδους είναι τα ανοιχτοπράσινα ή κοκκινωπά φύλλα με άσπρες ραβδώσεις στην παρυφή. Τα άνθη του είναι κιτρινωπά (σπανιότερα κόκκινα) και κάνουν την εμφάνιση τους το καλοκαίρι. Το ύψος του φτάνει περίπου το μισό μέτρο.
Αλόη η ποικιλόχρους (Aloe variegata)
Η καταγωγή του είναι από τη νότιο Αφρική, δεν έχει κορμό, το ύψος του φτάνει τα 30 εκατοστά και τον Μάρτιο - Απρίλιο βγάζει κόκκινα άνθη. Είναι κατάλληλη για εσωτερικούς χώρους επειδή δεν χρειάζεται στεγανή ατμόσφαιρα.
Το φυτό πολλαπλασιάζεται κυρίως αγενώς με την χρήση παραφυάδων, καθώς η χρήση του σπόρου δημιουργεί προβλήματα εξαιτίας της αργής έναρξης βλάστησης και της καθυστερημένης αρχικής ανάπτυξης των νεαρών φυταρίων. Μειωμένος σχηματισμός παραφυάδων μπορεί να είναι αποτέλεσμα της έλλειψης νερού. Οι παραφυάδες αφαιρούνται από το μητρικό φυτό όταν φτάσουν το μήκος των 15-20cm και καλλιεργούνται σε φυτώριο τον 1ο χρόνο της ανάπτυξής τους. Ως μέθοδοι πολλαπλασιασμού μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ο μικροπολλαπλασιασμός με in-vitro καλλιέργεια βλαστικών μεριστωμάτων, όπως και η in-vitro παραγωγή έκφυτων από την βάση των φύλλων.
Είναι φυτό εντομόφιλο, ωστόσο η επικονίαση γίνεται κυρίως με την βοήθεια των πουλιών. Στην Αφρική όπου αυτοφύεται, η άνθιση και καρπόδεση του φυτού γίνεται φυσιολογικά, αλλά σε κάποιες περιοχές που καλλιεργείται και οι συνθήκες δεν επιτρέπουν τον σχηματισμό γόνιμης γύρης, συνδυαστικά με φαινόμενα αυτοσυμβατότητας, μπορεί να μην έχουμε την παραγωγή καρπών και σπόρων.
Πριν πραγματοποιηθεί η φύτευση, γίνεται μια αναμόχλευση του εδάφους σε μικρό βάθος (20-30cm), λόγω του ριζικού συστήματος της που είναι επιπόλαιο. Θα πρέπει στη συνέχεια να γίνουν 1-2 κατεργασίες με φρέζα για ισοπέδωση του εδάφους και έπειτα ακολουθεί η δημιουργία αναχωμάτων με διαστάσεις που ποικίλουν ανάλογα με το αρδευτικό σύστημα που έχει εγκατασταθεί στην φυτεία, την κλίση του εδάφους κ.ά..
Τα νεαρά φυτά φυτεύονται στην τελική τους θέση, με πυκνότητα που μπορεί να φτάσει τα 6.000 φυτά/ στρέμμα, ωστόσο σε εκτατικής μορφής καλλιέργεια συνηθίζονται αποστάσεις τουλάχιστον 50cm επί και μεταξύ των γραμμών φύτευσης (μέχρι 4.000 φυτά/ στρέμμα). Ιδανική πυκνότητα για εντατικής μορφής καλλιέργεια θεωρούνται τα 15.000 φυτά ανά εκτάριο, με χρήση αρδευτικού συστήματος σταγόνας και κάλυψη του εδάφους με πολυαιθυλένιο.
Μεγαλύτερα φύλλα δίνουν οι μικρότερες πυκνότητες, με μικρότερη ωστόσο συνολική παραγωγή σε γέλη. Μπορεί να γίνει συγκαλλιέργεια με κάποιο άλλο ετήσιο φυτό, κατά τον πρώτο χρόνο εγκατάστασης και δεδομένης της χαμηλής επιφανειακής κάλυψης της φυτείας, γεγονός που θα αυξήσει το εισόδημα του παραγωγού και παράλληλα θα βελτιώσει την δομή και την σύσταση του εδάφους.
Τα φυτά φυτεύονται Μάρτιο ή Σεπτέμβριο, 1200-1300 φυτά/ στρέμμα, σε αποστάσεις 75x75cm και σε βάθος 15-20cm και εισέρχονται σε πλήρη απόδοση το 4ο έτος. Τότε μπορούμε από κάθε φυτό να πάρουμε το λιγότερο 4 φύλλα, 3-4 φορές το χρόνο και συνολικά από ένα στρέμμα 13.000 φύλλα. Επειδή το κάθε φύλλο έχει βάρος από 400 – 800gr, το ένα στρέμμα αποδίδει 7.000kg φύλλων τα οποία περιέχουν περίπου 70-80% γέλης.
Σε όλα τα στάδια της καλλιέργειας, το έδαφος θα πρέπει να παραμένει καθαρό από ζιζάνια. 2-3 βοτανίσματα τον χρόνο, ακολουθούμενα από ελαφρά σκαλίσματα, προωθούν την ανάπτυξη των φυτών και την δημιουργία παραφυάδων. Το πρώτο βοτάνισμα-σκάλισμα συνίσταται να πραγματοποιηθεί τον 1ο μήνα από την εγκατάσταση της φυτείας. Επίσης, θα πρέπει να γίνονται τακτικοί έλεγχοι για να αφαιρούνται άρρωστα, μη παραγωγικά φυτά και αφαίρεση των ξερών ανθικών στελεχών.
Η αλόη αναπτύσσεται σε μεγάλο εύρος κλιματικών συνθηκών, ενώ προτιμά τα καλά αποστραγγιζόμενα, αμμώδη ή πηλώδη εδάφη. Μπορεί να αναπτυχθεί σε πετρώδη ξηρά και φτωχά από θρεπτικής άποψης εδάφη, ωστόσο η καλλιέργεια της συνίσταται να γίνεται σε πλούσια και γόνιμα εδάφη για την μέγιστη απόδοση. Ως προς την αντίδραση του εδάφους, καταλληλότερα θεωρούνται τα εδάφη με ελαφρώς αλκαλική αντίδραση, ενώ αν καλλιεργηθεί σε αλκαλικά εδάφη (pH≥8) η ανάπτυξη του φυτού θα είναι περιορισμένη και αργή. Δεν έχει αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά μπορεί να αντέξει σε θερμοκρασίες μέχρι -3oC.
Η ιδανική θερμοκρασία για την ανάπτυξη του φυτού είναι μεταξύ 20-25oC και καλό θα είναι να αποφεύγονται οι απότομες αλλαγές θερμοκρασίας από ημέρα σε νύχτα. Αναπτύσσεται σε κλίματα που κυμαίνονται από εύκρατα ως τροπικά και δεν αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του σε νερό (95%). Είναι φωτόφιλο φυτό, αλλά η καλλιέργεια του μπορεί να γίνει και σε ελαφρώς σκιερές τοποθεσίες. Στις υποτροπικές περιοχές τον χειμώνα εισέρχεται σε λήθαργο και έτσι περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες του σε νερό. Έχει ευαισθησία στα δυνατά ρεύματα του αέρα γιατί μπορεί να σπάσουν τους βλαστούς και τα φύλλα του.
Τα φυτά της μπορούν να αντέξουν μεγάλες περιόδους χωρίς πότισμα, η άρδευση όμως στις κρίσιμες φάσεις ανάπτυξης του φυτού είναι βασικός παράγοντας επιτυχίας της καλλιέργειας. Η πρώτη άρδευση συνίσταται ακριβώς μετά τη φύτευση και θα πρέπει να ακολουθήσουν άλλες 2-3 μέχρι να βεβαιωθούμε ότι το φυτό έχει πιάσει. Στη συνέχεια, χρειάζονται μόνο 4 με 6 αρδεύσεις ετησίως. Για κάθε επόμενο πότισμα, το χώμα θα πρέπει να έχει ξεραθεί τελείως.
Δεν χρησιμοποιούνται χημικά λιπάσματα, αφού η καλλιέργεια της αλόης γίνεται κατά κανόνα βιολογικά. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην αζωτούχο λίπανση για να εξασφαλιστούν οι ιδανικές αποδόσεις, συνίσταται η εφαρμογή 5kg αζώτου στο στρέμμα. Η κοπριά μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρκετά συχνά, καθώς βελτιώνει τη δομή και τη σύσταση του εδάφους, σε ποσότητες που κυμαίνονται στους 1-1,5 τόνους/ στρέμμα.
Η συγκομιδή των φύλλων της ξεκινά περίπου 3 χρόνια μετά τη φύτευση και μπορεί να συνεχιστεί για ένα διάστημα 7 περίπου χρόνων. Το έκκριμα του φυτού συλλέγεται μετά από δημιουργία εγκάρσιων τομών στην βάση των ώριμων φύλλων και κοντά στον βλαστό, ενώ παράλληλα τα φύλλα τοποθετούνται με τέτοιον τρόπο που να επιτρέπει την συλλογή από τις σταγόνες απευθείας μέσα σε δοχεία ή πάνω σε μουσαμάδες έχουν στρωθεί γύρω από τα φυτά προηγουμένως. Η συλλογή του εκκρίματος, μπορεί επίσης να γίνει και με σύνθλιψη των φύλλων ή με εμβάπτιση τους σε κρύο ή ζεστό νερό.
Η τομή των φύλλων γίνεται συνήθως νωρίς το πρωί και χρειάζονται 4-5 ώρες μέχρι να συλλεχθεί το έκκριμα. Για να παραχθεί η γέλη γίνεται συγκομιδή των φύλλων με το χέρι με κοφτερό μαχαίρι, η οποία συγκομιδή μπορεί να πραγματοποιηθεί ετησίως έως και τρεις φορές, σε διαστήματα των τριών μηνών. Η συγκομιδή αφορά φύλλα μήκους μεγαλύτερα των 25 εκατοστών, τα οποία δεν θα πρέπει να είναι πολύ γερασμένα γιατί έχουν μειωμένη περιεκτικότητά σε γέλη και έτσι υποβαθμίζεται η ποιότητα του προϊόντος.
Θα πρέπει επίσης, να πετάμε τα φύλλα με νεκρωτικές κορυφές ή άλλη μορφή ζημιών, καθώς η χρήση τους θα υποβαθμίσει την ποιότητα της γέλης λόγω επιμολύνσεων με βακτήρια. Αυτό το γεγονός, ότι απαιτείται διαλογή των φύλλων, κάνει την μηχανική συλλογή σχεδόν αδύνατη. Τέλος, η συγκομιδή των φύλλων γίνεται συνήθως Οκτώβριο-Νοέμβριο, ενώ των ανθών Δεκέμβριο-Ιανουάριο.
Η αλόη δεν έχει αντοχή στους παγετούς και το πολύ νερό. Μία σημαντική μυκητολογική ασθένεια που μολύνει το φυτό είναι η μελανή κηλίδωση, που δημιουργεί μαύρες κηλίδες στο φύλλωμα. Αντιμετωπίζεται ψεκάζοντας διάλυμα υγρού (γλυκονικού) χαλκού στα φύλλα της αλόης. Ο ψεκασμός θα πρέπει να γίνεται σούρουπο, όταν επικρατούν θερμοκρασίες χαμηλότερες των 28°C, ώστε να μην δημιουργηθούν εγκαύματα στο φύλλωμα.
Σε γενικές γραμμές, η αλόη είναι ανθεκτική στην προσβολή από έντομα, όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις παρατηρείται ψευδόκοκκος και μελίγκρα. Για να μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε οικολογικά, θα πρέπει να ψεκάζουμε με θερινό πολτό ή σπάπωνες αλάτων καλίου. Το σαλιγκάρι αποτελεί έναν ακόμη εχθρός για τα φύλλα της αλόης. Η τοποθέτηση στάχτης γύρω από τα φυτά είναι μια αποτελεσματική οικολογική μέθοδος αντιμετώπισης του.
Βιβλιογραφία:
Jat, Sanskar & Reddy, R & Bansal, Ruchi & Manivel, "Good Agricultural Practices for Aloe", P. (2015).
Dr. Vallabh Chandegara, “Aloe Vera - Development of Gel Extraction Process for Aloe Vera leaves”, 2015, LAMBERT Academic Publishing