Η φραγκοσυκιά (Οπουντία συκή η ινδική - Opuntia ficus indica) ανήκει στην οικογένεια Κακτίδες (Cactaceae). Είναι παχύφυτο με καταγωγή από την κεντρική και τη νότια Αμερική. Ήρθε στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου και η διάδοση του έγινε και σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες, όπου ήδη απαντά αυτοφυής. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιοχές, όπως η νότια Ιταλία, υπάρχουν και ειδικές καλλιέργειες φραγκοσυκιάς. Οι καρποί της – τα φραγκόσυκα – είναι γεμάτοι χυμούς και πλούσιοι σε σάκχαρα, χρησιμοποιούνται είτε για άμεση κατανάλωση, είτε για την παρασκευή οινοπνεύματος. Η πλειοψηφία των εξαγωγών φραγκόσυκων ανήκει σε γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Τυνησία και η Αλγερία όπου καλλιεργούνται σε μεγάλες εκτάσεις. Σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εξαγωγές του φραγκόσυκου φτάνουν τους 25.000 τόνους.
Είναι ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό που καλλιεργείται σε πολλές μεσογειακές χώρες και στην Ελλάδα. Στην Κύπρο και στην Κρήτη είναι γνωστή με την ονομασία παπουτσοσυκιά και καπλοσυκιά. Ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει μία εναλλακτική καλλιέργεια για πολλά μέρη της χώρας μας με ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα. Έχει ενταχθεί στις προωθούμενες καλλιέργειες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης στους νομούς της Κρήτης, καθώς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος με ανάλογο κλίμα, όπως είναι οι νομοί Λακωνίας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, Ηλείας, Πειραιώς (Τροιζηνία, Κύθηρα και Πόρο), Κυκλάδων, Δωδεκανήσου, Σάμου και Ευβοίας.
Η φραγκοσυκιά μπορεί να φτάσει σε ύψος 4-5 μ. Το κύριο στέλεχος σχηματίζεται από σαρκώδη και πλατιά στοιχεία με ωοειδές σχήμα, που λέγονται «κλαδώδια» και φύονται το ένα πάνω στο άλλο. Στις «θηλές» των «κλαδωδίων» σχηματίζονται μικροί θύσανοι από αγκάθια και σκληρές τρίχες. Τα λουλούδια βγαίνουν συνήθως πάνω στις στρογγυλεμένες παρυφές των φύλλων (κλαδωδίων) κατά το Μάιο ή και αργότερα, ανάλογα με το κλίμα της περιοχής, και έχουν κίτρινο χρώμα. Οι καρποί, που είναι μεγάλες ράγες με άσπρο, κίτρινο ή κόκκινο χρώμα, ωριμάζουν το καλοκαίρι (Ιούλιο – Αύγουστο) και είναι συνήθως ενωμένοι ανά 4-5 μαζί. Έχουν χοντρή φλούδα με μικρούς θυσάνους από σκληρές τρίχες, ενώ η σάρκα τους είναι γλυκιά, εύγευστη και περικλείει πλήθος μικρών σπόρων. Οι καρποί μαζεύονται πιάνοντάς τους μ' ένα πανί, για ν' αποφύγετε τα αγκάθια τους που βγαίνουν πολύ δύσκολα από το χέρι. Η φλούδα τους αφαιρείται με τομή, σε σχήμα σταυρού.
Υπάρχουν πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες φραγκοσυκιάς στη χώρα μας, οι περισσότερες με αγκάθια και κάποιες χωρίς αγκάθια. Οι ποικιλίες φραγκοσυκιάς διαχωρίζονται κυρίως σε λευκές ποικιλίες (Muscaredda) με λευκή σάρκα καρπού, σε κίτρινες ποικιλίες (Sulfarina) με κίτρινο χρώμα σάρκας και σε κόκκινες (Sanguigna) με κόκκινο χρώμα σάρκας. Στην Ιταλία το είδος που έχει τη μεγαλύτερη διάδοση είναι η Sulfarina, λόγω της μεγαλύτερης παραγωγικότητας που δείχνει στα εντατικά συστήματα καλλιέργειας. Η τάση σήμερα είναι να καλλιεργούνται και τα 3 είδη, ώστε να υπάρχει στην αγορά ένα προϊόν που να χαρακτηρίζεται από καρπούς με διάφορα χρώματα. Υπάρχουν επίσης και ποικιλίες φραγκόσυκου που έχουν πορτοκαλί χρώμα εσωτερικά του καρπού. Επιπλέον, οι ποικιλίες της φραγκοσυκιάς διαφοροποιούνται ανάλογα την εποχή ωρίμανσης σε πρώιμες, που ωριμάζουν μέσα στο καλοκαίρι, και όψιμες ποικιλίες που ωριμάζουν μέσα στο φθινόπωρο, όπως οι:
Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με σπόρους αλλά και με μοσχεύματα που προέρχονται από βλαστούς ηλικίας ενός ή δύο ετών. Πολλαπλασιάζεται δύσκολα με σπέρματα, ευκολότερα όμως με μοσχεύματα. Ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα γίνεται με κομμάτια των βλαστών, τα οποία αφήνονται μερικές ημέρες επάνω στο χώμα στην ύπαιθρο ώστε να επουλωθεί η τομή του βλαστού και κατόπιν φυτεύονται στον αγρό για να αποκτήσουν ρίζες. Αν η φύτευση γίνει τον χειμώνα, φυτεύεται ο βλαστός κατακόρυφα στο χώμα, με τέτοιο τρόπο ώστε ο μισός να είναι μέσα στο χώμα και ο μισός έξω. Αν η φύτευση γίνει το καλοκαίρι, αφήνεται ένας βλαστός στην επιφάνεια του εδάφους σε οριζόντια θέση και από το κάτω μέρος του βλαστού εξέρχονται έπειτα από λίγες ημέρες μικρές ρίζες.
Κατάλληλη εποχή για τη φύτευση της, είναι στις αρχές της άνοιξης, αφού περάσουν οι παγωνιές του χειμώνα. Πριν την φύτευση της φραγκοσυκιάς, ισοπεδώνουμε το έδαφος, το οργώνουμε και ενσωματώνουμε κοπριά και κομπόστ για να αυξήσουμε την περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και θρεπτικά συστατικά. Η φύτευση της φραγκοσυκιάς γίνεται σε αποστάσεις φύτευσης 5 μέτρα μεταξύ των θέσεων φύτευσης και 5 μέτρα μεταξύ των γραμμών φύτευσης, δηλαδή περίπου 40 φυτά ανά στρέμμα. Συνίσταται η φύτευση τους να γίνεται με προσανατολισμό βορρά-νότου για να δέχεται η καλλιέργεια μεγαλύτερη έκθεση στις ηλιακές ακτίνες.
Οι φραγκοσυκιές δεν χρειάζονται κλάδεμα κάθε χρόνο και δεν έχουν συγκεκριμένο τρόπο κλαδέματος ως προς τη διαμόρφωση τους. Κατά το κλάδεμα της φραγκοσυκιάς, απομακρύνουμε ξερούς και αδύναμους βλαστούς ή κακοσχηματισμένους που εμποδίζουν τις καλλιεργητικές εργασίες που θέλουμε να κάνουμε. Μετά την πρώτη ανθοφορία του φυτού μπορείτε να αφαιρέσετε τα λουλούδια και τους μικρούς άγουρους καρπούς. Η εργασία αυτή πρέπει να γίνεται κάθε δεύτερο χρόνο ώστε να παράγει το φυτό μεγαλύτερους και πιο νόστιμους καρπούς, αλλά το φθινόπωρο και όχι το καλοκαίρι. Επίσης, κάθε 4 χρόνια, καλό είναι ν' αφαιρούνται τα «φύλλα» (κλαδώδια) της βάσης του φυτού, καθώς και αυτά που έχουν υποστεί ζημιές.
Η καλλιέργεια της φραγκοσυκιάς ευδοκιμεί σε ξηροθερμικά κλίματα, καθώς αγαπά τον ήλιο και είναι ανθεκτικό στην έλλειψη νερού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η φραγκοσυκιά αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού και θρεπτικών στοιχείων στους βλαστούς της, ενώ η απώλεια νερού από τα φύλλα (αγκάθια) είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Είναι πολύ ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού και σχετικά ευαίσθητη στην παγωνιά του χειμώνα. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που διαθέτει είναι ότι μπορεί να φυτευτεί σχεδόν σε όλους τους τύπους των εδαφών, ακόμα και σε πετρώδη, ξηρά και άνυδρα εδάφη. Διαθέτει τόσο ισχυρό ριζικό σύστημα που μπορεί να διασπάσει ακόμα και πετρώματα. Στα αργιλώδη και ασβεστώδη εδάφη ευδοκιμεί λιγότερο απ' όσο στα μέσης συστάσεως. Η ανάπτυξή της σε βραχώδη εδάφη επιτυγχάνεται χάριν του ισχυρού συστήματος ριζών το οποίο διαθέτει και σταδιακά προκαλεί διάσπαση και αποσάθρωση αυτών.
Η καλλιέργεια της φραγκοσυκιάς έχει μικρές απαιτήσεις σε πότισμα, καθώς μπορεί και αποθηκεύει νερό μέσω της ατμοσφαιρικής υγρασίας. Αν και είναι ανθεκτική στην ξηρασία, η φραγκοσυκιά απαιτεί πότισμα τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την περίοδο καρποφορίας, ώστε να αυξηθεί το μέγεθος των καρπών και η ποσότητα παραγωγής. Για το πότισμα της φραγκοσυκιάς, μπορεί να γίνει εγκατάσταση συστήματος ποτίσματος πλαστικών σωλήνων με σταγόνες για εξοικονόμηση νερού.
Η φραγκοσυκιά παρουσιάζει επίσης μειωμένες απαιτήσεις σε λίπανση για να έχει καλή ανάπτυξη και παραγωγή. Η προσθήκη πλήρους βιολογικού λιπάσματος με υψηλή περιεκτικότητα σε φώσφορο και κάλιο, στις αρχές της άνοιξης, για αύξηση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής φραγκόσυκων. Η προσθήκη συμπληρωματικής λίπανσης με ασβέστιο βοηθά στην παραγωγή καλύτερης ποιότητας φραγκόσυκων, πιο συνεκτικών και με μεγαλύτερη διάρκεια αποθήκευσης.
Η φραγκοσυκιά καρποφορεί μετά το 3ο έτος και φτάνει σε πλήρη παραγωγή στο 6ο – 7ο έτος της καλλιέργειας. Μια φραγκοσυκιά παράγει περίπου 50 κιλά φραγκόσυκων, ενώ όταν ποτίζεται μπορεί να ξεπεράσει τα 100 κιλά. Να σημειωθεί ότι η διάρκεια της παραγωγικής ζωής της φραγκοσυκιάς ξεπερνά τα 80 χρόνια. Η συλλογή των καρπών ξεκινά τέλη καλοκαιριού για την πρώιμη παραγωγή και συνεχίζεται μέχρι τέλη φθινοπώρου για πιο όψιμη. Η συγκομιδή των φραγκόσυκων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή λόγω των αγκαθιών, γι' αυτό γίνεται χρήση χοντρών γαντιών, κοφτερού μαχαιριού και ειδικών λαβίδων που μας επιτρέπουν να τα συλλέξουμε ευκολότερα. Η συγκομιδή γίνεται νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, καθώς αυτές τις ώρες τα αγκάθια του φραγκόσυκου είναι πιο μαλακά. Για μεγαλύτερη διάρκεια στη διατήρηση των καρπών, είναι χρήσιμο κατά τη συγκομιδή να κόβονται οι καρποί μαζί με μικρό τμήμα των βλαστών, λίγων χιλιοστών. Για το ευκολότερο καθάρισμα των φραγκόσυκων, οι καρποί μπορούν να τοποθετηθούν στην κατάψυξη για να μαλακώσουν τα αγκάθια ή σε μια σακούλα με παγωμένο νερό.
Η φραγκοσυκιά παρουσιάζει μεγάλη αντοχή σε προσβολές από ασθένειες και έντομα. Σε συνθήκες υπερβολικής υγρασίας, μπορεί να εμφανιστεί σάπισμα της ρίζας της φραγκοσυκιάς που οφείλεται σε προσβολή από μυκητολογική ασθένεια. Οι καρποί της φραγκοσυκιάς μπορεί να προσβληθούν από μύγα της Μεσογείου, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί οικολογικά με τοποθέτηση κίτρινων χρωμοελκυστικών παγίδων με κόλλα. Ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να συναντήσουμε στην καλλιέργεια της φραγκοσυκιάς είναι τα ποντίκια που τρώνε τα φραγκόσυκα. Επίσης, μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε τα σαλιγκάρια που προσβάλλουν την τρυφερή βλάστηση της φραγκοσυκιάς, χρησιμοποιώντας στάχτη ή φωσφορικό σίδηρο που τοποθετούμε γύρω από τα φυτά ώστε να δημιουργηθεί ένα φυσικό τείχος προστασίας.