Η γαρδένια (Gardenia augusta) καλλιεργείται για τα μεγάλα αρωματικά λευκά άνθη της, παράγεται εμπορικά από ειδικές ανθοκομικές μονάδες και πωλείται σαν φυτό γλάστρας για εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, σα φυτό κήπου και για την παραγωγή κομμένων ανθέων για στολισμούς σε ειδικές περιπτώσεις (γάμους κ.ά.). Είναι φυτό ιθαγενές της Κίνας, εισήχθη στην Ευρώπη το 1763, ενώ κατάγεται από τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια Rubiaceae, η οποία περιλαμβάνει, επίσης είδη του φυτού του καφέ (Coffeasp.) και άλλα ανθοκομικά είδη των γενών ιξόρα (Ixora) και πεντάς (Pentas).
Η γαρδένια είναι φυτό πολύ δημοφιλές στη χώρα μας και καλλιεργείται σε μερικές περιοχές με κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες, στο ύπαιθρο ή σε θερμοκήπια. Στο Πήλιο υπάρχει παράδοση στην καλλιέργεια της γαρδένιας και ασκείται από οικογενειακής μορφής εκμεταλλεύσεις που άρχισαν πριν από 40 σχεδόν χρόνια.Με τον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας παράγονται φυτά υψηλά, καλά διακλαδισμένα σε μεγάλες γλάστρες που πολλές φορές μεταφυτεύονται από τον αγοραστή σε μεγαλύτερα μεταλλικά δοχεία, βαρελάκια κ.ά.. Στην εσωτερική αγορά υπάρχει ακόμη η ζήτηση τέτοιων φυτών και παράγονται από αρκετά φυτώρια (Βόλος, Αττική κ.ά.).
Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε από επιχειρηματίες νέα τεχνική καλλιέργειας με χρησιμοποίηση επιβραδυντών αύξησης για τη δημιουργία πυκνών φυτών μικρού ύψους ή συμπαγών (compact) φυτών για την προώθησή τους στις αγορές του εξωτερικού με καλά αποτελέσματα. Οι πρώτες μονάδες επιχειρηματικής καλλιέργειας compact φυτών γαρδένιας άρχισε τα μέσα της 10ετίας του 1980 με πολύ μικρή στην αρχή παραγωγή για εξαγωγή, με τις πρώτες περιοχές παραγωγής στη χώρα μας να είναι η Μαγνησία και, στη συνέχεια, η Πάτρα. Σήμερα παρατηρούνται καλλιέργειες στο νομό Μαγνησίας θερμοκηπιακές και ελάχιστες υπαίθριες. Η νάνα γαρδένια είναι η κύρια εξαγωγική καλλιέργεια ανθισμένων φυτών γλάστρας στη χώρα μας.
Εκτός από φυτό γλάστρας, η γαρδένια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παραγωγή δρεπτών ανθέων. Στην Αττική η καλλιέργεια γαρδένιας είχε αρχίσει κυρίως για την παραγωγή δρεπτών ανθέων λόγω της ζήτησης από τους καταναλωτές της πρωτεύουσας. Η παραγωγή δρεπτών ανθέων συνεχίζεί σήμερα στους νομούς Αττικής και Μαγνησίας.
Περίπου 250 είδη τροπικών ή υποτροπικών θάμνων ή μικρών δένδρων περιλαμβάνονται στο γένος Gardenia. Υπάρχουν πολλά είδη και ποικιλίες γαρδένιας, από νάνες ποικιλίες που διαθέτουν ύψος 50-60 εκατοστά μέχρι μικρά δενδρύλλια που ξεπερνούν σε ύψος τα τρία μέτρα. Μερικά από αυτά είναι:
Κοινή γαρδένια, γαρδένια η ιασμινοειδής (Gardenia jasminoides): Η πιο γνωστή ποικιλία γαρδένιας που ξεχωρίζει για το καταπράσινο φύλλωμα της και το χαρακτηριστικό έντονο άρωμα των λουλουδιών της.
Γαρδένια η μεγανθής (Gardenia grandiflora)
Η γαρδένια μεγανθής ξεχωρίζει με το μεγάλο μέγεθος των λουλουδιών της. Την φυτεύουμε σε γλάστρες.
Λεμονογαρδένια (Tabernaemontana divaricata)
Γνωστή και ως μοσχογαρδένια, πρόκειται για ένα διαφορετικό είδος που έχει προκύψει από διασταυρώσεις. Η λεμονογαρδένια είναι αρκετά πιο ανθεκτική από την κοινή γαρδένια και διαθέτει μικρότερα λουλούδια .
Αν και οι περισσότεροι δεν κλαδεύουν τις γαρδένιες, είναι απαραίτητο να γίνεται κάθε χρόνο για να εξασφαλίζεται πλούσια βλάστηση και ικανοποιητική ανθοφορία. Κατάλληλη εποχή για κλάδεμα είναι στις αρχές της άνοιξης, την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, αφού περάσουν οι παγωνιές του χειμώνα. Είναι σημαντικό να κλαδεύεται η γαρδένια εγκαίρως, καθώς αν καθυστερήσει και κλαδευτεί στις αρχές του καλοκαιριού, μετά το τέλος της πρώτης ανθοφορίας, αυτό έχει σαν συνέπεια να χαθούν τα φθινοπωρινά λουλούδια και να περιοριστεί η ανάπτυξη των βλαστών.
Αρχικά, κατά το κλάδεμα της γαρδένιας, αφαιρούνται οι ξεροί και αδύναμοι βλαστοί καθώς και τα κιτρινισμένα φύλλα. Στη συνέχεια, αν το φύλλωμα της γαρδένιας είναι πολύ αραιό, κορφολογούνται οι βλαστοί της, κόβοντας περίπου το 1/3 του μήκους των. Με αυτόν τον τρόπο κλαδέματος, η γαρδένια θα αποκτήσει πιο συμπαγές και πυκνό φύλλωμα και σταδιακά θα μας χαρίσει πλούσια και παρατεταμένη ανθοφορία.
Στην αρχή οι γλάστρες τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη και στη συνέχεια αραιώνονται προοδευτικά μέχρι και το τελευταίο στάδιο πριν την προώθηση τους στην αγορά. Στο τελευταίο στάδιο πρέπει να απέχει η μία γλάστρα από την άλλη 25 περίπου cm. Με τον τρόπο αυτό τοποθετούνται στο στρέμμα 17000-18000 γλάστρες. Η τοποθέτησή τους πρέπει να γίνει σε κυκλική διάταξη με 6 γλάστρες περιφερειακά και μία στο κέντρο του κύκλου, ώστε κάθε γλάστρα να έχει τον ίδιο χώρο για να αναπτυχθούν ομοιόμορφα και συμμετρικά όλα τα φυτά.
Η γαρδένια είναι ευαίσθητο φυτό και είναι σημαντικό να τη φυτεύουμε στην κατάλληλη θέση για να έχει υγιή ανάπτυξη και πλούσια ανθοφορία. Η γαρδένια αναπτύσσεται καλύτερα σε δροσερές ημισκιερές ή σκιερές θέσεις. Ο μεσημεριανός ήλιος προκαλεί εγκαύματα στα φύλλα της και πτώση των μπουμπουκιών. Προτιμάται σχετικά προφυλαγμένη θέση, μακριά από ζεστούς ανέμους, αλλά και από δυνατούς βοριάδες. Αποφεύγεται η τοποθέτηση της κοντά σε τοίχους και κάτω από τέντες για να διευκολύνεται ο σωστός αερισμός της. Για γαρδένιες που έχουν φυτευτεί σε γλάστρα σε μπαλκόνι, επιλέγονται σημεία με δυτική ή ανατολική έκθεση, ενώ αποφεύγονται μπαλκόνια με βορινό και νότιο προσανατολισμό.
Η γαρδένια είναι ευαίσθητη στην έντονη παγωνιά του χειμώνα και στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Ιδανικές θερμοκρασίες για να αναπτυχθεί και να ανθοφορήσει είναι σε ένα εύρος θερμοκρασιών από 10-20°C. Την περίοδο του χειμώνα, κι εφόσον η γαρδένια είναι σε σημείο εκτεθειμένο στο κρύο ή στους δυνατούς βοριάδες, καλό είναι να προστατεύεται με κάποιο νάυλον για αντιπαγετική προστασία του φυτού.
Συνήθως οι γαρδένιες μεταφυτεύονται μόλις αγοραστούν ανθισμένες από τα φυτώρια ή τα ανθοπωλεία, αν και πιο σωστό είναι να γίνει η μεταφύτευση αφού ολοκληρωθεί η ανθοφορία τους. Επίσης, θα χρειαστεί να μεταφυτευτούν εκείνες που διατηρούνται για αρκετό καιρό στην ίδια γλάστρα καθώς σε αυτή την περίπτωση το ριζικό σύστημα έχει γίνει πολύ πυκνό με αποτέλεσμα να έχουμε μαρασμό φύλλων και πτώση μπουμπουκιών. Για τη φύτευση τους σε κήπο, οι γαρδένιες φυτεύονται σε έδαφος με χαμηλό pH, αφού η γαρδένια ανήκει στα οξύφιλα φυτά, όπως η ορτανσία, η καμέλια και η αζαλέα, και αναπτύσσονται καλύτερα σε καστανόχωμα, ερεικόχωμα ή ελατόχωμα.
Η γαρδένια έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό λόγω του πλούσιου φυλλώματος της και των πολλών λουλουδιών της. Το σωστό πότισμα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη ζωή της γαρδένιας μας τόσο στο κήπο όσο και στην γλάστρα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο ποτίζουμε περίπου 2 φορές την εβδομάδα και το καλοκαίρι 2 φορές την ημέρα. Το καλοκαίρι μπορούμε να ψεκάσουμε τα φύλλα της γαρδένιας ώστε να διατηρήσουμε την υγρασία της. Η ποσότητα του νερού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από αυτή που χρειάζεται, καθώς το υπερβολικό πότισμα μπορεί να δημιουργήσει κιτρίνισμα στα φύλλα.
Η γαρδένια έχει μεγάλες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία και χρειάζεται τακτική λίπανση για να κρατήσει το έντονο πράσινο χρώμα της και να μας δώσει πολλά λουλούδια. Βάζουμε λίπασμα μια φορά το μήνα στις γαρδένιες μας, εκτός από τον Αύγουστο που έχουμε υψηλές θερμοκρασίες και τον Ιανουάριο που έχουμε χαμηλές θερμοκρασίες. Η γαρδένια χρειάζεται πλήρες λίπασμα ενισχυμένο σε κάλιο και μαγνήσιο. Διαλέγουμε λιπάσματα για οξύφιλα φυτά που ενισχύουν την ανθοφορία της γαρδένιας, χωρίς να επηρεάζουν το pH του εδάφους.
Οι πλέον ζημιογόνοι εχθροί της γαρδένιας είναι οι αφίδες, οι θρίπες, οι αλευρώδεις, ο τετράνυχος, ο ψευδόκοκκος, οι νηματώδεις και η υλέμια. Οι θρίπες αντιμετωπίζονται με προγραμματισμένες επεμβάσεις διότι δεν είναι πάντα εμφανής η προσβολή στα πρώτα της στάδια. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές ζημιές όπως η παραμόρφωση ανθέων και φύλλων που υποβαθμίζει το τελικό προϊόν. Οι υπόλοιποι εχθροί αντιμετωπίζονται με τη διαπίστωση των πρώτων εστιών προσβολής. Η καταπολέμηση γίνεται συνήθως με εντομοκτόνα ή πυρεθρίνες και ακαρεοκτόνα. Είναι όμως δυνατή σήμερα και η βιολογική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω εχθρών με τα κατάλληλα σε κάθε περίπτωση παράσιτα. Αυτός είναι ο πιο σωστός τρόπος αντιμετώπισης γιατί αποφεύγεται η τοξική επίδραση των εντομοκτόνων στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Από τις ασθένειες της γαρδένιας το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργεί ο βοτρύτης εξαιτίας της υψηλής σχετικής υγρασίας που αναπτύσσεται μέσα στα θερμοκήπια, του κακού αερισμού και των χαμηλών θερμοκρασιών στις ψυχρότερες εποχές του έτους. Η φόμοψη της γαρδένιας δημιουργεί πυκνίδια χρώματος πορτοκαλί στη βάση του στελέχους και επηρεάζει τη ριζοβαλία των μοσχευμάτων. Η σήψη των ριζών και του λαιμού οφείλεται στην προσβολή από φυκομύκητες και ριζοκτόνια. Άλλοι μύκητες όπως η σκληρωτίνια, το γλοιοσπόριο και η αλτερνάρια, προκαλούν μικρότερες ζημιές. Από τα βακτήρια η ψευδομονάς της γαρδένιας προκαλεί τη βακτηριακή κηλίδωση των φύλλων. Η αντιμετώπιση αυτών των ασθενειών γίνεται με τη ρύθμιση των συνθηκών περιβάλλοντος του θερμοκηπίου και τη χρήση κατάλληλων φυτοπροστατευτικών μέσων.
Πηγές:
Ανθοκομικά φυτά για Εσωτερικούς και Εξωτερικούς χώρους- Οκτώβριος 2020 Εκδόσεις Πεδίο - Άννα Αντωνιδάκη - Γιατρομανωλάκη